Η κόκα, το γαμήσι, το χρήμα.
- Τίγκα στο κοκό ήταν η Νίτσα χτες.
- Σήμερα δεν έχει κοκό, έχω πονοκέφαλο.
- Τέρμα το κοκό. Πρέπει να βρω καλύτερη δουλειά.
Η κόκα, το γαμήσι, το χρήμα.
- Τίγκα στο κοκό ήταν η Νίτσα χτες.
- Σήμερα δεν έχει κοκό, έχω πονοκέφαλο.
- Τέρμα το κοκό. Πρέπει να βρω καλύτερη δουλειά.
Got a better definition? Add it!
Η χαζογκόμενα.
Μωρή χαζοβιόλα, πού το έχεις το μυαλό σου;
λέγεται και για άντρες, «χαζοβιόλης». Συνώνυμο: μαλακοβιόλα, η.
Got a better definition? Add it!
Η χαζογκόμενα.
Τι μαλακοβιόλα! Της είπα να μου κάνει κράτηση για τις είκοσι του μηνός και μου έκανε για τις είκοσι του άλλου μήνα...
Συνώνυμο: χαζοβιόλα, η.
Got a better definition? Add it!
Πολύ παλιά έκφραση, αντίστοιχη της σημερινής παπάρια.
- Σου είπε τίποτα το ιδιαίτερο;
- Κολοκύθια τούμπανα... Τα ίδια και τα ίδια πάλι.
Βλ. και παπαριές, οι, παπάρια μέντολες, αρχίδια, αρχιδιά, αρχίδια καλαβρέζικα.
Got a better definition? Add it!
Πολύ παλιός όρος που χαρακτηρίζει αυτόν τον οποίον εμείς δεν παίρνουμε στα σοβαρά.
Το αφεντικό στη γραμματέα του:
-Πάρε τηλέφωνο αυτόν τον κολοκύθα και κλείσε του ραντεβού στις τρεις η ώρα.
Got a better definition? Add it!
Το οποιοδήποτε μικρό σε μέγεθος αντικείμενο που, για κάποιον λόγο, μας την έχει σπάσει λίγο. Πολύ παλιά έκφραση.
Το ανδρικό μόριο.
- Έχασα μισή ώρα να ψάχνω αυτό το κολοκύθι...
- Και πού ήταν;
- Στη θέση του.
Χθες ο πατέρας σου είχε πει και λύσσαξε να δείξει το κολοκύθι του σε όλη την ταβέρνα...
Got a better definition? Add it!
Παλαιομοδίτικη φράση, συνώνυμη με τις εκφράσεις:
κλπ. Εδώ προφανώς υπονοείται το χρώμα του σπέρματος.
Δεν πά' να γαμηθείς ν' ασπρίσεις, λέω 'γω, που ήρθες να μου πεις ότι δεν οδηγώ καλά... Αν δεν σ' αρέσει, να παίρνεις ταρίφα.
Got a better definition? Add it!
Ταλαιπωρώ, πρήζω, στριμώχνω.
Δεν πρόκειται να ξαναβγώ με τη Νατάσα, κάθε φορά μου κάνει τα τρία δύο: τη μια δεν της αρέσει το φαγητό, την άλλη το μαγαζί δεν έχει εξαερισμό, δεν πά' να γαμηθεί ν' ασπρίσει, λέω 'γω...
Got a better definition? Add it!
Η πολύ μεγάλη σελίδα ή το πολύ μεγάλο κείμενο (συνήθως ηλεκτρονικό).
- Καλά ρε άσχετε, δεν μπαίνεις να διαβάσεις κανένα blog;
- Τι λε ρε μαλάκα, να πήξω με τους τύπους που γράφουν σεντόνια ολόκληρα;...
βλ. και οθονιά
Got a better definition? Add it!
Όρος που απαντάται κυρίως στον πληθυντικό. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάθε τι μικρό σε μέγεθος, σφαιρικό, γυαλιστερό, μονόχρωμο.
Την έπιασε μανία φέτος τα Χριστούγεννα και γέμισε όλο το σπίτι με αυτά τα κλαδιά που έχουν πάνω τους κόκκινα μπιρμπιλόνια.
-Τι σκατά είναι αυτά τα μπιρμπιλόνια στο φαγητό ρε Ελένη;
-Κόκκοι κέδρου, αγάπη...
Got a better definition? Add it!