Κάνω λογκ = κάνω log in = δίνω τον κωδικό μου και μπαίνω σε / συνδέομαι με μια ιστοσελίδα. Αφού λογκάρω, μετά μπορώ να ποστάρω (ή, να διαβάσω κλπ).

  1. οταν παω να λογκαρω μου λεει αδυνατη η συνδεση η καμια φορα παρουσιαστηκε σφαλμα....

  2. Το debian χρησιμοποιεί έναν ειδικό χρήστη στηv mysql τον debian-sys-main που το password του περιέχεται στ /etc/mysql/debian.cnf. Μπορώ να λογκάρω με αυτόν το χρήστη αλλά βλέπω ότι μόνο αυτός περιέχεται στο table mysql.user . Κοινώς δεν υπάρχει root. Είναι αυτή η επιθυμητή συμπεριφορά; Ο χρήστης αυτός (debian-sys-maint) δεν έχει δικαίωμα για GRANT ALL PRIVILEDGES ON . για τον χρήστη root αν τον δημιουργήσω εγώ.

  3. Πιο ψηλά δεν βλέπω άλλο λόγκ σε αυτό το αρχείο που έχω πρόχειρο. Θα λογκάρω πάλι βέβαια γιατί είναι κάπως παλιά αυτά.

βλ. και σχόλιο earendil_ath παρακάτω.
βλ. και λογκόφ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση συνώνυμη του τρεις και ο κούκος, δηλαδή πολύ λίγοι. Δηλώνει την απόλυτη μειοψηφία.

Δηλώνει όμως και την στενή σχέση, την απόλυτη συντροφιά.

Το συναντάμε και ολόκληρο, «εγώ, εσύ και τ' αμπαζούρ το θαλασσί».

Από το τραγούδι της Βέμπο «Αγκαλιά εγώ και 'συ στ' αμπαζούρ το θαλασσί» ( ή Νάνι, νάνι…), 1939, Χρ. Γιαννακόπουλος / Γ. Κυπαρίσσης.

  1. ...επειδή είμασταν εγώ κι εσύ και τ'αμπαζούρ το θαλασσί στην επιστροφή κι όχι συγκροτημένη πορεία όπως στην κατηφόρα, μερικοί μηχανοκίνητοι μπήκανε εμβόλιμοι προς στιγμή, αλλά οι τροχαίοι τους στέλνανε έξω αμέσως.

  2. Κι εκεί που λέγαμε πως αυτό το πηγάδι δεν έχει πάτο, βρεθήκαμε μούρη με μούρη με τον πάτο. Αγκαλιά εγώ κι εσύ στο αμπαζούρ το θαλασσί από κάτω- με τον πάτο! Η χειρότερη οικονομική κρίση από τη μεταπολεμική Ελλάδα μέχρι σήμερα! Το τραγικότερο αδιέξοδο των τελευταίων 60 χρόνων!

  3. Καλημέρα κορίτσια.
    Βααααααααααααααααλλλλ εσύ κι εγώ , εγώ κι εσύ και τ αμπαζούρ το θαλασσί. Χτες μου έφυγε η μαγκιά. Μαμώ τα τρεξίματα. Και το βράδυ έριξα κι ένα τρίωρο αγρύπνιας λόγω του τσογλαναρέα του γιού μου.
    Αλλααααααααααααααα..............κρατιέμαι. Φιλούρες προς το παρόν

Είμαι εγώ «αμπαζούρ θαλασσί»...; Κόκκινο, ναι. Αλλά θαλασσί...;;;; (μπλιαχ!)

  1. Όχι «κυρίες» και «κύριοι». Δεν προτίθεμαι να ασχοληθώ με το αμπαζούρ το θαλασσί, το κουκλοθέατρο, τα φτιασιδώματά σας.

  2. Το άσμα:
    Έξω βρέχει πολύ κι είν’ η νύχτα θολή
    λες και βρέχει παντού στον πλανήτη
    που να πάμε και πως και ποιος θα ‘ναι ο σκοπός
    πιο καλά να καθίσουμε σπίτι
    Να κτενίσω μαλλιά, να κατέβω σκαλιά
    δεν αξίζει στ’ αλήθεια ο κόπος
    ας καθίσουμε εδώ να με δεις να σε δω
    κι ας περάσουμε απόψε όπως-όπως

Αγκαλιά εγώ κι εσύ στ΄αμπαζούρ το θαλασσί από κάτω
μ’ ένα-δυο μαρασκινό κι ένα τσιγαράκι αγνό μυρωδάτο
με πινάκλ ή με κουνκάν στο ντιβάνι
θα περάσει η βραδιά τι θα κάνει
κι όταν φτάσει πια η μισή
αγκαλιά εγώ κι εσύ νάνι, νάνι

Θα κυλήσει η βραδιά πληκτική και βαριά
αλλά θα ‘ναι απαλή και ωραία
γιατί πάνε καιροί, τι αλήθεια σκληρή
που δεν κάνουμε οι δυο μας παρέα
Στοργικά, φιλικά, βυθισμένοι γλυκά
στου καπνού τις γαλάζιες τουλίπες
θα μιλάμε αργά και θα λέμε σιγά
τους καημούς, τις χαρές μας, τις λύπες

Αγκαλιά εγώ κι εσύ…

(σ.ς.: σήμερα θα είχε λογοκριθεί από την αντικαπνιστική εκστρατεία το τραγουδάκι αυτό)

(από ironick, 01/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

A. Εννοείται πως, πρώτ' απ' όλα, σκατίλα είναι η μυρουδιά του σκατού, η οποία, μια πουτάνα φέραμε, είναι λογιών λογιών:

α. σκατίλα η Παιδική. Τα καθαρά σκατά, τα αμόλυντα από ουσίες και κακή διατροφή. Κατά την ταπεινή μου, είναι τα πιο βρωμερά, ακριβώς γιατί αναδίνουν αυτή την παρθενίλα (περί ης ετοιμάζεται λήμμα, όσον ούπω). Προσώπικλυ, αυτή η παρθενέ σκατίλα με απωθεί πολύ περισσότερο από αυτήν του ενηλίκου που δεν εμπεριέχει ούτε ένα ψήγμα αθωότητας και καθαρότητας πια. Τώρα γιατί να είναι περισσότερο απωθητική μια «καθαρή» ανθρώπινη μπόχα από μια σιτεμένη, είναι ένα θέμα. Μάλλον επειδή η πρώτη μας φέρνει πίσω στον χρόνο κατά τον οποίον η καθαρότητά μας (σχετικό κι αυτό, τεσπα) ήταν έκδηλη (δεν κρύβεται ένα παιδί, τουλάστιχον όχι όσο ένας ενήλικας, ή τεσπα όχι συνειδητά) και πάντως προσωρινή: θα ερχόντουσαν θύελλες την επαύριο να μας σαρώσουν, κι αυτό δεν το ξέραμε τότε, και το γεγονός ότι τώρα ξέρουμε ότι δεν το ξέραμε αυτό που ξέρουμε, μας φέρνει θλίψη, και η μυρουδιά γίνεται δυσβάσταχτη, λέω εγώ.

β. σκατίλα η Ενήλικη: Η λεπτή και εξασκημένη μύτη μπορεί να διακρίνει όσα και ο μικροβιολόγος στο εργαστήριό του: τι έφαγε, τι κάπνισε, τι ήπιε, αν έχει πάρει φάρμακα ο χέσας, πόσων ετών (σε ποια δεκαετία της ζωής του) είναι.

γ. σκατίλα η Γεροντική: μυρίζει πάνω απ' όλα φαρμακείο. Από τις πιο μπάσταρδες μυρωδιές έβερ. Έχει κάτι προς την παιδική σκατίλα, καθότι ο ηλικιωμένος έχει κόψει τα πολλά-πολλά (τσιγάρα, ξίδια, μπαχαρικά, γλυκά και ταλιμπάν) και τρώει ελαφρά και νοσοκομειακά συχνάκις, πλην αλλ' όμως είναι τίγκα στα φάρμακα και στις βιταμίνες. Όλ' αυτά, μαζί με το γήρας του εντέρου, δίνουν μια περίπλοκη μυρωδιά, η οποία αντιστοιχεί στην όποια ωριμότητα του εν λόγω ατόμου (πες μου πώς μυρίζεις να σου πω ποιος είσαι).

Η γεροντική σκατίλα φέρνει την κατάθλιψη στον μυρίζοντα, γιατί σημαίνει το τέλος της ανεμελιάς του, καθότι ο γέρος του οδεύει προς την οδό που δεν θέλει να διαβεί κανείς.

δ. σκατίλα η Κοινή, άλλως η τουαλετίλα των δημόσιων χώρων, που συνοδεύεται από ένα χμου χλωρίνης και, τον παλιό καλό καιρό (τότε που γαμιόσαντενε οι καπνισταί στας τουαλέτας και αφήνανε το τσιγάρο να καίει στο καζανάκι), τσιγαρίλας.

Ό,τι περιγράψαμε εδώ για την σκατίλα, ισχύει και για την κατρουλίλα, και την ιδρωτίλα.

===========

B. Σκατίλα όμως σημαίνει και άλλο πράμα, για το οποίο δεν έχω τόσο πολλά να πώ όσο για τα παραπάνω, δίνει όμως πολύ περισσότερα παραδείγματα ο γούγλης (βλ. παρ. 2-6) κι έτσι εξισορροπείται το πράμα:

α. κακή διάθεση, μαυρίλα, νταούνιασμα.

β. η σκατοκατάσταση γενικά. Όταν δηλαδή η φάση / η πχιόττα / επίπεδο είναι σκατά

γ. το αδιέξοδο, ο βούρκος, το τέλμα, όταν έχεις πέσει μες τα σκατά.

γ. η σφηκοφωλιά, η κλίκα που βρωμάει και ζέχνει λαμογιά.

  1. Πρόκειται για ένα παλιό κτήριο (όχι νεοκλασικό φυσικά) και παίζει να έχουν περάσει εκατοντάδες φοιτητές σε κάθε δωμάτιο. Οι κοινές κουζίνες και μπάνια είναι αρκετά βρώμικα και ξεχαρβαλωμένα. Σίγουρα δεν πιάνει την αστρονομική σκατίλα των κοινόχρηστων τουαλετών στον Ελληνικό στρατό, μιας που εδώ οι τουαλέτες καθαρίζονται από το προσωπικό. Όμως, πάντα και παντού μέσα σε τέτοια κτήρια, υπάρχουν τα γουρούνια που δεν έμαθαν ποτέ να σέβονται τον άλλον.

  2. Νιώθω ότι αν είχα κάποιον άλλο μαζί μου, αυτό το βάρος της σκατίλας θα είχε διασκορπιστεί πολύ καλύτερα.

  3. Θα ξεκινήσω με μια μικρή αναδρομή στα τέλη των 90's και στις αρχές του μιλένιουμ...Συναντάμε μια μουσική βιομηχανία βουτηγμένη στη σκατίλα των γαμημένων δισκογραφικών,όπου αν δεν έστηνες κωλαράκι ή αν δεν υπέκυπτες στις ομοφυλοφιλικές τάσεις μάνατζερέων και παραγωγών δεν έβλεπες καριέρα ούτε από την κλειδαρότρυπα του Μάκη..

  4. Λίγο τα κοψίματα εισητηρίων, λίγο η ριζούπολη, λίγο η κόντρα των συνδέσμων, λίγο το παγωμένο και αντιοπαδικό ΟΑΚΑ, λίγο (πολύ μάλλον) η μόνιμη σκατίλα στην οποία βρισκόμαστε αγωνιστικά την τελευταία δεκαετία ( με ελάχιστες εξαιρέσεις) μας έχουν οδηγήσει σ αυτα τα λόγια και τα αισθήματα.

  5. ...με απογοήτευσε κάπως ο νόμος. Αντιλαμβάνομαι ότι μελετήθηκε με σκοπό τη δικαιότερη αντιμετώπιση των χρηστών, την αποσυμφόρηση των φυλακών και την πραγματική δίωξη των μεγαλεμπόρων του αληθινού θανάτου, των χαπιών, της πρέζας κι όλης αυτής της σκατίλας, που άμα πέσεις μέσα, είναι μεγάλο ζόρι να βγεις

  6. Δημόσια ξε-δημόσια όμως, η ΕΡΤ είναι εταιρεία που προσπαθεί να «πιάσει» λίγο στην σκατίλα και τα ιδωτικά κανάλια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό αντιολισθητικό αυτοκόλλητο σιλικόνης που τοποθετούμε κάτω από ένα αντικείμενο (ώστε αυτό να μην φεύγει εύκολα από τη θέση του) ή στην κάσα μιας πόρτας (για να μην χτυπάει αυτή καθώς κλείνει).

Επίσης ονομάζονται έτσι τα κλασικά αυτοκόλλητα πατάκια από τσόχα που μπαίνουν κάτω από τα πόδια των επίπλων ώστε να μην χαλάει το πάτωμα και να μη διαλύεται το νευρικό σύστημα όσων μένουν στον από κάτω όροφο από τον θόρυβο που κάνει η καρέκλα μας όταν την μετακινούμε...

Λέγονται λόγω του σχήματος και μεγέθους τους (κυρίως αυτά της σιλικόνης).

- Αμάν αυτή η πόρτα, κλείστηνα μια φορά χωρίς θόρυβο ρε πουλάκι μου!
- Δε φταίω εγώ, έχει πολύ μπόσικο και βαράει.
- Ε βάλε καμιά φακή τότε.
- Εύκολο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το έχουν μεν τα λεξικά, αλλά δεν έχουν τις παραλλαγές: «έχω τον θεό γκόμενο / πατέρα / κουμπάρο / ξάδελφο».

Έχω το μεγαλύτερο δόντι έβερ. Είναι ακόμα καλύτερα από το να έχω μπάρμπα στην Κορώνη ή να έχω πιάσει τον Πάπα απ' τ'αρχίδια. Και μπορώ να κάνω τα πάντα.

  1. ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ.... (Oταν έχεις τον θεό μπάρμπα)
    Απίστευτα βίντεο!! Στην [παρα τρίχα] !!!

  2. Βεβαια κι αφου περασεις ξεχασε την πιθανοτητα να δεις προσωπικα τον υπευθυνο για τα πληρωματα. Μονιμα «ειναι σε μητινγκ» ή «ειναι απασχολημενος».Κια τον θεο μπαρμπα να εχεις δεν νομιζω να καταφερεις να τον συναντησεις.

Got a better definition? Add it!

Published

Η κακόγουστη βίλα ή πολυκατοικία (υπάρχει και ο όρος «πολυκατοικία-τούρτα»), που έχει, στις βεράντες και στα υπέρθυρα, στοιχεία που θυμίζουν την διακόσμηση από σαντιγί πάνω σε μια τούρτα.

Τα κτίρια του αισχίστου αυτού νεοπλουτισμού ήρθαν κατά την δεύτερη χρυσή εποχήτης ελλάδας, τα ένδοξα ενενήνταζ, την χρυσή εποχή των πλάνων πακτωλών τρελού χρημάτου και διαδέχθηκαν τα αμιγώς χουντικά, στις μεγάλες πόλεις αλλά και στην επαρχία. Στην Αθήνα δεν έχετε παρά να πάτε στη γωνία Ειρήνης και Σιώκου στην Αγ. Παρασκευή και να θαυμάσετε.

Επί τη ευκαιρία να σας πω ότι στη Ρουμανίαυπάρχει μια λεωφόρος όπου είναι χτισμένες άπειρες τέτοιες τούρτες. Ανήκουν σε γύφτους που, αφού πούλησαν τα παιδιά τους στην ξενιτειά, επέστρεψαν και έχτισαν τη χλίδα τους πάνω στα πρώην παραπήγματα. Εκεί πέρα μάλιστα υπάρχει και Μουσείο Κλοπής, όπου περηφανεύονται για τις επιδόσεις τους στο εξωτερικό. Δυστυχώς δεν μπόρεσα να βρω το λινκ, το είδα προ μηνών σε ρεπορτάζ του μπιμπισί.

Οπότε, για να επανέλθω στο θέμα της τούρτας και του κιτς που συνεπάγεται, μπορούμε να πούμε ότι όταν λέμε «κοίταξε τι έχτισαν οι γύφτοι!» δεν πέφτουμε και πολύ έξω, ούτε ως προς το ποιόν του χρήματος που κρύβεται πίσω από μια τέτοια αρχιτεκτονική τάση, ούτε ως προς την κακογουστιά της.

  1. ΥΠΑΡΧΕΙ αρχιτεκτονικός ολοκληρωτισμός: είναι των Ελλήνων Ταλιμπάν του μοντερνισμού, που ο.τι δεν είναι μπετόν και γυαλί το λένε «κακόγουστο». ΗΘΕΛΗΜΕΝΑ πιστεύω δεν κάνουν τη διάκριση ανάμεσα στην πιστή και πειστική εφαρμογή ενός ιστορισμού και στα κτήρια -τούρτες. ...
    Ξέρω όμως και το έργο του Βανδ..., που έχει κατακοσμήσει την θεσσαλονίκη με τις τούρτες που περιγράφεις.
    ...
    πάντως η αισθητική τούρτας είναι απερίγραπτη. ειδικά επειδή φαίνεται να συνοδεύεται από το δίδυμο άφθονο χρήμα/έλλειψη γούστου.

  2. Στη χώρα μας οι νεότεροι δεν έχουν κάτι συλλογικό να επαναπροσδιορίσουν πέρα από μερικές αναμνήσεις ευημερίας, γιατί οι μίζες έχουν γίνει καπνός και οι πολυκατοικίες τούρτες είναι άσχημες

  3. Αντιθέτως, στην Αθήνα βλέπουμε μόνο πολυκατοικίες τούρτες απο την μία και οπισθοδρομικό μοντερνισμό από την άλλη με ελάχιστες εξαιρέσεις πραγματικά όμορφης και σύγχρονης αρχιτεκτονικής και με ακόμα λιγότερες (μηδέν ίσως) προσπάθειες να ξανακτιστούν αυθεντικά νεοκλασσικά εκεί που έχει λογική για την γειτονιά και την χρήση τους.

  4. Κάθομαι μόνη μου σε μια γωνία με τα ακουστικά στ' αυτιά: Κοιτάω σομόν πολυκατοικίες-τούρτες που μπλέκονται με χαμηλά σπιτάκια και λεύκες, τα πεζοδρόμια έχουν ασπρίσει απ' τα μπαμπάκια.

  5. Το πρόσφατο κύμα αντιπαροχών τροποποίησε κι άλλο τις τυπικές αθηναϊκές γειτονιές, βάζοντας στη θέση ερειπίων πολυκατοικίες-τούρτες με καμπυλόγραμμες βεράντες και μεταμοντέρνες κιτσαρίες.

απαξάπαντα εκ του νετίου

(από ironick, 22/10/11)Τουρκομπαρόκ (από nikolaosvlas, 22/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά λέξη για το μπάγκαλοου, σε χρήση κυρίως στις δεκαετίες 60-70. Από τα γαλλικά, όπου cabane = καλύβα.

Bungalows - Οι θρυλικές καμπάνες του Αστήρ Παλλάς Βουλιαγμένης.
Κάθε ένα από τα 58 πλήρως ανακαινισμένα Bungalows στο Arion Resort & Spa, Astir Palace είναι πραγματικά εκπληκτικά.
(από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published

Ζω, λόγω ανάγκης ή γιατί έτσι, από τα χρήματα που έχω αποταμιεύσει, που έχω δουλέψει, που έχω κληρονομήσει, που έχω κλέψει, κοκ... Στη συγκεκριμένη περίπτωση αναφερόμαστε σε πολλά χρήματα, τα οποία επαρκούν για μια αξιοπρεπή ζωή (αναλόγως με το πώς το εννοεί ο καθένας αυτό, βέβαια).

Ελληνικό φαινόμενο, κττμγ, γιατί ο μέσος Ευρωπαίος πολύ απλά δεν έχει «έτοιμα» καθότι, το εκεί μέσο πορτοφόλι, ούτε στον εφιάλτη του δεν το έχει δει ο μέσος έλληνας.

Λέγεται επίσης και για πλουσιόπαιδα που δεν εργάστηκαν ποτέ και ζήσαν ζωή χαρισάμενη με τα χρήματα της οικογένειάς τους (παραδείγματα 5 και 6).

  1. (χωρίς σχόλιο) Ν. Μουρατίδης: «Περνάω δύσκολα, τρώω από τα έτοιμα»!

  2. Το 10% «τρώει από τα έτοιμα», δηλαδή σηκώνει χρήματα από τις αποταμιεύσεις προηγούμενων ετών για να καλύψει τρέχουσες ανάγκες.

  3. Δημόσιο: Τρώει από τα έτοιμα για ομόλογο 6,4 δισ.
    Στην αποπληρωμή ομολόγου ύψους 6,4 δις ευρώ που λήγει σήμερα 18 Μαίου 2011, πρέπει να προχωρήσει εντός των επόμενων ωρών το Ελληνικό Δημόσιο και σύμφωνα με πληροφορίες τα κεφάλαια από τα ταμειακά διαθέσιμα.

  4. Μέχρι πότε θα «τρώνε από τα έτοιμα», όσοι -βεβαίως- Ηπειρώτες έχουν; S.O.S. εκπέμπουν χιλιάδες καταθέτες τραπεζών και στην Ήπειρο!

  5. Δεν καταλαβαίνω; Τι σημασία έχει αν δουλεύει κάποιος; Αν δεν δουλεύει δεν έχει άποψη, ή σώνει και καλά ανήκει σε κάποια «επαναστατική» παράταξη και δεν ξέρει τι γίνεται στην αγορά εργασίας; Είναι ένας κακομαθημένος φοιτητής που τρώει από τα έτοιμα ας πούμε και βγάζει το επαναστατιλίκι του; Τι επικίνδυνη λογική είναι αυτή; Αν κάτι χάνω και σε παρεξηγώ, εξήγησέ μου.

  6. Εγώ δε θέλω να πληρώσει κανείς τίποτα και να τα βγάζουμε πέρα μόνοι μας (γιατί έτσι έχω μάθει πώς να το κάνουμε) κι εκείνος,
    λόγω οικονομικής κρίσης θες; λόγω φοβιών ότι πιθανόν δε θα τα καταφέρει ως «κύρης» του σπιτιού θες; λόγω του ότι μπορεί να είναι και λίγο κακομαθημένος ή να θέλει να τρώει από τα έτοιμα θες; περιμένει από τον μπαμπά του...

νέτι, όλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από Ανδρίτσαινα μεριά. Σημαίνει «μια κι έξω».

Νομίζω ότι η λέξη ανήκει εδώ, μου κάνει για ψιλομάγκικη. Μπορεί όμως να κάνω λάθος.

Αγνοώ την ετυμολογία της, πάντως το θεωρώ απίθανο να σχετίζεται με το αγγλικό big. Μάλλον είναι ηχομιμητικό (σύντομος ήχος που δηλώνει ταχύτητα εκτέλεσης), κάτι τ. στο πι και φι, τσακ-μπαμ κττ.

Ο Λευτέρης, δυο τόμους βιβλία μπιγκ τα έβγαλε πέρα!
(ενν. είναι πολύ διαβαστερός)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εξαδέλφη της Τατιάνας Πηγαδομούνοβας, πάει σόι το βασίλειο.

Που καταπίνει τα φλόκια και τον αφήνει πεντακάθαρο.

- Έμαθα ότι ο Γιώργος παντρεύεται ξανά.
- Ναι, μια χυσοκαταπίνοβα.

(από Khan, 15/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published