Αυτός που προσποιείται ότι είναι κάτι που δεν είναι, το παίζει πχ όμορφος, μορφωμένος, λεφτάς, σώμας, γαμιάς, ανάλογα πού πατάει το κόμπλεξ του.

Παρομοίως λέγεται και για μια κατάσταση, μια άποψη, μια ατμόσφαιρα, ένα στυλ, μια εμφάνιση, κττ.

Εϊτίλα.

Δες εδώ και δηθενάδικο, δηθενιά, δηθενισμός, δηθενιστής. Επίσης πρετεντέρης.

  1. Απεχθάνομαι τα δήθεν τυπάκια που πλάθουν όλο ψέματα για τη μίζερη ζωή τους.

  2. Ποτέ ο κόσμος δεν θα σκεφτόταν για μένα ότι είμαι δήθεν. Σ' αυτή τη φάση το καλύτερο μου είναι αυτό που κάνω. Δεν μπορεί να θεωρηθεί δήθεν.

από το νέτι

(από Khan, 03/09/11)(από mafie, 04/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντί «ενός». Από επιρροή του «μιανής» (μίας), πράγμα ενδιαφέρον... Γι΄αυτό και το ξεχώρισα από το καθενού, αυτουνού κλπ.

Πρώτα του λαού, μετά της λογοτεχνίας και τώρα για να κάνουμε πλάκα.

  1. Ήθελα να ρωτήσω τους Έλληνες εδώ για τις λέξεις σαν το αυτουνού, αυτηνής, ποιανού, αυτόνε, πιόνε, αυτουνούς, τόνε, τήνε, κτλ. Λέγονται αυτές οι λέξεις στη επίσημη γλώσσα (ξέρω ότι δεν γράφονται) ή θεωρούνται σάν λάθη; Ευχαριστώ.

Επισήμως είναι λάθος. Θα τις ακούσεις όμως συχνά αν και θεωρούνται κάπως «βάρβαρες» εκτός από το «ποιανού» που είναι πολύ συχνή η χρήση του. Ούτε κι αυτό θα το ακούσεις όμως όταν κάποιος βγάζει λόγο π.χ.

Ανεπισήμως όμως (και νομίζω θα συμφωνήσουν και οι υπόλοιποι) ακούγονται πολύ συχνά, όχι μόνο αυτές αλλά και άλλες όπως «μιανού»(ενός δηλαδή) «μιανής», «καμμιανού», «καμμιανής», «καθενού»... συνήθως τις λένε συμπατριώτες μας δίχως ιδιαίτερη μόρφωση, χωρίς αυτό να αποκλείει και κάποιο τοπικό ιδίωμα πιστεύω.

Ευχαριστώ. Έστι νόμιζα, ότι ήταν «λάθοι.» Αλλά το «μιανού» δεν τό 'χω ακούσει ποτέ, αλλά μου αρέσει έτσι που ανακατώνει τα γένη.

από εδώ

  1. Nα υπενθυμίσω στους μεγαλοπαράγοντες που μας τίμησαν με την παρουσία τους, πως η Kαλλιμασιά γενέτειρα δύο οικουμενικών πατριαρχών, μιανού που η Aθήνα του Kοτζιά φωταγωγήθηκε να τον υποδεχτεί πολυνίκη, μιανού που θυσιάστηκε για την ιδέα μιας ενωμένης Eυρώπης με ίσες ευκαιρίες για τους λαούς της, μιανού εκδότη - ποιητή που θέλησε να μάθει στους Έλληνες το καλό και το φτηνό βιβλίο, μιανού γιατρού που θυσίασε την καριέρα του για να γλιτώσει τους χωματάνθρωπους της μαστίχας από τους εκμεταλλευτές του ιδρώτα τους, μιανού μπροστάρη εκπαιδευτικού που τόλμησε να μάθει τα παιδιά τη γλώσσα των γονιών τους, η Kαλλιμασιά τέλος που ξεχώριζε πριν λίγα χρόνια, TA EΔΩΣE OΛA ΓIA TA NEAPA BΛAΣTAPIA THΣ.

από εδώ

  1. «Χατήρ' τ' μιανού, χατήρ' τ' αλλ'νού,
    άφ'σα τουν άντρα μ' χουρίς πιδί»

  2. ό,τι μαλακία του κατέβη του κάθε μιανού τη φτιάχνει τόπικ. θα ληφθούν μέτρα διότι η αμετροέπεια παράγινε...

(από jesus, 04/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Το άκουσα από Αιγινήτη για την σαρανταποδαρούσα, το βρήκα όμως εδώγια την ψαλίδα.

Και τα δύο πάντως έχουν ψαλιδωτή ουρά.

Να τι έφταιγε, βλέπετε; Μια ψαλικουρίδα έχει κάνει φωλιά μέσα στην πρίζα...

Got a better definition? Add it!

Published

Σλανγκοφωνολογία. Το /j/ είναι το σύμβολο το οποίο χρησιμοποιούμε ενίοτε (και έχει σχεδόν καθιερωθεί) για να περιγράψουμε και να διακωμωδήσουμε ή να σατιρίσουμε την «χωριάτικη» προφορά, την μη «σωστή» δηλαδή, κυρίως την προφορά που έχουν οι κάτοικοι της ΒΔ Πελοποννήσου, της Στερεάς Ελλάδας κά. Μπαίνει μετά το νι και το λάμδα και «μαλακώνει», λιώνει θα λέγαμε, την προφορά τους. Λειτουργεί δηλαδή όπως το «μαλακό σημείο» (ь) των σλαβικών γλωσσών ή όπως το -gn των Γάλλων (πχ στη λέξη oignon, ονιόν = κρεμμύδι).

Έκφραση: «με το νj και το λj».

  1. Κάθε καλοκαίρι που πάει το παιδί στους παππούδες στο Αίγιο, χαλάει την προφορά του και όταν επιστρέφει στο σχολείο όλα τα παιδάκια το κοροϊδεύουνε γιατί μιλάει με το νj και το λj... Τι θα κάνουμε ρε Σταμάτη;...

  2. από μέσα από το σλανγκρ:
    παράλjυτος
    γκλjίτερ
    θα μου τον(j)ιδείς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σεσουάρ. Επειδή μοιάζει με πιστόλι και το κρατάς ωσάν να επρόκειτο να αυτοκτονήσεις με μια σφαίρα στον κρόταφο.

κι εγω ζεσταινω τα ποδια μου με το πιστολακι οταν κανω τα μαλλια μου!!
xaxaxa!gamato to kanw sinexeia!! eidika to proi pou diorthoneis ligo to malli pou gami8ike ap ton upno,kai ta podarakia einai pagomena to pistolaki einai ola ta lefta!!

(από το νέτι)

(από ironick, 03/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Το φρούτο το οποίο έχει υπερωριμάσει, αλλά δεν έχει σαπίσει και ακόμα τρώγεται -είναι στο όριο βέβαια. Λόγω του ότι έχει αρχίσει να υφίσταται ζύμωση, έχει πολύ έντονη γεύση και άρωμα, που φέρνουν λίγο σε αυτά του (φτηνού) κρασιού ή ακόμα και του ξιδιού. Τα μεθυσμένα φρούτα είναι κατάλληλα μόνο για ορισμένα ιδιότυπα γλυκά, όπως ένα αχλαδόψωμο (Birnenbrot) που κάνουν οι ελβετογερμανοαυστριακοί (βλ. μήδι) ή κάποια γλυκίσματα με σύκο, ή λικέρ, κλπ, βλ. εδώ.

Η λέξη χρησιμοποιείται όμως και για κανονικά ώριμα φρούτα ή και για εδέσματα άλλου τύπου (ψωμιά, κρέατα, τυριά, κλπ) που έχουν υποστεί επεξεργασία (μαρινάρισμα) με αλκοόλ, βλ. παράδειγμα 3.

  1. - ΠΦΦΦΧΦΤΟΥ!!!!!!!!! Μπλιαχ!!! Πέτα τα ρε μαλάκα, σαπίσανε, μου τα δίνεις και να φάω κιόλας!
    - Πώς κάνεις έτσι καλέ, είναι μεθυσμένο, δεν χάλασε, δώς μου το να τα κάνω μαρμελάδα μαζί με τα άλλα.

  2. Στη μαρμελάδα βάζω και μερικά μεθυσμένα φρούτα, της δίνουν πιο έντονη γεύση.

  3. Βανίλιες μεθυσμένες
    Υπέροχο, ελαφρύ γλυκό που το σερβίρουμε σε ψηλά ποτήρια με λίγη χτυπημένη κρέμα και πασπαλίζουμε με καρύδια.

στο Appenzell κάνουν τα καλύτερα, μην το χάσετε. Κι άμα είστε κτήνη ή έχει -15, μπορείτε να το φάτε και αλειμμένο με βούτυρο και ζάχαρη... (από ironick, 27/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παύω να τρώω μόνο ψωμί, βρίσκω και κάτι καλύτερο, ανεβαίνει η πχιόττα ζωής μου, κλπ.

...αύριο που θα έρθω στα μαγαζιά σας θα μου ξανακάνετε πίπες μπας και ξεψωμιάσετε. Αλλά έχι ο καιρός κολοτούμπες και θα δείτε τι απίδια θα πιάσετε όταν θα κλείνετε τα μαγαζιά σας σαν γρίππη το ένα μετά το άλλο.

από το νέτι

Got a better definition? Add it!

Published

Λέξη που χαρακτηρίζει κάποιον που συνηθίζει να κάνει κάτι συγκεκριμένο τις Παρασκευές (πχ. παρ. 1).

Ειδικότερα όμως στην Αίγινα, σημαίνει τον παραθεριστή του Παρασκευοσαββατοκύριακου, όπως τον αποκαλούν οι ντόπιοι (παρ. 2.α. και 2.β.).

Παραθέτω την ερμηνεία του όρου όπως την βρήκα εδώ:

«Εκπληκτική λέξη – μα την αλήθεια. Λέξη ιδιαίτερη που ορίζει μια ομάδα ανθρώπων. Λέξη-ευφυολόγημα της Αιγινήτικης κουλτούρας που ενσωματώθηκε τα τελευταία τριάντα χρόνια στο Αιγινήτικο λεξιλόγιο και δηλώνει ανθρώπους μη γηγενείς που ήρθαν στην Αίγινα, τους άρεσε το νησί και είτε αγόρασαν κάποιο σπίτι είτε νοίκιασαν και το επισκέπτονται συχνότατα. Όνειρο τους, η ολική μετοίκηση στο νησί».

  1. Oι… «Παρασκευάδες» της Κοζάνης και το τραπέζι στον μητροπολίτη Παύλο
    Θα τους συναντήσετε τα βράδια της Παρασκευής, πιθανότατα στον «Ζήνων», στις παρυφές της Κοζάνης. Είναι οι γνωστοί… «Παρασκευάδες», λόγω της ημέρας που έχουν επιλέξει να βγαίνουν για φαγητό, οι οποίοι εδώ και χρόνια…αυξάνονται και πληθύνονται!
    Πάντα με γνώμονα την καλή παρέα, το…καλό φαγητό και τα ακόμη καλύτερα αστεία και σχόλια, οι «Παρασκευάδες» έχουν και…επίτιμα μέλη, αλλά και προσκεκλημένους!
    από εδώ

2.α. Μία και μόνη διαφορά έχουμε με τους Παρασκευάδες. Σε ένα πράγμα, μόνο είναι άτυχοι. Την Κυριακή το βράδυ πρέπει να επιστρέψουν στο λεκανοπέδιο.

2.β. αν δεν είμαστε εμείς οι νεόφερτοι να αγοράσουμε κανα σπίτι, να ρίξουμε τα λεφτουδάκια μας στις ταβέρνες και στα μαγαζιά, να ζήσετε κι εσείς μια καλύτερη ζωή, θα είσαστε ακόμη κανάτια. Καημένοι γίνατε άνθρωποι από τις δικές μας ενέσεις και ότι καλό έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια Παρασκευάδες το έκαναν, βλαχομουτρα. Δεύτερο πανετλόνι δεν είχατε και κάνατε περιουσίες από τους Παρασκευάδες. Αλλά τέτοιοι είσαστε που μέχρι και ο πολυούχος Άγιος σας σας καταράστηκε. από εδώ.

(σ.ς.: όπως φαίνεται τα πράγματα δεν πάνε και πολύ καλά στην Αίγινα)

(από Vrastaman, 25/08/11)Ανιτεύουμε once again  (από GATZMAN, 25/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που κάνει τα παιδιά να γελάνε πολύ (γενικά τα παιδιά γελάνε πολύ με ό,τι έχει να κάνει με τα σκατά).

Πολτοποιημένα σκατά, για όποιον λόγο (χρόνος, βιολογικός καθαρισμός, λίπασμα, ό,τι). Που θυμίζουν σούπα, πχ φασολάδα.

Ενδέχεται όμως και να μην κυριολεκτεί η έκφραση, αλλά να περιγράφει κάτι αρκούντως σιχαμερό που θα μπορούσε να παρομοιαστεί με τα παραπάνω.

Πάσα: 'Ολιβ, η οποία ανάθεμα κι αν θα γράψει ποτέ κάτι...

- Καθαρά τα νερά στην παραλία;
- Μπα, σκατουλάδα...

(σημ: εδώ δεν ξέρουμε και ούτε θέμε να μάθουμε αν ο ομιλητής αναφέρεται σε κυριολεκτική ή μεταφορική σκατουλάδα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνική ονομασία την οποία είχαν δώσει το 1944 οι κομμουνιστές στο κέντρο της Αθήνας (Ομόνοια - Σύνταγμα - Κολωνάκι) το οποίο κρατούσαν οι Άγγλοι υπό τον στρατηγό Σκόμπυ.

  1. Σε δύο φάσεις μπορούν να χωριστούν τα γεγονότα του Δεκέμβρη. Η πρώτη κρατά μέχρι τις 18 του Δεκέμβρη. Στη διάρκειά της, ο ΕΛΑΣ και ο λαός της Αθήνας και του Πειραιά, αφού θάβει τους δεκάδες νεκρούς του των πρώτων ημερών και αποκρούει την επίθεση, που εξαπολύσανε οι Εγγλέζοι στις 6 του Δεκέμβρη, περνά σε αντεπίθεση και περιορίζει τις αγγλικές δυνάμεις στο κέντρο ουσιαστικά της Αθήνας, στο κράτος της «Σκομπίας», όπως έλεγαν τότε χαρακτηριστικά. Η δεύτερη αρχίζει στις 18 Δεκέμβρη και κρατά μέχρι το ξημέρωμα της 5ης του Γενάρη, όταν με διαταγή του Α' ΣΣ ο ΕΛΑΣ αποσύρεται από την πρωτεύουσα.

  2. Κλεισμένοι μέσα, χωρίς φως – είχαμε συνεχείς διακοπές ρεύματος – καίγαμε μαγκάλι για ζέστη. Ο πατέρας βρισκόταν στην Σκομπία – έτσι λέγαμε τότε το κέντρο της Αθήνας που ελεγχόταν από τους Εγγλέζους του Σκόμπυ.

  3. Άγγλοι στρατιώτες (με εφ’ όπλου λόγχη) δεν συνελάμβαναν αθηναίους πολίτες στη «Σκομπία» και αεροπλάνα της RAF δεν πετούσαν στον αττικό ουρανό;
    ΚΙ ύστερα έσκασε ο Εμφύλιός μας, κατόπιν… ενεργειών τους.

Από το δίχτυ όλα.

Εγκλήματα. Αναφορά στο τραγούδι "Το βρακί του Σκόμπι". (από patsis, 10/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified