The something else, δεν υπάρχει, ανύπαρκτος.
Σλανγκιά παλαιάς κοπής για το «καταπληκτικό». Νομίζω ότι είναι πια μπαμπαδισμός.
Λέγεται για οτιδήποτε και για οποιονδήποτε.
Καλά ε, είσαι το κάτι άλλο!
(στσ: όλη αυτή η φράση-έκφραση μυρίζει μούχλα)
The something else, δεν υπάρχει, ανύπαρκτος.
Σλανγκιά παλαιάς κοπής για το «καταπληκτικό». Νομίζω ότι είναι πια μπαμπαδισμός.
Λέγεται για οτιδήποτε και για οποιονδήποτε.
Καλά ε, είσαι το κάτι άλλο!
(στσ: όλη αυτή η φράση-έκφραση μυρίζει μούχλα)
Got a better definition? Add it!
Κατά τον Τριανταφυλλο το λέμε «όταν απευθυνόμαστε σε κπ. που έχει πρόθεση να χτυπήσει κπ. άλλο ή να αγγίξει, συνήθ. γυναίκα, προσβάλλοντάς την».
Το λέμε όμως και γενικότερα, μεταφορικά για μια κατάσταση, ή κυριολεκτικά για ένα αντικείμενο κλπ.
Η υποφαινομένη, όταν ήταν μικρή, νόμιζε ότι της έλεγαν να πλησιάζει αντί να απομακρύνεται (κοντά=πλησίον...), γι' αυτό το νου σας μην την πατήσετε και σεις.
Συνώνυμα: μάζεψε τα χέρια σου, μαζέψου.
Got a better definition? Add it!
Λίγα λόγια για, στρίβε λόγια, ή, σε παραλλαγή: κοντά τα χέρια σου.
Δηλαδή μη λες πολλά γιατί την την έκατσες μεγάλε, θα σε ανασκολοπήσω.
Μάγκικη προειδοποίηση για όποιον παραφέρεται.
- Ναι καλά, είδα και τη μάνα σου τι κάνει...
- Ωωωωωωπ! Λίγα με τη μάνα μου.
Got a better definition? Add it!
Τα «ευχαριστώ». Όπως λέμε σπέκια, σόρια.
Δεν είναι μόνο το θένκι - τα θένκια, αλλά πάει και με το thank you το οποίο συχνάκις ακούγεται «θένκγια».
- Πω! και γαμώ τα κουρέματα! Σπέκια!
- Θένκια!
Got a better definition? Add it!
Με αφορμή ένα άρθρο από τον ιστότοπο του σλάνγκου συναδέλφου sarant, πρότεινα να γίνει μια καταγραφή των συνωνύμων της «μπαρούφας», ώστε να την ρίξω δωδαπανά στο σλανγκρ, με σκοπό να προστεθούν και άλλα, να γίνουν τα δέοντα λυνξ, κουτουλού κουτουλού.
Ο Σάραντ μου μάζεψε όσα πέρασαν από το σάιτ του (βλ. εδώ), προσέθεσα και μερικά δικά μας και ιδού.
Η καταγραφή εννοείται ότι, όπως γίνεται με όλα τα συγκεντρωτικά αυτά λήμματα, είναι ανοιχτή σε προσθήκες.
Στον αλφαβητικό αυτόν κατάλογο χωράει οποιοδήποτε συνώνυμο, σλανγκ ή μη, σημερινό ή όχι, μονολεκτικό ή περίφραση / έκφραση, σε ενικό ή πληθυντικό, ό,τι.
αεροκοπανίσματα
Σχετικά:
1. άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε
2. από την πόρτα σου περνώ...
3. άρτσι μπούρτσι και λουλάς
4. γκάου
5. ζαβαρακατρανέμια
6. καλά κρασιά
7. καλά, πιάσε μια Amstel
8. ό,τι θυμάται χαίρεται
9. ο,τινανισμός
10. ό,τι του φανεί, του Λωλοστεφανή
11. τον πούτσο κλαίγανε
12. του Κίτσου η μάνα κάθονταν
13. τρία πουλάκια κάθονται
14. ωραία φέτα
15. και το αυτοαναφορικό λημματολάσπη
«Σ' αγαπάω, αλλά
μη μου λες μπανταλά»
(από τραγούδι που ανέφερε χρήστης του μπλογκ του Σάραντ)
Got a better definition? Add it!
Κάποτε λεγόταν έτσι η Καλλιθέα (κατά τον Ηλία Πετρόπουλο τουλάστιχον).
Γενικά, ο όρος χρησιμοποιείται για την υποτίμηση και την υποβίβαση μια πόλης η οποία, απ' όλες τις απόψεις, μας κάνει τη ζωή δύσκολη (λες και η πόλη είναι κάτι μόνο του χωρίς τους κατοίκους, τεσπα).
Λογοπαίγνιο και με την Λιμνούπολη του Ντίσνεϋ.
- Τά 'μαθες; Ο Γιώργος και η Νίκη έφυγαν από Αθήνα, ζούνε τώρα στα Γκράβαρα και καλλιεργούν λαχανάκια.
- Όχι θα καθόντουσαν στη Σκατούπολη σαν και μας του μαλάκες.
Ποιά Μπουγατσαδούπολη; ΣΚΑΤΟΥΠΟΛΗ πρέπει να λέμε τη Θεσσαλονίκη!
(από μπλογκ)
Got a better definition? Add it!
Η κλίκα, το λόμπυ, η σφηκοφωλιά, το γκέτο κάποιων που μόνο γκέτο δεν βλέπουν να είναι, καθότι, συνήθως, πουλάνε την παραμύθα στους εαυτούς τους και στους απ' έξω ότι είναι άνθρωποι προοδευτικοί κουτουλούκουτουλού, καταλαβαίνετε τώρα.
Χαρακτηριστικά δείγματα παρεΐτσας: το ΚΚΕ ανάποδα, το λαμπρακιστάν, το εκδοτικό σινάφι γενικά, η γενιά του πολυτεχνείου γενικά... Ο παρεΐτσας Σαββόπουλος το είπε μόνος του ότι οι παρέες κάνουν ιστορία.
Να μη συγχέεται με το παρεάκι.
- Τι έγινε, εγκρίθηκε το κονδύλι;
- Μπααα...
- Γιατί; Αφού ο Χ τα πήρε τα λεφτά που ζήτησε με λιγότερο δυνατή πρόταση.
- Ε προφ είναι παρεΐτσα ο Χ.
τίτλος από άρθρο μπλογκ:
Κυριακή, 29 Αυγούστου 2010
Οι Γερμανοτσολιάδες της μεταπολίτευσης. Πώς η παρεΐτσα ρήμαξε την Ελλάδα.
από φόρουμ:
δε νομίζω κανείς να χαρακτήρισε “παρεΐτσα” όλους όσοι διαβάζουν την εφημερίδα που λες, επομένως ούτε και εσένα. “παρεΐτσα” ΒΓΑΖΕΙ την εφημερίδα. Η ίδια “παρεΐτσα” που εκθειάζει τους “οπαδούς” του ολυμπιακού για την προβατοφροσύνη τους (και που στον ελεύθερο χρόνο, τραβάμε και ένα στιλιάρι) , που χρόνια τώρα αντί να εστιάζει σε αυτά που λες επιτίθεται με μανία σε όποιον εκφέρει άλλη άποψη από αυτήν της παε και της “παρεΐτσας”. Η ίδια “παρεΐτσα” που μέτρησε κάποιες χιλιάδες κόσμου (8) στο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΣΥΛΛΑΛΗΤΗΡΙΟ ΓΙΑ ΜΗ ΠΟΛΙΤΙΚΟ/ΚΟΜΜΑΤΙΚΟ/ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟ ΣΚΟΠΟ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΓΙΝΕΙ ΠΟΤΕ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. Η ίδια “παρεΐτσα” που ανακαλύπτει συντονισμένους κι υποκινούμενους, πληρωμένους και στημένους από αντιπαναθηναϊκά άτομα, που …ε μωρέ τα φερε η τύχη και μας χτίζουν και το γήπεδο. Η “παρεΐτσα” που ΒΡΙΖΕΙ παλαιμάχους που δίδαξαν έναν Παναθηναϊκό, που ποτέ δε θα ζήσουν, θα μάθουν, και ποτέ δε θα απαιτήσουν.
Η “παρεΐτσα” που έχει αφεντικό, έχει “προστασία”. Η “παρεΐτσα” που βρίζει τους αντικειμενικούς, αλλά μωρέ φράγκα είναι και τώρα τα παίρνουμε και από δαύτους. Η ίδια “παρεΐτσα” φίλε tak pan που βάζει παιδάκια στο πρωτοσέλιδο, με τίτλο “να ποιοι είναι οι τσάτσοι του βαρδινογιάννη” μετά από το ματς με ηρακλή για να δημιουργήσει εντυπώσεις.
τι σε κόφτει λοιπόν εσένα αδερφέ; διάβασε εσύ όποια εφημερίδα θες, κι ας την βγάζει η “παρεΐτσα”. δε γα*ιέται;
Got a better definition? Add it!
= Πολύ θα το ήθελες, αλλά φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο.
Ειρωνική έκφραση-γείωση.
Χρησιμοποιείται και όταν θέλουμε να πούμε «όχι» (παρ. 1).
Σα να μου φαίνεται ότι πρέπει είναι έκφραση-παράγωγο της γυναικείας χειραφέτησης, δε μου ακούγεται σα να την πρωτοείπε άντρας.
- Έι, ψτ, μωρό, να σε πάρω μια Θεσσαλονίκη με τη νταλίκα;
- Θά 'θελες...
- Ευκαιρία σήμερα που δεν έχω πολλή δουλειά να την κοπανήσω μια ωρίτσα από το γραφείο να πάω στη Δεή να πληρώσω τον λογαριασμό μου.
- Θά 'θελες. Έχουν απεργία.
- Ρε παλιοκαργιόλη, άμα σε πιάσω θα σε κάνω λάσπη!
- Θά 'θελες!
Got a better definition? Add it!
Είναι τόσο μέσα στη ζωή μας που απέκτησαν ψυχή και ωσεκτουτού κλίνονται πια...
έμμεση ασίστ: vikar.
Ρε πστ δεν παίζεται αυτή η πουτσοχώρα, πρώτα ήρθε ο Οτές και μας έσκαψε τον δρόμο, μετά ήρθε το νερό, και τώρα σκάβουν οι υπάλληλοι της Δεής, γαμώ το φελέκι μου μέσα γαμώ, σαββατιάτικα με τα κομπρεσέρ...
Got a better definition? Add it!
Σλανγκίζω σημαίνει χρησιμοποιώ με σλανγκ τρόπο ή προσδίδω σλανγκ σημασία σε μια κατά τ' άλλα καθόλου σλανγκ λέξη ή έκφραση. Ωσεκτουτού, η περί ης ο λόγος λέξη λέμε ότι «σλανγκίζεται» (ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ρ. βάζω).
Το ρήμα σλανγκίζω και τα παράγωγά του (σλανγκιά, σλανγκισμός, σλανγκιστί, σλανγκάζ, σλανγκιστής), όσο ξέρω, πρωτοδιατυπώθηκαν εδώ μέσα.
Got a better definition? Add it!