The something else, δεν υπάρχει, ανύπαρκτος.

Σλανγκιά παλαιάς κοπής για το «καταπληκτικό». Νομίζω ότι είναι πια μπαμπαδισμός.

Λέγεται για οτιδήποτε και για οποιονδήποτε.

Καλά ε, είσαι το κάτι άλλο!

(στσ: όλη αυτή η φράση-έκφραση μυρίζει μούχλα)

Something Else by The Kinks, ένας δίσκος-σταθμός στην ιστορία του θρυλικού συγκροτήματος (από allivegp, 12/11/10)Απογυμνωνοντας το ρομνατικό περιτύλιγμα "εισαι το κάτι άλλο... ασύγκριτα μεγάλο, πολύ μεγάλο που έψαχνα να βρω" (από GATZMAN, 15/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Κατά τον Τριανταφυλλο το λέμε «όταν απευθυνόμαστε σε κπ. που έχει πρόθεση να χτυπήσει κπ. άλλο ή να αγγίξει, συνήθ. γυναίκα, προσβάλλοντάς την».

Το λέμε όμως και γενικότερα, μεταφορικά για μια κατάσταση, ή κυριολεκτικά για ένα αντικείμενο κλπ.

Η υποφαινομένη, όταν ήταν μικρή, νόμιζε ότι της έλεγαν να πλησιάζει αντί να απομακρύνεται (κοντά=πλησίον...), γι' αυτό το νου σας μην την πατήσετε και σεις.

Συνώνυμα: μάζεψε τα χέρια σου, μαζέψου.

  1. - Ωπ! Ωραίο εργαλείο, να παίξω λίγο;
    - Κοντά τα χέρια σου...

  2. - Ωραίο μουνάκι έχει γίνει η αδελφούλα σου, ε;
    - Λίγα με την αδελφούλα μου και κοντά τα χέρια σου μαλάκα, θα σου σκίσω τον κώλο, κανόνισε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λίγα λόγια για, στρίβε λόγια, ή, σε παραλλαγή: κοντά τα χέρια σου.

Δηλαδή μη λες πολλά γιατί την την έκατσες μεγάλε, θα σε ανασκολοπήσω.

Μάγκικη προειδοποίηση για όποιον παραφέρεται.

- Ναι καλά, είδα και τη μάνα σου τι κάνει...
- Ωωωωωωπ! Λίγα με τη μάνα μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα «ευχαριστώ». Όπως λέμε σπέκια, σόρια.

Δεν είναι μόνο το θένκι - τα θένκια, αλλά πάει και με το thank you το οποίο συχνάκις ακούγεται «θένκγια».

- Πω! και γαμώ τα κουρέματα! Σπέκια!
- Θένκια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Με αφορμή ένα άρθρο από τον ιστότοπο του σλάνγκου συναδέλφου sarant, πρότεινα να γίνει μια καταγραφή των συνωνύμων της «μπαρούφας», ώστε να την ρίξω δωδαπανά στο σλανγκρ, με σκοπό να προστεθούν και άλλα, να γίνουν τα δέοντα λυνξ, κουτουλού κουτουλού.

  2. Ο Σάραντ μου μάζεψε όσα πέρασαν από το σάιτ του (βλ. εδώ), προσέθεσα και μερικά δικά μας και ιδού.

  3. Η καταγραφή εννοείται ότι, όπως γίνεται με όλα τα συγκεντρωτικά αυτά λήμματα, είναι ανοιχτή σε προσθήκες.

  4. Στον αλφαβητικό αυτόν κατάλογο χωράει οποιοδήποτε συνώνυμο, σλανγκ ή μη, σημερινό ή όχι, μονολεκτικό ή περίφραση / έκφραση, σε ενικό ή πληθυντικό, ό,τι.

  5. αεροκοπανίσματα

  6. αερολογίες
  7. αηδίες
  8. ακριτολογίες
  9. ακριτομυθίες
  10. αλαμπουρνέζικα
  11. αμερικλανιές
  12. ανοησίες
  13. αντίδια (Χ. Κλυνν)
  14. άρες, μάρες, κουκουνάρες
  15. αρλούμπες
  16. αρτίδια
  17. αρκίδια
  18. αρχιδέες
  19. αρχίδια
  20. αρχίδια καλαβρέζικα
  21. αρχίδια Μιραλέικα
  22. αρχιδιές
  23. αρχιδιές καμαρωτές
  24. ασυναρτησίες
  25. ατοπίες
  26. αφέλειες
  27. βαλακείες
  28. βατταρισμοί
  29. βερμπαλισμοί
  30. βλακείες
  31. βλακεύματα
  32. βουρλισιές (κερκυραϊκό)
  33. γελοιότητες
  34. γκαβά
  35. γκαβομάρες
  36. εγκεφαλοκλάνι
  37. εύκαιρα, τα (ποντιακό)
  38. ηλιθιότητες
  39. ζαντά, τα (ποντιακό)
  40. ζεβζεκιές
  41. ιστορίες για αγρίους
  42. ιστορίες με φίδια
  43. και τα ρέστα παγωτά
  44. καμενιές
  45. κασμέρια (κοζανίτικο)
  46. κασμιρλίκια
  47. κενολογίες
  48. κλαπαρχιδιές
  49. κλαπαρχιδέλες
  50. κογιοναρίες (επτανησιακό)
  51. κολοκύθια τούμπανα
  52. κολοκύθια με τη ρίγανη
  53. κοτσάνες
  54. κουζουλάδες
  55. κούκου
  56. κοντραπαξιμάδια
  57. κουκουρουκιά
  58. κουκουρούκου μανταλάκια
  59. κουλά
  60. κουραφέξαλα
  61. κουρλά (Κεφαλλονιά, κουρλός= τρελός)
  62. κουταμάρες
  63. κουτουράδες
  64. κουφά
  65. κουφαμάρες
  66. κρετινισμοί
  67. Λασκολογίες
  68. λαφαζανιές (κυπριακό)
  69. λήροι
  70. ληρωδίες
  71. λωλάδες (Θάσος)
  72. μαβλακείες
  73. μακακίες
  74. μαλακίες
  75. μαλακίες στο πάτερο
  76. μα-μου ιστορίες
  77. μαρσίρες
  78. μασάλια
  79. ματαιολογίες
  80. μερελιές (Πατρινό)
  81. μερεμέτια
  82. μιναριές(Πατρινό)
  83. μουρλάδες
  84. μούφες
  85. μπαγκατέλες
  86. μπαλαφάρες
  87. μπανταλά, τα
  88. μπαπατάτες
  89. μπαρμπούτσαλα ή μπουρμπούτσαλα
  90. μπαρούφες
  91. μπίρι-μπίρι
  92. μπλα μπλα
  93. μπαρτζολέτες
  94. μπούρδες
  95. μπουρδολογίες
  96. μπουρμπουλήθρες
  97. μπούρου-μπούρου μαλακίες
  98. μπόφκες
  99. μωρία
  100. μωρολογίες
  101. ξεροκεφαλιές
  102. ξουρίες του μπαρμπέρη
  103. ό,τι νά 'ναι
  104. παλαβάδες
  105. παλαλά, τα
  106. παπάντζες (αγρινιώτικο)
  107. παπατζιλίκια
  108. παπαραλήρημα
  109. παπαρδέλες
  110. παπαριά καμαρωτή
  111. παπάρες
  112. παπάρια μέντολες / μάντολες
  113. παπαριές
  114. παπαριές μανίτσα μου
  115. παπαρολογίες
  116. παπαρούπες
  117. παραλογισμοί
  118. παραμυθιάσματα
  119. παρλαπίπες
  120. πατάτες
  121. πέη πουά
  122. πελάρες (κυπριακό, λαλώ πελάρες)
  123. περικοκλάδες
  124. πίπες
  125. πίτσες μπλε
  126. πομφόλυγες
  127. πούτσες μάλλινες
  128. πούτσες μπλε
  129. πουτσίδια
  130. ρουβάδες
  131. σαχλαμάρες
  132. σαχλαμπούχλες
  133. σάχλες
  134. σαψαλίκια
  135. σεντίνες
  136. σερσεμιές
  137. σιουφίνες (γιαννιώτικο)
  138. σκουπίδια
  139. σούξου μούξου
  140. σούξου μούξου μανταλάκιακαι τα ρέστα καραμέλες
  141. σοφιστείες
  142. τούβλα
  143. τον πούτσο κλαίγανε
  144. τρίχες
  145. τρίχες κατσαρές
  146. τρίχες κατσαρές και μαλλοβάμβακες
  147. τσαμπουνίσματα
  148. τσουμτσούκια
  149. τσούτσες
  150. ύθλοι
  151. φαντασιοκοπήματα
  152. φληναφήματα
  153. φλήναφοι
  154. φούμαρα
  155. φούσκες
  156. χαζά
  157. χαζολογήματα
  158. χαζομάρες
  159. χειρηλασίες
  160. χοντράδες
  161. χοντροκοπιές
  162. ψευτιές

Σχετικά: 1. άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε
2. από την πόρτα σου περνώ...
3. άρτσι μπούρτσι και λουλάς
4. γκάου
5. ζαβαρακατρανέμια
6. καλά κρασιά
7. καλά, πιάσε μια Amstel
8. ό,τι θυμάται χαίρεται
9. ο,τινανισμός
10. ό,τι του φανεί, του Λωλοστεφανή
11. τον πούτσο κλαίγανε
12. του Κίτσου η μάνα κάθονταν
13. τρία πουλάκια κάθονται
14. ωραία φέτα
15. και το αυτοαναφορικό λημματολάσπη

«Σ' αγαπάω, αλλά
μη μου λες μπανταλά»

(από τραγούδι που ανέφερε χρήστης του μπλογκ του Σάραντ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποτε λεγόταν έτσι η Καλλιθέα (κατά τον Ηλία Πετρόπουλο τουλάστιχον).

Γενικά, ο όρος χρησιμοποιείται για την υποτίμηση και την υποβίβαση μια πόλης η οποία, απ' όλες τις απόψεις, μας κάνει τη ζωή δύσκολη (λες και η πόλη είναι κάτι μόνο του χωρίς τους κατοίκους, τεσπα).

Λογοπαίγνιο και με την Λιμνούπολη του Ντίσνεϋ.

  1. - Τά 'μαθες; Ο Γιώργος και η Νίκη έφυγαν από Αθήνα, ζούνε τώρα στα Γκράβαρα και καλλιεργούν λαχανάκια.
    - Όχι θα καθόντουσαν στη Σκατούπολη σαν και μας του μαλάκες.

  2. Ποιά Μπουγατσαδούπολη; ΣΚΑΤΟΥΠΟΛΗ πρέπει να λέμε τη Θεσσαλονίκη!
    (από μπλογκ)

Καλλιθιώτισσα τσακίστρα (1940 Γ. Καρίπης - Σ. Παγιουμτζής) (από HODJAS, 10/11/10)(από Δημήτρης Αρναούτης Οικονομάκης, 29/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Η κλίκα, το λόμπυ, η σφηκοφωλιά, το γκέτο κάποιων που μόνο γκέτο δεν βλέπουν να είναι, καθότι, συνήθως, πουλάνε την παραμύθα στους εαυτούς τους και στους απ' έξω ότι είναι άνθρωποι προοδευτικοί κουτουλούκουτουλού, καταλαβαίνετε τώρα.

Χαρακτηριστικά δείγματα παρεΐτσας: το ΚΚΕ ανάποδα, το λαμπρακιστάν, το εκδοτικό σινάφι γενικά, η γενιά του πολυτεχνείου γενικά... Ο παρεΐτσας Σαββόπουλος το είπε μόνος του ότι οι παρέες κάνουν ιστορία.

Να μη συγχέεται με το παρεάκι.

  1. - Τι έγινε, εγκρίθηκε το κονδύλι;
    - Μπααα...
    - Γιατί; Αφού ο Χ τα πήρε τα λεφτά που ζήτησε με λιγότερο δυνατή πρόταση.
    - Ε προφ είναι παρεΐτσα ο Χ.

  2. τίτλος από άρθρο μπλογκ:
    Κυριακή, 29 Αυγούστου 2010
    Οι Γερμανοτσολιάδες της μεταπολίτευσης. Πώς η παρεΐτσα ρήμαξε την Ελλάδα.

  3. από φόρουμ:
    δε νομίζω κανείς να χαρακτήρισε “παρεΐτσα” όλους όσοι διαβάζουν την εφημερίδα που λες, επομένως ούτε και εσένα. “παρεΐτσα” ΒΓΑΖΕΙ την εφημερίδα. Η ίδια “παρεΐτσα” που εκθειάζει τους “οπαδούς” του ολυμπιακού για την προβατοφροσύνη τους (και που στον ελεύθερο χρόνο, τραβάμε και ένα στιλιάρι) , που χρόνια τώρα αντί να εστιάζει σε αυτά που λες επιτίθεται με μανία σε όποιον εκφέρει άλλη άποψη από αυτήν της παε και της “παρεΐτσας”. Η ίδια “παρεΐτσα” που μέτρησε κάποιες χιλιάδες κόσμου (8) στο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΣΥΛΛΑΛΗΤΗΡΙΟ ΓΙΑ ΜΗ ΠΟΛΙΤΙΚΟ/ΚΟΜΜΑΤΙΚΟ/ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟ ΣΚΟΠΟ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΓΙΝΕΙ ΠΟΤΕ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. Η ίδια “παρεΐτσα” που ανακαλύπτει συντονισμένους κι υποκινούμενους, πληρωμένους και στημένους από αντιπαναθηναϊκά άτομα, που …ε μωρέ τα φερε η τύχη και μας χτίζουν και το γήπεδο. Η “παρεΐτσα” που ΒΡΙΖΕΙ παλαιμάχους που δίδαξαν έναν Παναθηναϊκό, που ποτέ δε θα ζήσουν, θα μάθουν, και ποτέ δε θα απαιτήσουν.
    Η “παρεΐτσα” που έχει αφεντικό, έχει “προστασία”. Η “παρεΐτσα” που βρίζει τους αντικειμενικούς, αλλά μωρέ φράγκα είναι και τώρα τα παίρνουμε και από δαύτους. Η ίδια “παρεΐτσα” φίλε tak pan που βάζει παιδάκια στο πρωτοσέλιδο, με τίτλο “να ποιοι είναι οι τσάτσοι του βαρδινογιάννη” μετά από το ματς με ηρακλή για να δημιουργήσει εντυπώσεις.

τι σε κόφτει λοιπόν εσένα αδερφέ; διάβασε εσύ όποια εφημερίδα θες, κι ας την βγάζει η “παρεΐτσα”. δε γα*ιέται;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

= Πολύ θα το ήθελες, αλλά φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο.

Ειρωνική έκφραση-γείωση.

Χρησιμοποιείται και όταν θέλουμε να πούμε «όχι» (παρ. 1).

Σα να μου φαίνεται ότι πρέπει είναι έκφραση-παράγωγο της γυναικείας χειραφέτησης, δε μου ακούγεται σα να την πρωτοείπε άντρας.

  1. - Έι, ψτ, μωρό, να σε πάρω μια Θεσσαλονίκη με τη νταλίκα;
    - Θά 'θελες...

  2. - Ευκαιρία σήμερα που δεν έχω πολλή δουλειά να την κοπανήσω μια ωρίτσα από το γραφείο να πάω στη Δεή να πληρώσω τον λογαριασμό μου.
    - Θά 'θελες. Έχουν απεργία.

  3. - Ρε παλιοκαργιόλη, άμα σε πιάσω θα σε κάνω λάσπη!
    - Θά 'θελες!

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι τόσο μέσα στη ζωή μας που απέκτησαν ψυχή και ωσεκτουτού κλίνονται πια...

έμμεση ασίστ: vikar.

Ρε πστ δεν παίζεται αυτή η πουτσοχώρα, πρώτα ήρθε ο Οτές και μας έσκαψε τον δρόμο, μετά ήρθε το νερό, και τώρα σκάβουν οι υπάλληλοι της Δεής, γαμώ το φελέκι μου μέσα γαμώ, σαββατιάτικα με τα κομπρεσέρ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκίζω σημαίνει χρησιμοποιώ με σλανγκ τρόπο ή προσδίδω σλανγκ σημασία σε μια κατά τ' άλλα καθόλου σλανγκ λέξη ή έκφραση. Ωσεκτουτού, η περί ης ο λόγος λέξη λέμε ότι «σλανγκίζεται» (ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ρ. βάζω).

Το ρήμα σλανγκίζω και τα παράγωγά του (σλανγκιά, σλανγκισμός, σλανγκιστί, σλανγκάζ, σλανγκιστής), όσο ξέρω, πρωτοδιατυπώθηκαν εδώ μέσα.

  1. Άλλη μια αγγλική λέξη, call-girl, που στα ελληνικά σλανγκίζεται με άλλη σημασία = το κορίτσι που δίνει κώλο.
    (από τον ορισμό του λήμματος κωλ-γκερλ).

  2. Λόγω του στρογγυλού σχήματος και της οπής στο κέντρο, το κουλούρι σλανγκίζεται ως: (ακολουθεί ο ορισμός της λέξης κουλούρι).

  3. Το σλανγκίζειν εστί φιλοσοφείν

Got a better definition? Add it!

Published