Νά 'μαι και γωωωωω... Ήρθα, γεια σας, νά 'μαι και πάλι.

Μωρουδοσλάνγκ την οποία ασπάζεται και ο ενήλιξ.

- Τσα!
- Ωπ! Πού 'σουνα συ και σε μελετάγαμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το είδος γυναίκας που γεννάει τον πούστη. Για την ακρίβεια δεν τον γεννάει, καθότι είμαι της γνώμης ότι ο πούστης δεν γεννιέται αλλά γίνεται. Απλώς, το έρμο το αγοράκι της, που-στα χέρια της μεγάλωσε και πόνεσε και μάτωσε, ε, πούστεψε τελικά. Και τις περισσότερες φορές έγινε και παλιόπουστα, απεχθής ακόμα και (για να μην πω ιδίως) στον κύκλο των ομοφυλοφίλων.

Οι γυναίκες αυτές είναι γυναίκες-στρατηγοί, χοντρές και μετρίου αναστήματος, με φαρδιές πλάτες, θηριώδες βυζί, βαρύ βηματισμό, χέρια-κουπιά, κοντό μαλλί, εξαιρετικά βγαλμένο φρύδι, χρυσαφικό τίγκα, τσατσομπουρδελέ μακιγιάζ, σκιστό και ύπουλο μάτι. Οι γιοί τους είναι φτυστοί με τις μάνες τους (άμα δεις τη μάνα, ξέρεις πώς είναι ο γιος και τ' ανάποδο).

Η εικόνα αυτή αφορά κυρίως γυναίκες που σήμερα είναι περί τα εξήντα, με γιους σαραντάρηδες (τους κάναν και νέες, βλέπετε) ή τριαντάρηδες έστω. Η πουστομάνα του μέλλοντος πιθανόν να μην είναι τόσο διακριτή.

Μια τέτοια περίπτωση, αλλά όχι τόσο τσατσέ, ούτε τόσο αυταρχικέ, είναι η Συμπεθέρα των μικρών Μήτσων.

Να με συχωρήσουνε για άλλη μια φορά οι γκέι φίλοι μου, αλλά και όσες μαμάδες μοιάζουν με αυτά τα τέρατα αλλά δεν είναι.

- Πώς πάει με τον καινούργιο;
- Ξέρω και γω... γνώρισα τυχαία τη μάνα του... Πουστομάνα τελείως... Λες να έχω πέσει σε κανα γκέουλα που δεν του φαίνεται;

Ο Κραουνάκης για την σχέση με την πουστομάνα στις πρώτες στροφές, δυστυχώς δεν βρήκα το πρωτότυπο με Μαρίνο... (από Khan, 14/10/09)Άλλο ένα τραγούδι που περιγράφει συμπεριφορά πουστομάνας, διόλου τυχαία από τον Μέρκιουρι. (από Khan, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψευδο-αυθεντία. Το να παρουσιάζεται κάποιος ως αυθεντία στο είδος του με σκοπό να προσελκύει θαυμαστές, οπαδούς και «μαθητές», χωρίς βεβαίως να το αξίζει, ίσα-ίσα το αντίθετο.

Πρακτική την οποία χιλιάδες άσημοι ή διάσημοι τσαρλατάνοι έχουν εφαρμόσει με εξαιρετική επιτυχία από τις απαρχές του ανθρώπινου πολιτισμού. Πρακτική η οποία δεν πρόκειται ποτέ των ποτών να εκλείψει, όσο ο άνθρωπος είναι εξαρτημένος από την έννοια του (όποιου) Πατέρα, δηλαδή κάποιου ανώτερου, από τον οποίον εξαρτάται η μοίρα του και η σωτηρία του σώματος, την τσέπης του ή της ψυχής του. Και στην εξάρτηση αυτή, η γνώση και η παιδεία δεν βοηθάνε παρά ελάχιστα, δυστυχώς.

Για να πουλήσεις γκουριλίκι, πρέπει να κάνεις τα εξής:

α. Να μην το πουλήσεις. Δηλαδή να μη φαίνεται ότι έχεις κάποιο κέρδος απ' όλη αυτή την ιστορία (οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό, προσωπικό –τόνωση του Εγώ– κλπ). Ίσα-ίσα, να δίνεις την εντύπωση ότι το κάνεις Μόνο για το καλό του άλλου, επειδή τον νοιάζεσαι και είσαι δω γι' αυτόν.

β. Να βρεις τι ακριβώς «ζητάει ο κόσμος». Να εξετάσεις πολύ καλά τον περίγυρό σου και να ξεκινήσεις απ' αυτόν. Σιγά-σιγά, αφού έχεις κάνει ένα άλφα όνομα, ανοίγεις τον κύκλο σου.

γ. Να παρουσιαστείς ως προφήτης της όποιας αλλά μοναδικής αλήθειας στον τομέα που «εκπροσωπείς» (θρησκεία, οικονομία, πολιτική, ιατρική, άστρα, στη δουλειά σου, στην τέχνη σου, σε οτιδήποτε). Εδώ θέλει κάποια προσοχή: πρέπει ο-πωσ-δήποτε να ακουμπά η ψευδο-θεωρία σου όχι μόνο στις εκάστοτε ανάγκες του κόσμου, αλλά και σε κάτι που είναι, αντικειμενικά, σωστό, ορθό, σοφό, βαθύ, δουλεμένο από την ανθρώπινη σκέψη, γνωστό σε όλους, κλπ. Αλλιώς δεν θα πιάσει το ποτ-πουρί που ετοιμάζεις. Επίσης, το ψήγμα πραγματικής αλήθειας που περιλαμβάνει η μπούρδα σου, πρέπει, παρότι γνωστό σε όλους, να είναι και δυσερεύνητο. Πρέπει να είσαι πέρα για πέρα σίγουρος και να επαφίεσαι στην τεμπελιά ή στη δυσχέρεια του άλλου να κάτσει να ψάξει σε βάθος την σχέση που έχουν οι κοτσάνες σου με τις 1-2 ξαναμασημένες σοφές κουβέντες που αμολάς.

δ. Να εστιάσεις την απόδειξη της «αλήθειας» αυτής σε ένα φαινόμενο σπάνιο, αξιοπρόσεχτο, εξαιρετικό, ασύγκριτο, το οποίο σε χαρακτηρίζει. Αυτό μπορεί να είναι είτε φτιαχτό (σικέ) ή πραγματικό: κάποιο θαύμα, κάποιο στυλ, κάποιο σωματικό ελάττωμα ίσως, κάτι μικρό αλλά ξεχωριστό. Αυτομάτως τότε, όλοι θα συνδυάσουν μέσα στο ηλίθιο (= εξαρτημένο) μυαλό τους την εικόνα του στοιχείου αυτού με τα λόγια «αληθείας» που εκφέρεις –και σιγά-σιγά θα πάψουν να επιτρέπουν στη λογική να παρεμβαίνει.

ε. αμέσως μετά, πρέπει να εκμηδενίσεις με το γάντι (= με πατρικό, πλην αλλ' όμως εξαιρετικά απαξιωτικό ύφος) τις όποιες πραγματικές –άρα επικίνδυνες για να αποκαλυφθείς– γνώσεις αυτών που προστρέχουν σε σένα. Μπορεί να είναι ικανότεροι από σένα, είναι το πιο πιθανό. Όμως, για χ λόγους, έχουν την ανάγκη σου. Άρα τους έχεις στο χέρι. Είναι εύκολο λοιπόν να τους αναιρέσεις στα ίδια τους τα μάτια. Όλοι είμαστε λίγο ή πολύ του ενοχικού, άρα με το που θα μας κομπλάρει κάποιος λέγοντάς μας ότι οι απόψεις μας είναι αποτέλεσμα προσωπικής αδυναμίας και ανασφάλειας και όχι αληθινές γνώσεις, τσιμπάμε και υποτασσόμαστε σε αυτόν που «ξέρει».

στ. Τέλος, να επεκτείνεις την επιρροή σου και προς τους εχθρούς σου, έχοντας ανακαλύψει πρώτα το ευαίσθητο σημείο τους και κάνοντας πάλι τα ίδια.

Γκουριλίκι έχουν πουλήσει πολιτικοί, στοχαστές, καθηγητές, θρησκευτικοί εκπρόσωποι, αλλά και καθημερινοί άνθρωποι που φουσκώνουν το προφίλ τους στα μάτια του άλλου όσο δεν πάει. Το γκουριλίκι είναι αποτέλεσμα προσωπικού κόμπλεξ και απωθημένου προς τους άλλους, σε συνδυασμό με την ικανότητα που έχεις (αλλιώς δεν παίζει) να «διαβάζεις» τον άλλον σαν ανοιχτό βιβλίο και την γερή σου μνήμη (= συσσώρευση πληροφοριών).

Στις αρχές του γκουριλικίου έχει βασιστεί η προπαγάνδα (πολιτική, θρησκευτική), η λαοπλάνη, η διαφήμιση, οι λυκοφιλίες, διανοητικά, καλλιτεχνικά, στοχαστικά ρεύματα και τάσεις, τέσπα ένα τεράστιο μέρος του ανθρώπινου πολιτικού και πολιτιστικού οικοδομήματος. Ανάλογα με τις επιταγές των εποχών, το γκουριλίκι προσαρμόζεται. Στις μέρες μας, για παράδειγμα, κατά τις οποίες ο ορθολογισμός έχει κλονιστεί γιατί έχει κατηγορηθεί για πολλά εγκλήματα και όλοι σπεύδουμε να πειστούμε από αυτή την μισή αλήθεια, το γκουριλίκι εξυπηρετεί τους Σωτήρες της κοινωνίας και της ψυχής, για άλλη μια φορά. Έτσι λοιπόν ανθούν οι ακροδεξιές και τα μεταφυσικά, το «παραδοσιακό» και το «εσωτερικό», και πάει λέγοντας, ενώ οι άλλες αξίες (αριστερά, διανόηση, οικολογία, ψυχολογία, τέχνη, επιστήμη, η ουσία της παράδοσης, ο πατριωτισμός –και όχι ο εθνικισμός) προσφεύγουν επίσης σε γκουριλίκι, γιατί από μόνα τους δεν έπεισαν και πολύ...

Και αυτό είναι το κακό: το γκουριλίκι αντιμετωπίζεται με γκουριλίκι, πρώτον γιατί και οι ρομαντικοί ξυπνήσανε και γίνανε πονηροί, δεύτερον γιατί το να πατάξεις κάτι την σήμερον είναι ταμπού και σε ταυτίζει μια κι έξω με την Ιερά Εξέταση στην καλύτερη των περιπτώσεων, τρίτον και σημαντικότερο γιατί όλ' αυτά τα σοφά ξέρουν να τα λένε πρώτοι οι ανίκανοι που πουλάνε ακριβώς αυτό το γκουριλίκι, άρα ποιον ν' ακούσεις. Πιάσ' τ' αυγό και κούρεφ' το λοιπόν...

Τέλος, γκουριλίκι είναι και το να αγοράζεις γκουριλίκι. Το να πιστεύεις σε αυτούς τους τσαρλατάνους, δηλαδή.

Στην ιστορία του δυτικού κόσμου, η πρώτη μεγάλη εποχή γκουριλικίου έσκασε την εποχή των σοφιστών. Μετά ήρθε ο χριστιανισμός. Και μετά οι ιδεολογίες κάθε είδους. Σήμερα έχουμε λίγο απ' όλ' αυτά + ψυχανάλυση + εναλλακτικά + οριενταλισμό + οικολογία + επιστήμη + υπερμεταφυσικά. Εννοείται ότι τα περισσότερα από τα προαναφερθέντα είναι αξίες που πατάνε σε γερές βάσεις, άσχετα αν μας βρίσκουν σύμφωνους ή όχι. Η πρακτική τους εφαρμογή όμως όταν πέφτουν σε χέρια τσαρλατάνων είναι αυτό που λέω γκουριλίκι. Και τσαρλατάνοι είναι όλοι όσοι τα έπιασαν στο στόμα τους μετά από τον πρώτο που μίλησε γι' αυτά.

  1. - Μαλάκα, τον χάνουμε τον Στέλιο...
    - Τι παίχτηκε;!
    - Έχει μπλέξει με κάτι μουσικούς που ψάχνουν άλλους τρόπους εκτέλεσης των οργάνων, αντισυμβατικούς και πρωτοποριακούς, και μ' αυτό, λέει, συμβολίζουν και επιδιώκουν την παγκόσμια συμφιλίωση και τον αφοπλισμό και άλλες τέτοιες πούτσες... Και μαζεύονται όλοι μια φορά τη βδομάδα σε κάτι γιάφκες και παίζουν με κατάνυξη, και ένα πουσουκού το μήνα πάνε στα βουνά να παίξουν μέσα στη φύση, γάμησέ τα σου λέω...
    - Και ποιος πούστης τους πουλάει αυτά τα γκουριλίκια;
    - Ένας τσελίστας από τη Νορβηγία.
    - Ποιος, αυτός που παίζει φορώντας μανδύες;

  2. - Μαλάκα, ο Τάκης είναι θεός, δεν το συζητάω! Ξέρει τόσα πράγματα ο πούστης! Για όποιο πράμα και να του μιλήσεις έχει να σου αραδιάσει τσουβάλια ατάκες και γνώσεις και βιβλία, δεν παλεύεται το άτομο, πόσα ξέρει! Πότε πρόλαβε και τα έμαθε όλ' αυτά!
    - Ξεκόλλα ρε, φτύσ' τ' αγκίστρι!
    - Δηλαδή;
    - Ε έχει ακούσει κάνα δυο πράγματα για 5 ονόματα και σου τα αραδιάζει για να σε ψαρώσει.
    - Και πού το ξέρεις εσύ;...
    - Ε κάτι παραπάνω ξέρω από δαύτον, μη βλέπεις όμως που δεν μιλάω και δεν πουλάω γκουριλίκια εγώ...
    - Ρε μαλάκα, τρία διδακτορικά έχει το άτομο, με δουλεύεις;
    - Σιγά μην είχε τέσσερα σαν τη Μάρα Μεϊμαρίδη...

mes... (από BuBis, 14/10/09)ελα, πλάκα κάνουμε! (από BuBis, 14/10/09)

Βλέπε και σενσέι, γκοσού, ίμπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Πάω κάποιον καροτσάκι»: τον αναγκάζω να ακολουθήσει τον ρυθμό μου.

Η έκφραση χρησιμοποιείται πρωτίστως στο οδήγημα, όταν έχεις μπροστά σου κάποιο όχημα που πάει αργά και το οποίο είναι αδύνατο να προσπεράσεις, άρα σου επιβάλλει την ταχύτητά του και είναι σα να σε σέρνει πίσω του, σα να είσαι (σ)το καροτσάκι του.

Μπορεί όμως και να είναι θετικό, δηλ. το προπορευόμενο όχημα να σε βγάλει από μια δύσκολη θέση, αν εκμεταλλευτείς το γεγονός ότι σε καλύπτει.

Πέρα από το οδήγημα, μεταφορικά σημαίνει ότι κάνω κάποιον ό,τι θέλω, τον κατευθύνω όπως εγώ νομίζω.

  1. - Αργήσατε...
    - Ε, ήταν ένας μαλάκας φορτηγατζής μπροστά μας σε όλη τη διαδρομή, δέκα αυτοκίνητα από πίσω του, δεν άφηνε κανέναν να περάσει, καροτσάκι μας πήγε ο καργιόλης...

  2. - Γρήγορα ήρθατε!
    - Ήμασταν τυχεροί, κολλήσαμε πίσω από το λεωφορείο της γραμμής και μας έφερε καροτσάκι εδώ, δεν χαθήκαμε πουθενά.

  3. - Τι λέει ο νέος διευθυντής;
    - Μεγάλο λαμόγιο. Καροτσάκι θα μας πάει αυτός, πού να του πάμε κόντρα, όλους τους έχει αγοράσει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δέλεαρ.

Υποτίθεται ή αληθεύει ότι ο γάιδαρος, που τόσα πολλά έχει υποστεί σε αυτή την άδικη πλάση και που τον πετάνε στον γκρεμό όταν πια δεν τους κάνει, δελεάζεται με ένα καροτάκι, το οποίο ο αναβάτης τού κρεμά μπροστά στη μουσούδα και το οποίο ποτέ δεν καταφέρνει να φτάσει (αφού καροτάκι, αναβάτης και γάδαρος κινούνται ταυτόχρονα). Έτσι λοιπόν ο ο παντέρμος αναγκάζεται να κινείται, νομίζοντας ότι κάποτε θα το τσακώσει. Τεσπα, το κινέζικο αυτό βασανιστήριο είναι τουλάχιστον σωματικά ανώδυνο, σε σχέση με τις κλωτσιές και άλλα χειρότερα.

Ελλείψει πειθούς λοιπόν, και ελλείψει εσωτερικής δύναμης ώστε να επιτευχθούν οι όποιοι βραχυμεσομακροπρόθεσμοι στόχοι μας, χρειαζόμαστε συχνά-πυκνά, για να μην πω πάντα, κάτι σαν καροτάκι στη ζωή μας. Έτσι πέρασε η λέξη και στα άλλα γαϊδούρια, στα δίποδα.

Καροτάκι μπορεί να είναι ένας καλός βαθμός (γκουχ-γκουχ...), ένα μπόνους, ένα πριμ, ένα βραβείο, μια βαρβάτη υπόσχεση, μια θέση, κάτι σε δόξα ή χρήμα συνήθως, το οποίο θα μας κάνει να ξεκουνηθούμε και να δράσουμε προς όφελός μας, υποτίθεται. Η μέθοδος καροτάκι καλά κρατεί. Γιατί, στην ουσία, το καροτάκι λειτουργεί σαν υπόσχεση χαδιού. Και κανείς δεν είναι υπεράνω αυτού. Ούτε ο θεός, για όσους πιστεύουν σ' αυτόν.

Από μία άποψη, είναι συνώνυμο της με το παραμύθιασμα, όταν το θέτουμε οι ίδιοι στον εαυτό μας.

Ε ρε σπρώξιμο που θες εσύ... Χωρίς καροτάκι δεν κουνιέσαι με τίποτα! Ωραία... Λοιπόν, άμα σου τάξω να φάμε το βράδυ έξω, θα πας εσύ στο σουπερμάρκετ σήμερα;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κατασκευαστής ιστοσελίδων / ιστοτόπων. Αυτός ο αξιοζήλευτα χρήσιμος άνθρωπος των ημερών μας.

Από το αγγλικό site, βεβαίως βεβαίως.

- Γεια σου Μιχαλάκη μαααας... Τι κάνει το καλό το παιδί;
- Καλά.
- Μεγάλωσες, ομόρφυνες, φτυστός ο πατέρας σου έγινες.
- ...
- Και δε μου λες, Μιχάλη μου, δουλεύεις τώρα, εργάζεσαι;
- Ναι.
- Και τι δουλειά κάνεις;
- Στήνω ιστοσελίδες.
- Τι κάνεις;!
(πετιέται ο αδελφός)
- Σαϊτάς είναι ρε θεία, σα-ϊ-τάς!
- ...

Got a better definition? Add it!

Published

Πρόκειται για τα περίεργα αυτά παπούτσια (από σανδάλια μέχρι μπότες) που οφείλουν την ονομασία τους στην τεράστια σόλα τους, την μονοκόμματη, άκαμπτη και πολύ μεγάλου πάχους, που θυμίζει την μη σλανγκ πλατφόρμα (εξέδρα, αποβάθρα κλπ), δηλ. ένα τεράστιο επίπεδο, τσιμεντένιο, βαρύ κι ασήκωτο μονομπλόκ.

Τα παπούτσια πλατφόρμες έχουν ιδιαίτερη ιστορία. Η πρώτη τους μορφή έσκασε μύτη στα αρχαία ελληνικά χρόνια (κόθορνοι), χρησιμοποιήθηκαν κατόπιν στην Βενετία τον 16ο αιώνα όπου έφτασαν μέχρι τα 60 εκατοστά περικαλώ, υπάρχουν και σε άλλους πολιτισμούς εξαπανέκαθεν (Ιαπωνία, Κίνα, αρχαία Ρώμη) και επανήλθαν στην Ευρώπη τον 18ο αιώνα. Από τότε όλο και ξαναβγαίνανε στη μόδα, μέχρι που, η δεκαετία του 70, με την γενιά των λουλουδιών, τα κατέστησε σύμβολο της χειραφετημένης γυναίκας («Giovanni, scrive puttana», βλ. σχόλια εδώ) και των γκλαμ ροκ αστέρων ή άλλων (David Bowie, KISS, Elton John, Marilyn Manson, Spice Girls, Prince).

Το υλικό κατασκευής της πλατφόρμας είναι από φελλό (ω μνήμες...), ξύλο, πλαστικό.

από Βίκυ, εδώ και εδώ

Ακολουθεί υποκειμενικός ορισμός...

Όπως λέει και ένας φίλτατος συσλανγκιστής που δεν θέλησε να αποκαλυφθεί: «Δεν ανέλαβες λήμμα. Ανέλαβες την θανατική καταδίκη της πίστης σου στην ύπαρξη κόσμου πέρα από τα φαινόμενα...»

Ο δε νονός του λήμματος, Πάτσης, έφη: «Είδος γυναικείου παπουτσιού. Λήμμα που δεν προσφέρεται για πολλά αστεράκια, επομένως ζητείται κατά προτίμηση σλανγκίστρια με ισχυρό αίσθημα καθήκοντος και αυταπάρνηση».

Ναι, δεν ήταν όμως μόνο θέμα καθήκοντος και αυταπάρνησης, κυρίες και κύριοι. Είναι ότι η υποφαινομένη γεννήθηκε την εποχή τής πλατφόρμας (ε, κει κοντά). Είναι ότι πρωτο-είδε με τα μάτια της τον κόσμο μέσα από το φριχτό φελλένιο πέδιλο της μαμάς τού παιδικού της φίλου, πρώτα το παπούτσι και μετά η μαμά, αυτομάτως χαρακτηρίστηκε η μαμά τού μικρού Νικόλα (ναι έτσι τονε λέγανε) στο μυαλό τής υποφαινομένης ως κάτι το μη πρέπον, δεν υπήρχαν ακόμα όλα τα λόγια σε κείνη την ηλικία βλέπετε, δεν υπήρχε το σλανγκρ αγαπητοί, δεν ήταν ζωή αυτή, πώς να μιλήσεις και να πεις τι νιώθεις για το πατούμενο αυτό και τα όλα όσα έφερε πάνω του...

Η μοίρα του καημένου του Νικόλα ήταν προδιαγεγραμμένη και το φελλένιο αυτό πράμα τον κλώτσησε μακριά μια μέρα και τον πέταξε στις αγκαλιές των παππούδων του γιατί και ο πατέρας είχε πάει για τσιγάρα - και η υποφαινομένη έχασε τον παιδικό της φίλο, όλ' αυτά για ένα παπούτσι, για μία πλατφόρμα.

Και μετά το πράμα ξεχάστηκε και ξαφνικά ήρθαν τα ενενήντας και νά 'σου πάλι το παπούτσι αυτό στις βιτρίνες...

Και μετά ήρθε το σλανγκρ και η επιταγή του νονού-Πάτση. Πώς να μην αναλάβω λοιπόν αυτή την παιδική εικόνα... Κι απ' ό,τι ψυχανεμίζομαι, πολλούς στιγμάτισε η πλατφόρμα. Και τους φέροντες αυτήν και τους υποφέροντες (από) αυτήν.

- Μωρό μου, δες τι παπούτσια αγόρασα σήμερα... Πλατφόρμεεεεεεεες, γιές! Ξαναγίνανε της μόδας!!!!!!
- (ΓΚΝΤΟΥΠ!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φτυσιά, το φλέγμα, το προϊόν του «χα-Φτού!», συνήθειο το οποίο ακόμα κάποιοι, κυρίως μεγάλης ηλικίας, διατηρούν. Υγιεινό, δε λέμε (δεν κάνει να καταπίνουμε το φλέγμα, ιδιαίτερα άμα είναι πυώδες, πχ από αμυγδαλίτιδα, γιατί το πύον βλάπτει μακροπρόθεσμα τα νεφρά και την καρδιά), αλλά ακόμα κι αν το κάνεις σε χαρτομάντηλο και δεν πετάς τη χλεμπόνα σου στον δρόμο μπροστά στον άλλον που περνάει (πχ επιδεικτικά-φαλλοκρατικά μπροστά σε μια γυναίκα), δεν παύει να είναι μια από τις πιο αηδιαστικές σωματικές εκκενώσεις. Λέω καλύτερα να μην περιγράψω το χρώμα και την υφή της, όλοι τα γνωρίζουμε καλά καθότι, όσο πιο πίσω πάμε στον χρόνο, τόσο θυμόμαστε τα αθηναϊκά (τουλάχιστον) πεζοδρόμια γεμάτα από δαύτες...

Η χλεμπόνα είναι αφιέρωση-στάση ζωής κάποιων που το παίζουν (ή είναι) μάγκες, αλήτρες, περιθωριακοί. Δηλώνει απόρριψη των πάντων. Και πάντως του κατεστημένου και του σαβούρα-βιβρ.

Η λέξη σημαίνει το παραγινωμένο αγγούρι (Τριανταφυλλίδης έφη), αλλά κττμγ δένει με το όλο πράμα καθότι το χλ- θυμίζει τον ήχο που κάνουμε όταν εκ βαθέων φτύνουμε...

Βλ. και χλεμπονιάρης, χλέπα, χλέμπουρας

- Πώς τα πέρασες χθες με τον καινούργιο γκόμενο;
- Τι να σου πω! Όλα πήγαιναν μια χαρά μέχρι που με ανέβασε στη μηχανή του να με πάει σπίτι του. Και πάνω που ξεκινήσαμε αμολάει μια χλεμπόνα που ήρθε καταλάθος ή ξεπίτηδες όλη πάνω μου! Ε, μετά απ' αυτό, όπως κατάλαβες, τον ξέχεσα και τιγκανά με ελαφρά πηδηματάκια...

Ο Λευκορώσσος αμυντικός Alexander Hleb με τη φανέλα της Άρσεναλ. Επί του παρόντος, αγωνίζεται στη Μπουντεσλίγκα με τη Στουτγάρδη. (από allivegp, 23/09/09)χλεμπόν χλεμπόν (από BuBis, 23/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κολλάω με κάτι / κάποιον που με προβληματίζει ή πού δεν μπορώ να θυμηθώ ή που μου αρέσει ιδιαίτερα. Ως εκ τούτου διακόπτεται η φυσιολογική πορεία των πράξεων ή σκέψεών μου.

  1. - Τι κάνει ο Γιώργος;
    - Τώρα τελευταία έχει σκαλώσει άσχημα με μια γκόμενα και δεν μιλάει για τίποτ' άλλο. Άρα καλά είναι.

  2. Ρε συ, κάπου τώρα δεν είναι τα γενέθλια της Αντωνίας; Έχω σκαλώσει και δεν μπορώ να θυμηθώ...

Got a better definition? Add it!

Published

Κλαψομουνιά, κλαψομουνίαση, κλαψομούνιασμα: η τάση που έχουν οι γυναίκες να κλαίγονται με το παραμικρό. Λέγεται και για άντρες.

Από το κλάμα > κλάψα και μουνί (=γυναίκα). ρ.: κλαψομουνιάζω

παράγωγα: κλαψομούνης, κλαψομούνα, κλαψομούνικο, κλαψομούνιασμα, κλαψομουνέικος

Ανάλυση-σχόλιο

Κάποτε οι γυναίκες εξέφραζαν το αδιέξοδό τους με κομιλφό λιποθυμίες. Τώρα που οι καιροί άλλαξαν προς το φεμινιστικότερο δικαίωμα στο να τα πρήζουμε τα του άλλου απροκάλυπτα, το «αααααχ!» της λιποθυμίας αντικαταστάθηκε με γκρίνια, γκρίνια, γκρίνια. Στο μεταξύ, ευθαρσώς πως, η λέξη «γυναίκα» αντικαταστάθηκε με τη σειρά της με τη λέξη «μουνί», άρα η γυναικεία κλάψα έγινε τελικά «κλαψομουνιά» ή «κλαψομούνιασμα» ή «κλαψομουνίαση» (το τελευταίο ακούγεται και σαν αρρώστια, όπως και είναι -από μια άποψη).

Πλην αλλ΄όμως, ωιμέ και φευ!, η κλαψομουνιά χαρακτηρίζει και τον άντρα. Και κει τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Κλαψομούνης άντρας είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να σου τύχει. Δεν ξέρεις με τί έχεις να κάνεις και πώς κι από πού να τον πιάσεις. Γιατί ο κλαψομούνης δεν το κάνει για να κερδίσει κάτι, όπως η γυναίκα. Το κάνει επειδή είναι κλαψομούνης, είναι εκ γενετής ανικανοποίητος και ακαταστάλακτος, έχει την κακιά πλευρά της γυναίκας μέσα του. Να πω επίσης ότι σε κάθε άντρα, όταν αρρωσταίνει με μια απλή γριππούλα ή έναν πονόδοντο, η κλαψομουνιά είναι εκ των ων ουκ άνευ (καλία ήταν αυτό).

Τώρα τι εστί κλαψομουνιά ακριβώς: είναι όταν μας φταίνε όλα, όταν τίποτα δεν μπορεί να γίνει όπως το θέλουμε επειδή και καλά όλοι στέκονται εμπόδιο μπροστά μας, είναι τεσπα μια επιφανειακή εκδήλωση απόγνωσης και του αισθήματος του ανικανοποίητου, είναι αφόρητη γκρίνια, συχνά συνδυασμένη με φάση γούτσου και πιθανόν και με ορμονικές εμπλοκές, τύπου προεμμηνορρυσιακού συνδρόμου (σκέτο μεγαλείο).

Είναι αληθινή κλαψομουνιά όταν το μυαλό δεν μπορεί να σταθεί παρά μόνο στο παράπονο και είναι ψευτοκλαψομουνιά όταν θέλουμε να μας κάνουν το χατήρι ή βαριόμαστε να κάνουμε αυτό που είναι να κάνουμε, ή τεσπα το παίζουμε έτσι γιατί αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος που διαθέτουμε ώστε να μας δώσουν σημασία. Κλαψομουνιάζουμε επίσης όταν ντρεπόμαστε να παραδεχτούμε ότι είμαστε ευτυχισμένοι και όλα μας πάνε καλά. Νομίζουμε έτσι ότι παραέξω δίνουμε ένα προφίλ που δεν θα ξεσηκώσει τον φθόνο του άλλου και το οποίο θα μας εξισώσει με κάποιους λιγότερο ευτυχείς από μας ή θα μας καταστήσει θύμα της ζωής στα μάτια των άλλων, άρα πιο μάγκα, πιο ρεμπέτη, πιο άξιο /-α της προσοχής των.

Η κλαψομουνιά είναι δυστυχώς δομικό στοιχείο του χαρακτήρα όποιας /-ου την φέρει, άρα και δυσκολότατο να την αποβάλει. Προκύπτει από το μέγα αμάρτημα κατά του εαυτού μας: την αδυναμία μας να εντοπίσουμε μέσα μας το μερίδιο ευθύνης που φέρουμε όταν οι καταστάσεις δεν έρχονται όπως θα τις επιθυμούσαμε. Είναι, ως γνωστόν, πιο εύκολο και καθόλου επώδυνο να φταίνε πάντα και μόνο οι άλλοι, άρα και να τους ζητάμε (τα ρέστα ή τα πάντα). Πρόκειται καθαρά για σύμπτωμα ναρκισσιστικού χαρακτήρα.

Γενικά οι γυναίκες θεωρούμαστε κλαψομούνες από φύση. Τις περισσότερες φορές αυτό είναι πολεμική τακτική παρά τρόπος ζωής. Ε, μια και δυο, γίνεται και τρόπος ζωής. Και η αλήθεια είναι ότι πολλοί λυγίζουν μπροστά στην κλαψομουνιά, είτε επειδή τους πείθει ή επειδή θέλουν να ξεμπερδεύουν (νομίζουν) και κάνουν τα χατήρια, μπας και το «θύμα» συχάσει.

Τέλος, η κλαψομουνιά είναι επίσης παρεξηγημένο παράπονο, όταν δηλαδή ο άλλος αντιλαμβάνεται το αίτημά μας μόνο ως τέτοιο. Αυτό συμβαίνει επειδή α. δεν θέλει να παραδεχθεί ότι πράγματι είμαστε ενοχλημένοι από το αντικείμενο του παράπονού μας, β. επειδή δεν μπορεί (φύσει και θέσει) να διακρίνει την παραπάνω αλήθεια, γ. υπεκφεύγει γιατί δεν μπορεί να μας ικανοποιήσει / παρηγορήσει / βρει λύση και το ρίχνει στο ότι αυτό που λέμε είναι κλαψομούνικο.

Η αλήθεια είναι ότι δεν πείθει η κλαψομουνιά ούτε καν αυτόν που την εκφράζει.

Και να μην ξεχνάμε τι είπαν κάποιοι για τον πόνο:

«Οι μικροί πόνοι φλυαρούν, οι μεγάλοι σιωπούν» - Curæ leves loquuntur, ingentes stupent (Σενέκας), και

«Όποιος μπορεί να πει ότι καίγεται έχει απλώς αρπάξει λίγο» -Chi puo dir com'egli arde è in picciol fuoco (Πετράρχης).

Από τον Montaigne και το «Περί Θλίψης» δοκίμιό του όλ' αυτά.

ΥΓ: Οι κακές γλώσσες λένε ότι είμαστε κλαψομούνικος λαός. Το αφήνω στην κρίση σας.

από το ΔΠ, νονός allivegp

βλ. και μπαρμπουνομουρμούρα

  1. - Τι έγινε, πώς πάει;
    - Ε, πώς να πάει μωρέ... Φτώχεια, ανεργία, το κράτος... Σπίτι όλη μέρα και πουλοβαράω...
    - Πάψε ρε πούστη πια, όλο τα ίδια και τα ίδια, πες επιτέλους ότι έχεις και τρως τα έτοιμα και ότι την ξύνεις κανονικά και κόφ' την κλαψομουνιά, έλεος!

  2. - Τι έγινε, πώς είσαι;
    - Να, εδώ, μόνη σαν το λεμόνι, τηλέφωνο δεν χτυπάει, δεν έχω με ποιον να πάω μια βόλτα, όλη μέρα μέσα στο σπίτι κλεισμένη, μαγειρεύω για τον εαυτό μου, βλέπω λίγη τηλεόραση, ε, πώς να πάει...
    - Ρε συ σου έχω πει χίλιες φορές, τράβα γράψου σε κανα γυμναστήριο να γνωρίσεις κανα γκόμενο, καμιά φιλενάδα...
    - Απαπα, δεν μπορώ να φοράω φόρμες και αθλητικά εγώ...
    - Ε άρχισε ζωγραφική, κεραμική, κάποια τέτοια τέχνη...
    - Απαπαπαπα, εκεί πάνε όλες οι τρελές. Εξάλλου μια χαρά ζωγραφίζω μόνη μου...
    - Γράψου στο κολυμβητήριο να κάνεις και τα μπανάκια σου.
    - Απαπαπα, θα μου χαλάσει το μαλλί, αστειεύεσαι;
    - Ε μα τι θες τέλος πάντων για να κόψεις την κλαψομουνιά;
    - Έναν γκόμενο τέσσερα χρόνια μεγαλύτερό μου, με λεφτά, ελεύθερο, να μην είναι αδελφή, να μην είναι χωρισμένος, να μην θέλει παιδιά, να μην είναι μαμάκιας, να γουστάρει ταξίδια και θέατρα και εστιατόρια, να είναι καλός οδηγός και να έχει γαμώ τ' αμάξια, να είναι ωραίος, ψηλός, γυμνασμένος, καλοντυμένος, καλόγουστος, να έχει το δικό του σπίτι, να μη θέλει γάμο, να μην κοιτάει άλλες και να με έχει στα ώπα-ώπα.
    - Α μάστα. Και τι του δίνεις εσύ για όλ' αυτά;
    - Ε τι του δίνω... Ένα ρετιρέ και την ομορφιά μου!

(πραγματικός διάλογος...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified