1. Νιώθω μυικό πόνο μετά από έντονη γυμναστική
  2. Σκεβρώνω, έχω τραβήγματα στο σώμα από κάποια απότομη κίνηση με την οποία πειράχτηκε κάποιο νεύρο (πχ. λουμπάγκο)
  3. Παρεξηγούμαι
  4. Αρχίζω έναν καυγά
  5. Είμαι κατειλημμένος
  1. - Χθες το παράκανα στο γυμναστήριο και έχω πιαστεί άσχημα.
    - Κάνε διατάσεις και θα συνέλθεις.

  2. Πολλή υγρασία έχει εδώ. Μια κίνηση έκανα και πιάστηκα άσχημα στη μέση.

  3. Καλά, γιατί πιάστηκες έτσι ρε μαλάκα, για καλό σου το είπα, δεν σε έβρισα!

  4. Πιαστήκανε στον καυγά και δεν μπορούσε κανείς να τους χωρίσει.

5.α. Δεν μπορείτε να καθήσετε εδώ, η θέση είναι πιασμένη.
5.β. Τζάμπα καμάκι κάνεις, η Τίνα είναι πιασμένη και δεν έχει μάτια γι' άλλον.

Got a better definition? Add it!

Published

Από τον πάτο μέχρι την κορυφή, από την κορυφή μέχρι τα νύχια, από πάνω ώς κάτω. Δεν υπάρχει δηλαδή ούτε ένα τετραγωνικό εκατοστό του σώματός μου που να μην:

α. πονάει
β. μυρίζει
γ. το έχουν δείρει
δ. έχει βραχεί

Επίσης έχουμε την έκφραση «χέζω / στολίζω κάποιον πατόκορφα», δηλαδή τον μαλώνω / βρίζω πάρα πολύ.

Μπορεί βέβαια να συμβεί και στ' αλήθεια αυτό...

Τέλος, χρησιμοποιείται καλά και σε μια ωραία ευχή (παρ.7)

  1. Σήμερα το πρωί δεν μπορούσα να σηκωθώ καλά-καλά από το κρεβάτι, πονούσα πατόκορφα από την χθεσινή γυμναστική.

  2. Καλό κορίτσι η Στέλλα, αλλά μποχάει πατόκορφα, κάποιος πρέπει να της μιλήσει για το Ρεξόνα...

  3. Τον έκανε λιώμα στο ξύλο, τον βάραγε πατόκορφα για ένα δεκάλεπτο.

  4. Δεν πήρα στα σοβαρά το δελτίο καιρού και βγήκα χωρίς ομπρέλα. Έγινα μούσκεμα, βράχηκα πατόκορφα...

  5. Την έκανες τη μαλακία σου και τώρα κάτσε και περίμενε να σε χέσει πατόκορφα ο πατέρας σου...

  6. Πήγα να του αλλάξω πάνα του μικρού και, μόλις τον είχα καθαρίσει, του φεύγει μια ρουκέτα και με στόλισε πατόκορφα ρε πστ!

  7. - Μωρή καριόλα, το στοπ δεν το είδες;
    - Γαμιέσαι πατόκορφα ρε μαλακοκαύλη, που θα με πεις εμένα καριόλα, εσύ έχεις ένα στοπ να, σαν την κωλάρα σου, εγώ έχω προτεραιότητα, μαλάκα!
    (από τρακάρισμα με κορίτσι για σπίτι που έχει δίκιο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω επίσημη δικαιολογία σήμερα για την σκατολογική μου αναφορά, να με συγνωμείτε δηλαδής, αλλά έπρεπε να κάνω προσθήκη ορισμού στο λήμμα αυτό, καθότι αναφερόταν μόνο στον εμετό και χρειάζομαι και την άλλη του σημασία για ένα λινκ που ετοιμάζω...

Ρουκέτα λοιπόν εστί μεταξύ άλλων η αιφνίδια αποβολή υγρών περιττωμάτων από του πρωκτού, οφειλομένη σε κάποια ίωση, ή σε κάποια δηλητηρίαση, πιθανόν δε και σε απλή βρώση καθακρτικών εδεσμάτων (κολοκυθάκια, μελιτζάνες, φρούτα και λαχανικά γενικώς). Η σωματική αυτή στιγμή αποκαλείται σλανκγιστί «ρουκέτα» διότι θυμίζει την εκσφενδόνιση της ρουκέτας από του στομίου του εκτοξευτήρος της.

Το είπα πολύ ευγενικά, νομίζω.

Τομπούστη, τι σκατά πάλι είχε φάει... όλη νύχτα ήταν στην τουαλέτα και αμόλαγε ρουκέτες, το σίχαμα...

Houston Rockets (από allivegp, 03/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Το μαγαζί που πουλάει λογιών λογιών καπότες. Κάποτες υπήρχε ένα τέτοιο στην Κάνιγγος νομίζω, κι άλλο ένα κάπου κοντά στην Φειδίου, ή λέω το ίδιο, τεσπα κει μέσα μπορούσες να βρεις ό,τι σχήμα (σε μορφή ζώου, φαντασματακίου, καρτούν κλπ), χρώμα, άρωμα και γεύση καπότας ήθελες. Για την σαχλή ιστορία του πράγματος, είχα πάει προ πολλών ετών με τον πατέρα μου στο Άμστερνταμ, πολύ προτού σκάσουν μύτη αυτά δω χάμου, και κει που βολτάραμε, περάσαμε απ' έξω από ένα τέτοιο. Καθώς δεν τα ήξερα και δεν είδα προσεκτικά την βιτρίνα, μου φάνηκε ότι ήταν ένα μαγαζί με curiosités και είπα στον καημένο τον πατέρα μου «πάμε μέσα να δούμε» και μπήκε κι αυτός μαζί μου αφηρημένος. Όταν κατάλαβε σε τι μαγαζί ήμασταν κόμπλαρε, εγώ το ίδιο, αλλά το παίξαμε άνετοι (ε, ο πατέρας μου είχε πάει προς την πόρτα με ελαφρά πηδηματάκια), διάλεξα μερικές για τους φίλους μου, και τότε η ταμίας μας κοιτάει και τους δύο μαζί συνωμοτικά και μου λέει: «Αυτές είναι για να παίξετε, θα σας δώσω και μερικές κανονικές για την πράξη»...

Λέγεται και κοντομερί από το γαλλικό condommerie.

  1. Προς τιμήν του εξαφανισμένου Γκατς, να χώσω και ένα λογοπαίγνιο: καποτάδικο είναι το στέκι όπου συχνάζουν νέοι μιας κάποιας ηλικίας. Από το «κάποτε».

Θα μπορούσε να λέγεται έτσι και η ντισκοτέκ Ρετρό (αν υπάρχει ακόμα) ή ένα άλλο παρεμφερές κλαμπάκι που δεν ξέρω πώς το λένε, ξέρω όμως ότι υπάρχει κάπου προς Φάληρο;;; (το έμεντάλ μου μέσα...)

  1. - Ρε συ υπάρχουν ακόμα καποτάδικα ή έχουν κλείσει; - Γούγλαρέ το και θα δεις.
    ...
    (μετά από λίγο)
    - Λοιπόν μπες εδώ και θα βρεις μάλλον αυτό που έλεγες:
    http://stellanelcielo.blogspot.com/2009/04/blog-post_15.html

  2. Θα πάμε σε κανα μπαράκι της προκοπής απόψε ή θα με πας πάλι σε καποτάδικο;

Aν γνωστές φίρμες έβγαζαν καπότες... (από allivegp, 01/08/09)Oυροδόχοι κύστεις χοίρων (από allivegp, 01/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φλόμπα, το μπάζο, η ξεπλένω, γενικά μια σκέτη ομορφιά ένα πράμα, μια γυναίκα ουχί μόνον τέρας ασχήμιας, κοντή, χοντρή, αντισέξ, κακοντυμένη, βρωμερή, τρισάθλια και τα λοιπά, αλλά και ψιλο-μαλακοβιόλα ή και άκρως αντιπαθής.

Ηλικία: ό,τι.

Τι μου την έφερες τη στρέμπα ρε πούστη στο πάρτυ, δε φτάνει που είναι σα γαμώ τον Χριστό μου μέσα, μας ξενέρωσε και με τις μαλακίες που έλεγε όλη νύχτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηχομιμητικό που δηλώνει «επίσημη» ανακοίνωση: κάποτε, στα φεουδαρχικά, βασιλικά και αυτοκρατορικά χρόνια, οι σάλπιγγες ηχούσαν για να ανακοινώσουν κάποια σημαντική στιγμή (άφιξη, λόγο, κλπ κλπ) των προυχόντων. Αν λοιπόν σήμερα πρόκειται να πούμε κάτι σπουδαίο, θα το ανακοινώσουμε για πλάκα, ή θα το ειρωνευτούμε, προλογίζοντας απλώς με ένα «ταντάν ταντάααν!».

(σε γενική συνέλευση της ΣΑΦ κάτι δεκαετίες πριν...)
- Ταντάν ταντάαααν! Silence!!! (γαλ.)... Θα μιλήσει ο πρόεδρος τώρα!

Ταρατατά (από allivegp, 01/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμερικλανιά κακής ποιότητας συνήθως (καουμπόικη, αστυνομική, δράσης τύπου Speed, κττ), η οποία στηρίζεται αποκλειστικά στα στοιχεία δράσης που περιέχει.

Hχομιμητικό επιφώνημα που μάλλον προέρχεται από την κλαγγή των πετάλων τού εν καλπασμώ αλόγου, σε συνδυασμό με τον ρυθμό των φριχτών αυτών μουσικών που συνοδεύουν παρόμοιες ταινίες (και οι οποίες έχουν γίνει φετίχ των δελτίων ειδήσεων).

- Τι λέει αυτή η ταινία;
- Πολύ γκαγκάν γκαγκάν την κόβω, δεν βλέπουμε καμιά άλλη λέω γω; Έχω όρεξη για λίγη κουλτούρα απόψε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω τη δουλίτσα μου, ξεχαρμανιάζω μεταφορικώ τω τρόπω, ξεκαβαλάω.

- Αργεί ο Σάκης, πού είναι, θα χάσουμε το έργο...
- Εεεε... είναι με τη Λίτσα, μπορεί να αργήσει λίγο ακόμα...
- Α κατάλαβα, λοιπόν πάμε εμείς, και μόλις ξεγαμήσει άμα θέλει θα έρθει μόνος του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θα σε φτιάξω, θα σε κανονίσω, θα σε κάνω άνθρωπο (προφανώς, πας μη ρεμπέτης βάρβαρος), δηλαδή θα γίνεις ξηγημένος, ψημένος από τη ζωή και ελεύθερος.

Λέγεται και σε γυναίκες - αντράκια.

  1. Κοίτα τη μικρή που έμαθε και να κόβει τα ξύλα! Ρε θα σε κάνω ρεμπέτη εγώ, αμ τι νόμιζες...

  2. - Ρε μαλάκα με τρόμαξες, γάμησέ μας με τις χοντράδες σου!
    - Τελέρε που σε τρόμαξα ρε φλώρε, δεν έχεις δει τίποτα ακόμα, θα σε κάνω ρεμπέτη εγώ, άκου κει «τρόμαξα»!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθαρίζω από την κοπριά ένα μαντρί, από τις κουτσουλιές ένα κοτέτσι ή ένα κλουβί, από τα σκατά μια τουαλέτα, κλπ, κοινώς καθαρίζω έναν χώρο από τα περιττώματα που περιέχονται σε αυτόν.

Να μην συγχέεται με το ξεσκατώνω.

- Ωχ ρε πστ!, ξεσκατίζει ο Μανόλης το μαντρί και έχουμε μποχιάσει όλοι, το κέρατό μου το τράγιο...

Got a better definition? Add it!

Published