Το ακριβές αντίθετο του ξηγιέμαι σκουληκιάρικα.

Για το ξηγιέμαι δες ξήγας, ξηγιέμαι. Για το μόρτικα δες μόρτης και μόρτιμερ, ο.

Ετυμολογία: μόρτης < ιταλικό beccamorti = τυμβωρύχοι- νεκροθάφτες < becca- (<becco = ράμφος, σκαπτικό εργαλείο < beccus λατινικό κελτικής προέλευσης) και morto = νεκρός (< λατινικό mors = θάνατος).

Ξηγιέται μόρτικα το Σοφάκι, ούτε το περίμενα. Ποια σου δίνει ρε κώλο απ' τον πρώτο μήνα την σήμερον ημέρα;

Βλ. παράδειγμα vikar εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published

Κλασική σλανγκιά. Για το slangissimum έτσι βλ. το αντίστοιχο λήμμα και το έτσι-γιουβέτσι. Το αλλιώτικο ήταν αυτό που τώρα το λέμε αλτέρνι, λατέρνατιβ. Και το Πασαλιμάνι ήταν ο χώρος της κλασικής μαγκιάς, των μαγκιτών του λιμανιού. Με λίγα λόγια, πρόκειται για κάποιον που είναι έτσι, είναι κάπως, είναι διαφορετικός, με λίγα λόγια κάτι παρόμοιο με τον έτσι-γιουβέτσι.

(Άσμα: Παραπάει το πράμα. Χάρρυ Κλυνν.)

Παραπάει το πράμα
Παραπάει το πράμα
με την κουλτούρα, με τη λιγούρα
με τη μαστούρα, την αγιαστούρα

Με το μαλέα, το χαλέα, το μαντραχαλέα, τον Ασέα
το χάλια, το σάλια,
το Χάρη, τον Άρη, τον Πάρη τον παπάρη...
Τον μπίξε, τον δείξε, τον έτσι, τον αλλιώτικο
τον Πασαλιμανιώτικο

τη Φρόσω, την πόσο,
τη Μαρίκα, το ΙΚΑ, τα σύκα
τα Marlboro, το σκύλο, τον αράπη, το black
το Μάρτη, το γδάρτη, τον παλουκοκάφτη

το φίτσουλα, το μήτσουλα, το χλιμίτζουρα
τη Γιώτα, τη Βιόλα
την καθεμίααααα κααα...ρακαηδόνα
που μας δουλεύει κανονικά!!!

(Από το sxeseis.gr:)

Παιδιά βοηθήστε με λίγο ακόμα. Αντάλλαξα μερικά μηνύματα κ δεν μας έβγαλε πουθενά. Συγκεκριμένα ήθελε να μάθει γιατί συμπεριφέρομαι έτσι κ αναφερόταν στο περιστατικό με τα σχόλια που έκανε μπροστά μου για τον κούκλο-τον-έτσι-τον -αλλιώς-τον-αλλιώτικο-τον-πασαλιμανιώτικο στο λεωφορείο όπου της είπα ότι με πειράζουν αυτά τα σχόλια με νορμάλ ύφος. Δεν της έκανα σκηνή.

Από avsite.gr:
Πέστα ρε Βασίλη πέστα γιατί μας εχουν φλομώσει με τον ασχημο τον Τσουκαλά, τον γυφτο τον μαλιά, τον έτσι τον αλλιώτικο τον πασαλιμανιώτικο!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από διαφήμιση των 80ς με τον Παπαναστασίου: Ο Παπαναστασίου εμφανίζεται ως ο απόλυτα τρέντι της τότε εποχής, κι αρχίζει να απαριθμεί ένα ένα τα ρούχα του με δομή πρότασης: «-άκι; Εισαγόμενο!». Λ.χ. «Μπλουζάκι; Εισαγόμενο!». (Εννοείται «εισαγόμενο απ' το εξωτερικό»). Καμαρώνοντας. Στο τέλος η διαφήμιση τον δείχνει να πηγαίνει (αν θυμάμαι καλά) ή σε Υπηρεσία για Απόρους ή σε Ταμείο Ανεργίας. Το κοινωνικό μήνυμα της διαφήμισης ήταν ότι αν λόγω τρεντοσύνης δεν στηρίξουμε τα εγχώρια προϊόντα θα καταλήξουμε άποροι κι άνεργοι. Αντιθέτως, ο επιμένων ΕλληΝΙΚΑ!

Αλλά έμεινε ο Παπαναστασίου να λέγεται «ο εισαγόμενος». Κι επειδή ήταν μια προδρομική μορφή τρέντουλου έμεινε η φράση: «Μα ποιος είσαι; Ο εισαγόμενος;». Πρβλ.το «Μα ποιος είσαι; Ο Μερεντόνας;» της ίδιας εποχής.

Συνώνυμα: μεγάλος, τεράστιος, ανοξείδωτος, τρισδιάστατος, ευρυζωνικός, ασύρματος.

Σλάνγκος 1: Κι άλλη αγγλιά λημματογράφησες; Μα ποιος είσαι; Ο εισαγόμενος; Στηρίζουμε τις ελληνικές σλανγκιές ρεεεεεεεε!
Σλάνγκος 2: Καλά ρε φιλάρα, αλλά αν εσένα η γκόμενά σου, αρχίζει να σου λέει έρχομαι, έρχομαι, να μην σου έχει μάθει το slang.gr τι σημαίνει;
Σ.1: Θα της απαντήσω γκελ μπουρντά, που είναι και ελληνικό!

Μήδι; Εισαγόμενο απ\' το συσιφόνι! (από Dirty Talking, 18/05/09)Από την ταινία "Λαλάκης ο Εισαγόμενος" με τον ομώνυμο ήρωα. (από the_inq, 18/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σούπω / σουπώ / σουπωγώ: Tο σούπω παίζει και ως σεξουαλικό υπονοούμενο:

Κοίταγμα με σέξι βλέμμα (ψιλοχαμηλωμένο κεφάλι, βλέμμα προς τα πάνω, μάτι μισόκλειστο και πονηρό χαμόγελο), χαρακτηριστική κίνηση «γκελ μπουρντά», κατέβασμα κάτω χείλους με νόημα και ψιθύρισμα με βαθιά φωνή «σούπω...».

Πηγή: Vrastaman, Mes, GATZMAN.

- Πστ! Κοπελιά! Σουπώ!

Δες και παράλειψη των να και θα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αυτοαναφορικός τρόπος για να πεις ότι κάποιος την τρίζει την όπισθεν.

Ασίστ: Χαλικούτης.

(Διευκρίνιση: Δεν σημαίνει ότι όλοι όσοι καταχωρίζουν λήμματα ΤΟ καταχωρίζουν ΤΟ λήμμα. Η σύνταξη κάνει την διαφορά).

Σε μελλοντική υποθετική συνάντα στην Καμάρα στη Θεσσαλονίκη:

Σλάνγκος 1: Τον βλέπεις αυτόν στην γωνιά της Καμάρας; Ξέρεις ποιος είναι;
Σλάνγκος 2: ...;
Σ.1: Ο χρήστης sexy noisette!
Σ.2: Πλάκα με κάνεις;
Σ.1: Και στό 'λεγα εγώ ότι είναι Παναής που το καταχωρίζει το λήμμα. Τζάμπα τα πιμί σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ κοντός άνθρωπος. Το λέμε κυρίως για γκόμενα: Γκόμενα- μπρελόκ.

- Γκόμενα-μπρελόκ, ναι, αλλά πουτσομεζές!

Σχετικά: απολειφάδι, τάπα, πινέζα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πάρα πολύ φλώρος, με φλωριά που πιάνει πάτο.

Ψευδογαλλιστί: πατ ντε φλερ.

Όλο ντεκαφεϊνέ (σ.ς.: με την καλή έννοια) και μαλακίες πίνει ο πατόφλωρος! Πάρε κανά φραπέ να γίνεις άντρας! (No link intended).

Σχετικό: σκατίφλωρος, ο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρτοπαικτικός όρος, λέγεται όταν δεν πάμε για να νικήσουμε, αλλά απλώς για να σώσουμε το καπέλο που έχουμε βάλει.

Για τον λόγο αυτό, στην κανονική ζωή, λέγεται με σημασία ανάλογη του μια ισοπαλία θέλουμε για να σωθούμε, βλ. σημεία 1 και 2.

Πηγή: Το συνώνυμο Χανκολήμμα.

- Έλα ρε συ, που θες και αύξηση! Αφού να σώσει το καπέλο προσπαθεί η έρμη η εταιρεία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια ύβρις προς την δύσμοιρη θεία του υβριζομένου. Το πιάτο λειτουργεί μεταφορικά προς οπή της θείας, όποια θέτε. Σύγκρινε: το μουνί στο πιάτο, της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο.

Πηγή: Βραστάνδρας.

Βρις-οφ μεταξύ νταλικέρη και σλανγκοτρέντουλου:

- Της θείας σου ο κώλος ρε πουστρόνι!
- Αχ, δεν μπορώ να σε ακούω καημένε, είσαι πολύ παρώου. Πες τουλάστιχον ένα μπουγαδοκόφινο, ένα πιάτο, ένα βρακολάστιχο βρε αδερφέ!
- Καλά! Της θειας σου τα ροζ ζιπουνάκια!
- Τώρα είσαι slangically correct! Λοιπόν, σάλτσα και γαμήσου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια αγγλική λέξη, call-girl, που στα ελληνικά σλανγκίζεται με άλλη σημασία = το κορίτσι που δίνει κώλο. Πρβλ. πίναπ γκερλ, το.

- Να τηλεφωνήσουμε σε κανά call-girl;
- Ναι, αλλά να είναι κωλ-γκερλ και πίναπ γκερλ! Όχι ό,τι κι ό,τι!
- Δηλαδή, εσύ ακούς μόνο μπλακ;

(από Dirty Talking, 16/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published