Η μπαγαποντοπλαστική που γίνεται από τον πλαστικό χειρουργό Tom Pousti (και τους ομοίους του).
Βλ. σχόλιο Χάνκι.
Κάνει κι ο Φουστάνος πουστιές, αλλά σαν τον Pousti κανείς! Έχει το όνομα έχει και την χάρη!
Η μπαγαποντοπλαστική που γίνεται από τον πλαστικό χειρουργό Tom Pousti (και τους ομοίους του).
Βλ. σχόλιο Χάνκι.
Κάνει κι ο Φουστάνος πουστιές, αλλά σαν τον Pousti κανείς! Έχει το όνομα έχει και την χάρη!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Άλλη μια εκδοχή του «αιδοίο το οδοντοφόρο - δαγκανόμουνο - vagina dentata», βγαίνει απ' τον οδοντωτό σιδηρόδρομο των Καλαβρύτων.
Κόπι-ράιτ: Βράσταμαν.
Γέρος Καλαβρυτιανός προς νέο: - Μην το ψάχνεις! Μουνί από τον τόπο σου κι ας είναι και οδοντωτό!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Υπάρχουν και τέτοιες ενέσεις, με διείσδυση πούτσου αντί σύριγγας. Είναι μια ένεση που δεν την κάνουν οι νοσοκόμες, αλλά την δέχονται.
Κόπι-ράιτ: Πάνος2
-Αδελφή, μια ένεση παρακαλώ!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φαλλοκρατική ρητορική ερώτηση, άμα περνάει όμορφη προκλητική γυναίκα. Είναι σαν τους μπάτσους, που ξυλοφορτώνουν Αλβανούς και μετά ο κοσμάκης λέει: «κι αυτοί ήταν προκλητικοί!».
Μπαίνει ο Πέρι κουνάμενος λυγάμενος.
Βάγγελας: - Μετά φταίει ο βιαστής;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Άμα έχεις τα κότσια, άμα έχεις ανδρεία, άμα τολμάς. Το να βαστάει ο κώλος σου σημαίνει ότι έχεις αρχίδια, αυτά τα δύο πάνε μαζί. Στις γυναίκες που έχουν και δώδεκα ακόμη περισσότερο!
Άμα βαστάει ο κώλος σου, έλα να με βιάσεις. Φοράω δαγκανόμουνο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το πανί που εκτελούσε χρέη πάμπερς. Μεταφορικά, αντίστοιχο του «μουνόπανο».
Μεγάλο κωλόπανο ο Νενέκος! Συγχύστηκα βραδιάτικα με τον αλήτη!
Got a better definition? Add it!
Published
Ο γλουτός, το κωλομάγουλο, το καπούλι.
- Έδειξε σε μια φευγαλέα σκηνή τον Τζορτζ Κλούνι γυμνό από πίσω. Φοβερά κωλομέρια!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέξεις για το σπέρμα: αγιασμός, γιαούρτια, κατάθεση, λάβα, μαλακία, ματσαφλόκια, μυτζήθρα, παπαροζούμι, παχιά, πέο τζους, πηχτή, σκάγια, σως, το άσπρο που κολλάει, του πουλιού το γάλα, τσουτσού σορόπ, τσουτσουνόζουμο, τυρί, φλόκια, χοντράδια, χυσαμόλι, χύσια, ψωλόχυμα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το «ατομική» στα Αγγλικά μεταφράζεται είτε «individual», δηλαδή ενός ατόμου, είτε «nuclear», δηλαδή σχετιζόμενη με την πυρηνική φυσική και τεχνολογία. Αυτό έχει οδηγήσει σε κάμποσα αστεία. Βλ. παραδείγματα.
Ξανθιά: - Γιατί λέμε «ατομική βόμβα», αφού σκοτώνει πολλούς κι όχι έναν;
Ελληνάρας στην Αμερική: - Please, I would like an atomic pizza.
Αμερικάνος σερβιτόρος: - ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ελεγμένο πολύπλευρα, αυτό που δεν χωρεί αμφιβολία. Αρέσκονται στην φράση τύποι αυτιά της γης, που ισχυρίζονται ότι η πληροφορία τους είναι 100% σίγουρη. Αλλιώς: στάνταρ. Το «καρά» στα τουρκικά σημαίνει μαύρο και ως συνθετικό σημαίνει κατ' αρχήν το μαύρο, λ.χ. «Καραγκιόζης» = «ο μαυρομάτης», από εκεί σήμαινε το επιτατικό κακής ιδιότητας, λ.χ. «καράβλαχος», σαν να λέμε «μαυρόβλαχος», «παλιόβλαχος», και από εκεί μια οποιαδήποτε επίταση, όπως εδώ, «καρατσεκαρισμένο» = «το πολύ τσεκαρισμένο».
«τσεκάρω» = «ελέγχω» από τα αγγλικά.
- Το ξέρεις στάνταρ ότι ο Βαγγέλης την κουνάει την αχλαδιά;
- Ναι, είναι καρατσεκαρισμένο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified