Φλώρικος τρόπος να πεις «κι από μένα φιλάκια», θυμίζει και το γυναικωτός.
Clopyright: Panos2.
Φλώρικος τρόπος να πεις «κι από μένα φιλάκια», θυμίζει και το γυναικωτός.
Clopyright: Panos2.
Περί φιλιού: γαλλικό φιλί, γλωσσίδι, γλωσσόφιλο, κυνοδοντόφιλο, μάκια, μάτσα μούτσα, μουτς, μπαγαποντολειχία, πιπιλιά, τριπλογλώσσι, φάκια, φιδάκια, φιλάκι;, φιλάκια φιλικωτά, φιλάκιας, φιλί της ζωής, Φιλοπίππου, φιλώ, χυσόφιλο, χχχ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το chat-room στα ελληνικά / σλανγκικά.
Είχα μια σούπερ ντούπερ συζήτηση στο κουβεντοδωμάτιο χτες!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όταν, κατά το σκούπισμα με ηλεκτρική σκούπα, περνάω ένα κομμάτι χνούδι ή κλωστούλα τουλάχιστον δέκα φορές με τη σκούπα, αλλά δεν το ρουφάει, οπότε τελικά σκύβω και το πιάνω, το εξετάζω και μετά το ξαναρίχνω χάμω για να δώσω μια ευκαιρία στη σκούπα να το πιάσει.
Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς.
- Πέντε σκουπευκαιρίες της έδωσα της Μίλε, καιρός να το πετάξω στον σκουπιδοτενεκέ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κομμωτής, που έχει το τακτ και την ευαισθησία του Ράμπο σε εξόρμηση στο Βιετνάμ και που, σε κουρεύει όπως θέλει εκείνος, παρά τα δάκρυά σου.
Οι Ραμπωτές αξίζουν να πάθουν ό,τι έπαθε η καριέρα του Συλβέστερ Σταλόνε.
Ραμπωτής που σου χρειάζεται ρε μάλετ!
από το Πλαθολόγιο του Λύο Καλοβυρνά, εκδ. Intro 2007.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μου έρχεται να κάνω τσίσα μου όταν τρέχει η βρύση, ειδικά δε την ώρα
που ξυρίζομαι.
Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς.
Κατούρησα, μετά ξυρίστηκα και μετά νερούρησα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
(Μαγειρική) Ο φόβος μήπως καθαρίσεις υπερβολικά πολλές, ή υπερβολικά λίγες πατάτες, όταν θέλεις να τηγανίσεις πατάτες ή να φτιάξεις πουρέ.
Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς.
Με είχε πιάσει γεωμηλοφοβία, αλλά τελικά οι πατάτες ήταν όσες έπρεπε για τους καλεσμένους...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κραυγή ενθουσιασμού του δημοσίου υπαλλήλου, που μπορεί να τα ξύνει με την ησυχία του στο Δημόσιο μονιμοποιημένος, αντί να τον τρέχει στον ιδιωτικό τομέα ο κάθε ρουμάνος.
«Φορέβα» από το «for ever», όπως καθιέρωσαν τα Ημισκούμπρια.
Δεν θέλω κάτσε σήκω, ανέβα και κατέβα,
γιατί τα ξύνω μόνιμα, Δημόσιο φορέβα!
(Ημισκούμπρια)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο χρήστης του slang.gr, που συνηθίζει να παίρνει τα λήμματα έτοιμα από το Δημόσιο Πρόχειρο και δεν τα βρίσκει μόνος του. Χαρακτηρίζεται από ραθυμία και θέληση για σταθερότητα και μονιμοποίηση, όπως οι υπάλληλοι του Δημοσίου.
-Πώς έφτασες ρε Dirty Talking τα 136 λήμματα σε χρόνο dt;
-Το Δημόσιο νά 'ναι καλά! Αυτά είναι τα καλά του δημοσίου υπαλλήλου!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κουλέζικος τρόπος να πεις «για το όνομα του Θεού» κ.ο.κ. Το καθιέρωσε ο Λάκης Λαζόπουλος στους «10 Μικρούς Μήτσους», όπου το λέει η πλούσια ψωνισμένη Κολωνακιώτισσα με ένα υφάκι πολύ κάπως.
Και φορούσε τέτοιο ταγεράκι στα εγκαίνια της γκαλερί, για όνομα!...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ψευδο-λόγιο μαγκίτικο για το «καθένας», από το λόγιο «πας» και το «καθένας». Σημαίνει ο «κάθε φίτσουλας», ο «κάθε χλιμίτζουρας». Ίσως η ονομαστική του να είναι «πασαείς».
- Η δαγκανομούνα δεν είναι για τον πασαένα! Θέλει προσοχή!
βλ. και ο πάσα ένας
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified