Πάει πολύς καιρός που έχω να δω χαρά στα σκέλια μου, με έχει φάει η αγαμησία και όλα τα ζουμιά έχουν φτάσει μέχρι το κεφάλι μου, με αποτέλεσμα να βρίσκομαι σε σύγχιση και να έχω συμπτώματα άνοιας. Προκειμένου να αποφύγω τον εγκλεισμό σε τρελοκομείο, καταφεύγω ακόμα και σε ουάν νάιτ σταντ, για να ξελαμπικάρω και να επανέλθουν οι λειτουργίες του εγκεφάλου μου στα φυσιολογικά επίπεδα.

Πώς την έχεις δει ρε Θόδωρε; θα συνεννοηθούμε καμιά φορά; από τότε που σε παράτησε το Φωφάκι, ό,τι και να σου πω το μυαλό σου είναι στο μουνί... δε πας να βρεις να φας κανένα μύδι μπας και ξελαμπικάρει το μυαλό σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λύση της συνέχειας του δέρματος, γδάρσιμο από νύχια. Μικρή χαραγματιά σε λεία επιφάνεια από σκληρότερο αντικείμενο (μάλλον από τον ήχο γρατσ γρατσ). Συνώνυμο του «γδέρνω», που μεταφορικά σημαίνει εξαντλώ κάποιον οικονομικά. Επίσης γράφεται και με ζ αντί του σ.

Γρατσουνίζω κάποιον, όταν του παίρνω, συνήθως, μικροποσά. Αυτός που δίνει τα χρήματα γνωρίζει ότι είναι δανεικά και αγύριστα, αλλά τα δίνει, ή γιατί έχει καλή ψυχή και μεγάλο πορτοφόλι, ή γιατί ελπίζει οτι θα αποζημιωθεί σε «είδος».

Οι γρατσουνιές είναι ανεπιθύμητες από όλους, γιατί σε κάνουν να υποφέρεις με πολλούς τρόπους:

  1. Βρίσκεις το καινούριο σου αυτοκίνητο με γρατσουνιές από κλειδί από τη μια άκρη μέχρι την άλλη! Υποφέρεις ψυχολογικά, γιατί τραυματίστηκε το άλλο σου εγώ, και οικονομικά, γιατί πρέπει να διορθώσεις τη ζημιά πάραυτα.

  2. Ανακαλύπτει η γυναίκα σου νυχιές στην πλάτη σου και τρώει φλασιά, γιατί θυμήθηκε την ηλίθια κλασική δικαιολογία «γεύμα με πελάτες», που της είπες γιατί άργησες χθες βράδυ. Υποφέρεις σωματικά πρώτα, από τρομερό πονοκέφαλο από τις φωνές της και μετά ακολουθούν οι πόνοι στα παΐδια, από την παντόφλα που πέφτει χωρίς να ξεχωρίζει κανένα σημείο του σώματος. Υποφέρεις και διανοητικά, γιατί μόλις τα πράγματα ξεχαστούν λίγο, πρέπει να βάλεις τη γκλάβα σου να κατεβάσει πιο πειστική δικαιολογία για το καινούριο ξεπόρτισμά σου.

Η Φωφώ γνώρισε ένα ραμόλι που είναι τρελός και παλαβός μαζί της. Συνέχεια της ζητάει να πάνε σπίτι του να της δείξει τη θέα από τα μπαλκόνια και εκείνη τον έχει στην αναμονή, αλλά όσο την περιμένει, όλο και τον γρατσουνάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κεφάλι, ο νους, η κούτρα.

Σε φράση «δεν κόβει η γκλάβα του» εννοούμε τον χοντροκέφαλο, αυτόν που έχει αι-κιου ραδικιού. Από ρεμπέτικο φόρουμ:
Ακούγεται στο τραγούδι: «Πέντε μάγκες» (1936)
Στ., μουσ.: Γ. Εϊτζιρίδης (Γιοβάν Τσαούς)
Ερμην.: Αντ. Καλυβόπουλος

«...Δύο τάλιρα τον δίνεις
τρία θα σε δώσουμε
αν η γκλάβα θα γεμίσει
θα σε προτιμήσουμε...»

Για να δούμε τι θα κατεβάσει η γκλάβα σου τώρα που βγήκε στη φόρα η ματσαρακιά που έκανες στον Μιχάλη!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστή βιβλική εικόνα από την καταστροφή στα Σόδομα και Γόμορρα της γυναίκας του Λωτ που παραβαίνοντας την εντολή να μην κοιτάξουν πίσω τους εκείνη παράκουσε και η τιμωρία της ήταν να γίνει μια στήλη από αλάτι.

Η φράση κατά ένα μυστήριο τρόπο σήμερα δεν είναι ενδεικτική για κάποιον που παρακούει κάποια εντολή, αλλά είναι συνώνυμη των έμεινα μαλάκας, έμεινα κόκαλο, αποσβολώθηκα, έμεινα άναυδος.

Πιθανώς να αληθεύει η ιστορία ότι η γυναίκα του Λωτ δεν τιμωρήθηκε, αλλά έγινε αλατοστήλη από το θέαμα που είδε και δεν το άντεξε.

Γύρισε κουρασμένος στο σπίτι του λίγο πιο νωρίς από την συνηθισμένη ώρα και έμεινε στήλη άλατος! Η αγαπημένη του γυναίκα, που έπινε νερό στο όνομά της, ήτανε καβάλα στο ίδιο του το κρεβάτι με έναν μαύρο! Και δεν τον ένοιαζε που ήταν με μαύρο, αλλά γιατί τη στάση που τους βρήκε μαζί του δεν την είχε κάνει ποτέ!!!

(από vip, 02/03/09)(από GATZMAN, 02/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Στιρέλλα είναι σύστημα σιδερώματος συνεχούς ατμοποίησης και, όπως υποστήριζε γνωστός μόδιστρος στη σχετική διαφήμιση, είναι θαυματουργό γιατί εξαφανίζει κάθε ίχνος από τσαλάκωμα σε κάθε είδους ύφασμα. Ο μόδιστρος βρίσκεται σε κάποια επίδειξη των ρούχων του και μόλις βρίσκει τσαλακωμένο το φόρεμα που ήταν να βγει στην πασαρέλα, φωνάζει με πολύ αέρινο στυλ σίγουρος για το αποτέλεσμα: «Τη Στιρέλλα, τη Στιρέλλα!».

Τη Στιρέλλα την επικαλούμαστε, όταν μια κατάσταση αρχίζει και στραβώνει και ζητάμε λύση επιτόπια, άμεση.

Τη Στιρέλλα την επικαλείται και η Φωφώ (η οποία έχει πρόσφατα πατήσει τα δεύτερα –ήντα, αλλά θέλει να πιστεύει ότι βρίσκεται ακόμα λίγο μετά τα είκοσι) και έχει να αντιμετωπίσει έναν μεγάλο εχθρό: τους πλισέδες στο σώμα της και τις ρυτίδες στο πρόσωπό της. Στην αρχή που παρουσιάστηκαν κάλυψε τις ρυτίδες με το μακιγιάζ. Μετά ο εχθρός επανήλθε με περισσότερες δυνάμεις και κατέφυγε στις μπότοξ. Ο εχθρός επανέρχεται δριμύτερος και καταφεύγει στο ρετουσάρισμα χρησιμοποιώντας τη Στιρέλλα μοντέλο «Φουστάνος», που θεωρείται κορυφή στο σιδέρωμα πλισέδων.

  1. Αγουροξυπνημένη προσπαθώ να φτιάξω καφέ, αλλά μου πέφτει το κουτί με τον καφέ. Δεν με ένοιαξε η ατσαλιά και φώναξα στον εαυτό μου: τη Στιρέλλα τη Στιρέλλα και άνοιξα το ράφι και έβγαλα δυο φακελάκια που τα είχα για καβάντζα...

  2. Η Φωφώ κοιτάζεται στον καθρέφτη και ανακαλύπτει δυο καινούριες ρυτίδες. Συμφοράαα! Τη Στιρέλλα τη Στιρέλλα!!! Και έτρεξε να πάρει τηλ. να κλείσει ραντεβού για ρετούς.

(από vip, 01/03/09)(από Galadriel, 02/03/09)Στο 1\'13" η διαφήμιση. Σπεκ στον assosmalakos. (από poniroskylo, 09/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το στερητικό ξε- και τσίπα (ελαστικός υμένας, κρούστα στην επιφάνεια υγρών και, μεταφορικά, η ντροπή).

Η λέξη αποδιδόταν βασικά σε θηλυκά που είχαν χάσει την παρθενιά τους και σε γυναίκες του δρόμου δηλ. πουτάνες. Η παρθενιά ήταν πολύ μεγάλη υπόθεση, γιατί μόνο οι παρθένες κοπέλες είχαν το δικαίωμα γάμου και της αποκατάστασης. Ήταν πολύ μεγάλη ντροπή για όλη την οικογένεια μια κοπέλα ξετσίπωτη (χωρίς παρθενικό υμένα και επομένως χωρίς ντροπή).

Σήμερα η απώλεια της παρθενίας δεν αποτελεί πλέον κριτήριο επιλογής συντρόφου και η λέξη χρησιμοποιείται και για τα δύο φύλα δηλώνοντας άνθρωπο χωρίς ηθικούς φραγμούς και προκλητικό.

1.Όταν γεννιούνται οι γυναίκες και είναι νεογέννητα μωρά ακόμα, τους βάζουν στο μυαλό ένα τσιπάκι που τις κάνει να έχουν αποκλειστικό σκοπό της ζωής τους τον γάμο.
Κάποιες καταφέρνουν και το βρίσκουν, και στην συνέχεια το βγάζουν, με αποτέλεσμα να μην ενδιαφέρονται για τον γάμο αλλά μόνο για το σεξ και την απόλαυση.
...Αυτές είναι οι λεγόμενες «ξετσίπωτες»! (δεν είναι δικό μου. από filaki.gr)

2.ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΔΙΑΔΗΛΩΣΕΩΝ
Ξετσίπωτη κυβερνητική επιβεβαίωση!
Σάλο προκάλεσε η χτεσινή αποκάλυψη του «Ριζοσπάστη», σχετικά με το κυβερνητικό σχέδιο νόμου κατά των λαϊκών διαδηλώσεων. Κι ενώ, σωματεία εργαζομένων και άλλοι φορείς καταγγέλλουν τον ολισθηρό κατήφορο, η κυβέρνηση εμφανίζεται αποφασισμένη - πιστή στις αντιδημοκρατικές της παραδόσεις - να προχωρήσει στην προώθηση και ψήφιση του τερατουργήματος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρώω οτιδήποτε εκτός από σπιτικό φαγητό. Στις σαβούρες υπάγονται τα βρώμικα, τα καλαμάκια και σουβλάκια που έχουν ένα κομμάτι κρέας σκύλου και τέσσερα ξίγκια, τα ταχυφαγώσιμα και η κουζίνα του βρωμιάρη ταβερνιάρη στη γωνία.

Χρειάζομαι πενήντα σόδες για να χωνέψω τα βρώμικα που σαβούριασα χτες.

Σαβούριασμα από μοντέλα. (από Khan, 20/11/14)

Σύγκρινε με κατεβάζω γατοκέφαλα, ντερλικώνω, χλαπακιάζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επεξεργασία, δεύτερο χέρι λογοτεχνικού η καλλιτεχνικού έργου για να πάρει τελειότερη μορφή. Το ρετουσάρισμα λέγεται και για το λίφτινγκ που κάνει κάθε σταφιδιασμένη/-ος για να τσιτώσει τις ρυτίδες ή να ανορθώσει βύζους που έχουν κρεμάσει, για τη λιποαναρρόφηση και γενικά για ό,τι περνάει από το χέρι του πλαστικού για να καθυστερήσει η αποξηραμένη σταφίδα να γίνει μουστόγρια/-γερος.

- Την είδες την Φρόσω; Μετά το ρετουσάρισμα που έκανε, κάνει πως δεν θυμάται τις συμμαθήτριές της γιατί αυτή τελείωσε το λύκειο και όχι το εξατάξιο!! Κάνει γενέθλια κάθε τέσσερα χρόνια, μαζί με τους Ολυμπιακούς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τριβέλι (λατιν. terebellum) είναι το τρυπάνι. Επίσης ζυμαρικό. Μεταφορικά ο άνθρωπος που είναι ενοχλητικός, στενός κορσές. Αυτός που τριβελίζει μας προκαλεί πονοκέφαλο.

Γιατί με τριβελίζεις παιδάκι μου; Δεν έχεις να κάνεις τίποτε άλλο να κάνεις από του να μου γίνεσαι;

Got a better definition? Add it!

Published

Λήμμα επίκαιρο των ημερών. Ποδαράτη (ποδαράτο) λέμε την βόλτα με τα πόδια αντίστοιχα όπως λέμε αυτοκινητάδα με το αυτοκίνητο ή βαρκάδα με την βάρκα.

Στην Πάτρα εννοούν την παρέλαση των πληρωμάτων το τελευταίο Σαββατοκύριακο της Αποκριάς. Υπάρχουν δύο ποδαράτες: η νυχτερινή του Σαββάτου και η Μεγάλη της Κυριακής.

  1. Έχω μείνει ταπί και ψύχραιμος... τι θα έλεγες να το κόψουμε ποδαράτο μέχρι την πλατεία;
  2. Κανονίσαμε για τις Αποκριές να βγούμε με γκρουπ στις ποδαράτες στην Πάτρα. Θα περάσουμε σούπερ! Πατρινό καρναβάλι για πάντα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified