Το Σ.Ε.Φ. στο Φάληρο. Και λόγω σχήματος, αλλά κυρίως γιατί αποτελεί την έδρα του Ολυμπιακού στο μπάσκετ.
- Άντε να κερδίσεις με 5.000 γάβρους μέσα στο Τηγάνι...
Το Σ.Ε.Φ. στο Φάληρο. Και λόγω σχήματος, αλλά κυρίως γιατί αποτελεί την έδρα του Ολυμπιακού στο μπάσκετ.
- Άντε να κερδίσεις με 5.000 γάβρους μέσα στο Τηγάνι...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο χοντρός. Το υπερβολικά χοντρό παιδί.
- Ρε μαλάκα τι το ταϊζεις το παιδί; Σαν κουμπαράς είναι...
- Το «σαν» τι το θέλεις; Κουμπαράς σκέτος χωρίς χερούλια είναι. Το είπα στη γυναίκα να σταματήσει τις τηγανητές πατάτες...
Βλ. και χοντρομπαλάς, ο, μπουλούκος, o, liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, μπόγος, ντουλάπα, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, τόφαλος, χοντρολίπαρος
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το γυναικείο πράμα μαζί με όλη την γύρω περιοχή. Πιθανόν λόγω τριχοφυΐας. Το ηβαίο.
(βλ. και «γατάκι», αλλά καλύτερα βλέπε το μύδι).
Ρε μαλάκα είχε ένα γατί η γκόμενα, και αχτένιστο μιλάμε.
Μπορεί να σχετίζεται με: τριχοφοβία. Να μην συγχέεται με: γάτα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο άνω των 55 άνδρας που κυνηγάει ή λαχταράει να κυνηγήσει εικοσάχρονες. Πιθανόν να προέρχεται από την παλαιά έκφραση «τρικυμία εν κρανίω» (θαλασσοταραχή στον εγκέφαλο).
βλ. και μποφόρ.
- Ήθελες και γκομενίτσες ρε γερο-τρικυμία. Πάρε ένα υπογλώσσιο τώρα και άραξε...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η κλίμακα μούρλιας. Όταν λέμε ότι κάποιος έχει πολλά μποφόρ (στον εγκέφαλο), εννούμε ότι είναι λαλημένος, φευγάτος, πυροβολημένος.
Από την κλίμακα μέτρησης ανέμου Beaufort.
Μακριά από δαύτην φιλαράκι, έχει πολλά μποφόρ.
Καλό παιδί, αλλά τα 'χει τα μποφοράκια του.
Βλ. και με τρέλα και κορδέλα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο νούλας, ο μικρός, ο λίγος. Δυστυχώς για κάποιους, σε μερικά πράγματα το μέγεθος μετράει. Οφθαλμοφανής παραλληλισμός με το μέγεθος του ρεβιθιού.
Σημαίνει και τον ανίκανο να κάνει μεγάλα πράγματα.
Σ.Σ.: το λήμμα πρωτοεμφανίστηκε πριν το 1900. Μη νομίζουμε δηλαδή ότι οι παλιοί δεν σλανγκάρανε... (ή ότι την είχανε όλοι μεγάλη).
Θέλει και να διοικήσει την Ελλάδα, ο ρεβιθοτσούτσουνος. Εδώ δεν μπορεί να διοικήσει τη γυναίκα του...
Βλέπε και τσουτσούνι, μικροτσούτσουνος, κοντοτσούτσουνος. Ακόμη: -αρχίδας, -καύλης, -πούτσης και -πουτσος, -τσούτσουνος, -ψώλης.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πέθανε ο πατέρας μου... έχω την κακομοίρα την μάνα μου στο νοσοκομείο για εγχείρηση... ξέμεινα από βενζίνα... με λήστεψαν δυο πρεζόνια εδώ πιο κάτω... είμαι φίλος / υπάλληλος του γιου σας...
Η παραμύθα έχει βασανίσει κόσμο.
Άσε την παραμύθα ρε φίλε !
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η γκόμενα που, μόλις μαθαίνει ότι χώρισες με τον δεσμό σου, στην πέφτει ανοιχτά για να καταλάβει την θέση που χήρεψε... γιατί στην βράση κολλάει το σίδερο.
Το μισθωμένο από μπαρμπουτιέρες και χαρτοπαικτικές λέσχες άτομο που αναλαμβάνει να παρηγορήσει με φιλικές κουβέντες τον μεγάλο χαμένο της βραδιάς και να τον στηρίξει ψυχολογικά. Αυτό συμβαίνει όταν ο χαμένος είναι καλός πελάτης, οπότε η δουλειά της παρηγορήτρας είναι να τον στήσει πάλι στα πόδια του ώστε μετά από μερικές ημέρες να τον ξαναμαδήσουν στην λέσχη.
Παρηγορήτρα είναι αυτή. Μου την έπεσε κι εμένα μόλις χώρισα με την Νίκη.
(Παρηγορήτρα προς τον χαμένο:)
- Έλα μωρέ, τα λεφτά έτσι είναι, πάνε κι έρχονται... Γκίνια είναι θα σπάσει κάπου... Η υγεία είναι το σημαντικό...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο χώρος που παίζεται το μπαρμπούτι. Συνήθως παράνομος ή ημιπαράνομος με τσιλιαδόρους, έξοδο ανάγκης, ηχομόνωση και φουσκωτούς.
Το τραπέζι που παίζεται το μπαρμπούτι.
Κάθε διαδικασία ή παιχνίδι στο οποίο, οι αρχικοί κανόνες παύουν κατά περιόδους να ισχύουν και γίνεται της πουτάνας. (Πάντα προς όφελος ορισμένων).
(Άμα δεν σε πάει, γάμισέ τα. Τράβα παίξε κανένα τάβλι.).
Μπαρμπουτιέρα έχει γίνει η αγορά της Σοφοκλέους.
Έχουν κάνει το σύστημα με τις αγροτικές επιδοτήσεις σκέτη μπαρμπουτιέρα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η εύκολη γκόμενα, το ξέκωλο. Αυτή που ανοίγει εύκολα τα μπούτια.
Από το ιταλικό ρήμα «trombare» = φουσκώνω, (στην αργκό) = γαμάω.
Κάνει ωραίους συνειρμούς και με το μουσικό όργανο. Αν παιζόταν γονατιστά, θα προερχόταν σίγουρα από αυτό.
- Πάρε το σοβαρό μωρό που περνάει.
- Σιγά την τρομπέτα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified