Ποντιακή λέξη. Λέγεται ακόμα από οικογένειες όπου μεγάλωσαν σε προσφυγικό περιβάλλον. Τούρκικης προελεύσεως. Σημαίνει «Λες και / σάμπως / υποτίθεται ότι».

- Δεν πήγαμε για μπάλα σήμερα, γιατί δούλευε από το πρωί...
- Ζατίμ άδεια είχε πει ότι θα έπαιρνε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μεγάλο ψέμα, που μόνο ένα χάπατο θα μπορούσε να χάψει. Το ψέμα «μετά τυμπανοκρουσίας», το ψέμα «μετά βαΐων και κλάδων».

Δεν χρειάζεται. Ένα ψέμα, είναι πάντα ένα ψέμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καρφώνω, με την έννοια του προδίδω, εκ του προ + δίδωμι. Προέρχεται από το γνωστό καρφί, την πρόκα, και χρησιμοποιείται από λαϊκές μορφές, ως φράση της αργκό.

Κανένα μάτι μη μας δει, και μας προκάρουν δηλαδή
και μας βρούνε καμιάν αιτία, και μας πάνε όλους φυλακή
(απόσπασμα τραγουδιού, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μανούρα, στα ποδανά. Αν και η μανούρα είναι γένους θηλυκού, στα ποδανά γίνεται αρσενικού επειδή είναι πιο εύχρηστο.

- Και γιατί είσαι μέσα ρε γιακουμή;
- Ανθίστηκαν τα βέρια με τις χιονάτες, και εγένετο νουραμάς με τους πολιτσμάνους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψέμα στην διάλεκτο των gamers, ή αλλιώς κατά κόσμο γνωστούς ως πωρωμένα, είναι κάτι το απρόσμενο, που δεν βασίζεται στην λογική του παιχνιδιού, ή δεν υπολογίζεις στο να γίνει. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και στην καθημερινή μας γλώσσα για να υποδείξει κάτι το οποίο συμβαίνει με πιθανότητες 1 στις 100 και μας εκπλήσσει δυσάρεστα. Χρησιμοποιείται και στον πληθυντικό.

Χρησιμοποιείται ως εξής:
1) Τι ψέμα είναι αυτό;
2) Πού γίνονται αυτά τα ψέματα;

  1. Εδώ κοίτα, χάλασε το αυτοκίνητο και τελείωσε και η μπαταρία από το κινητό, και εσύ δεν έχεις σήμα. Τι ψέματα είναι αυτά...

  2. Δεύτερη φορά κολλάει στο ίδιο σημείο και δεν μπορώ να κάνω save... Πού γίνονται αυτά τα ψέματα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσταγμα ή προτροπή που προτρέπει τον πλησίον να αφήσει τα δύσκολα μονοπάτια, και να κάνει κάτι ευκολότερο από αυτό των δυνατοτήτων του. Εμπνευσμένο από το γνωστό παιχνίδι μπουλώ (bouleaux) ή αλλιώς γνωστό ως πιλλότα, όπου το να παίξεις τα κόζια ή αλλιώς ατού, δείχνει την σίγουρη και απλή κίνηση.

- Σήμερα άμα πάμε για μπάλα, θα παίξω στόπερ...
- Ρε παίξε κόζια, που θες να παίξεις στόπερ, μέχρι χτες δεν ήξερες τι σχήμα έχει η μπάλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυπριακής προελεύσεως. Χρησιμοποιείται και στα ποντιακά. Ο άσχετος. Κυριολεκτικά σημαίνει ανίδεος, εκ του στερητικού α + χαμπάρι, αλλά επειδή δεν ακούγεται ωραία το αχάμπαρος, με τον καιρό έγινε αχάπαρος.

- 13 – (2 + 5)×5 = 30.
- Τι λες ρε αχάπαρε, 5×2 + 5×3 κάνεις πρώτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που εκστόμισε ο Ηλίας Κασιδιάρης, βουλευτής του λαϊκού συνδέσμου «Χρυσή Αυγή» εναντίον της Ρένας Δούρου. Στην προκειμένη περίπτωση η φράση χρησιμοποιήθηκε για να υποβαθμίσει το πρόσωπο ή τις ικανότητες κάποιου. Στην πράξη, ο χρήστης συμπληρώνει με την δική του ατάκα, ανάλογα με την περίσταση.

- Σε ξέρω κι' από χτες και με μιλάς έτσι;
- Άντε βρε νούμερο που μας το παίζεις και κάποια, μέχρι χτες λεφτά να φας δεν είχες, με πήρες και Luis Vuitton.

Καλοκαιρινό χιτάκι (από Khan, 21/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιεί ο Γεωργίου. Έχω καταλάβει την χαμηλή διανοητικότητα κάποιου, ή κάποια χωριατίλα που έκανε, και τον κοροϊδεύω. Συνώνυμο: δουλεύω κάποιον ψιλό γαζί

Δεν καταλαβαίνεις ότι ο κόσμος σε έχει πάρει στο βραστό; Κάνει πλάκα ο κόσμος μαζί σου. Και ο Άδωνις Γεωργιάδης, τα ίδια. Μιλάει ο ένας, μιλάει ο άλλος, ποιος ακούει; Γελάει ο κόσμος, δεν το καταλαβαίνετε;

(από sapap, 10/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που λέγεται όταν έχω λαμβάνειν, και γνωρίζω και ο ίδιος ότι δε πρόκειται να τα πάρω ποτέ, οπότε λέμε ότι (τα χρήματα) θα τα πάρω σε φιλιά.

- Δούλευα μια βδομάδα, πέντε μεροκάματα και μετά σταμάτησα.
- Πληρώθηκες τα 300 ευρώ;
- Μπα από ότι βλέπω σε φιλιά θα τα πάρω.

Οι ωραίοι έχουν χρέη και πληρώνουν σε φιλιά. (από Khan, 04/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified