Φράση ακουσμένη από την γιαγιά μου. Αντίστοιχο του «Βιολί βιολάκι». Επίσης χρησιμοποιείται και για κάποιον που θα κάνει αυτό που θέλει ακόμα και αν ξέρει ότι δεν είναι καλό.

- Εγώ του είπα ότι αυτή η γυναίκα δεν είναι για αυτόνα και αυτός την παντρεύτηκε... Ορτουλούμ ορτουλούμ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο περιορισμένης διανοητικότητας άνθρωπος. Ο χαζός.

- Καλά ρε, βάζεις κολόνια και στο καπάκι αποσμητικό;
- Γιατί, τι πειράζει;
- Τίποτα, ρε, βάλε, καλό είναι.... Α, ρε κωθώνι.

Κ...όθων (από GATZMAN, 10/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμπνευσμένο από ατάκα μου ύστερα από ερώτηση της μητέρας μου για το πώς καταφέρνω και το έχω κάνει σκουλαρίκι το κινητό. Η απάντηση μου ήταν γουάτς απ έχω.

Ύστερα από αυτό η ατάκα κατοχυρώθηκε στο λεξιλόγιο της μάνας μου. Ίνα μη βραχέως ειπείν, η φράση «γουάτς απ είναι» σημαίνει επίσημα «Τζάμπα είναι».

- Ορίστε ρε γιακουμή!
- Πες και κανένα ευχαριστώ ρε συ, γουάτς απ είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση της αργκό. Με λίγα λόγια, αν κάποιος δεν έχει λεφτά δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες του. Ακριβέστερα, άκουσα ότι χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογηθεί ο έρωτας μιας κοπέλας για κάποιον ευκατάστατο.

Δεν νομίζω να χρειάζεται παράδειγμα, ο ορισμός μιλάει από μόνος του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κυριολεκτικός ορισμός είναι «βρικόλακας». Η λέξη είναι ποντιακή, και σημαίνει μεταφορικά «ξενύχτης». Μπορεί επίσης να χαρακτηρίσει και κάποιον που έχουν κοκκινίσει τα μάτια του για διάφορους λόγους.

Η λέξη πιθανόν να είναι τούρκικη.

Ο τεμέτερον παιδάς άμον το χοτλάχ έρθεν οψές...

Δες ακόμη: σερίφης, χτεσινός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποντιακή λέξη. Ο τυφλός. Συνήθως χρησιμοποιείται για κάποιον ο οποίος δεν βλέπει τι γίνεται μπροστά τα μάτια του. Λέγεται κυρίως στην βόρεια Ελλάδα.

Η Μαρία τον δουλεύει και αυτός έχει κιορλεμίαση... Πρέπει να τον φέρουμε στα συγκαλά του, φίλος μας είναι, τον πονάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποντιακή έκφραση, για κάποιον που πέθανε. Αν δεν είναι ξεκάθαρο το παραπάνω λήμμα, μεταφράζεται ως «Στου παπά το καΐκι», όπου προφανώς εννοείται το φέρετρο... Επίσης χρησιμοποιείται για κάποιον ο οποίος είναι ξοφλημένος, λόγω τζόγου, ναρκωτικών κλπ.

- Σήμερα θα πάω πάλι στο Regency...
- Πάνε αγόρι μου, και μετά πας για του ποππά το καΐκ'...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη της αργκό. Το χρήμα, τα λεφτά. Προέρχεται από τα γνωστά 30 αργύρια.

Όταν βγήκαν οι λάμες ο αργύρης ήρθε με τη μια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κύριος χαρακτηρισμός
Τα λυκειόπαιδα κακής φήμης από τους γονείς συμμαθητών τους.

Διάφοροι χαρακτηρισμοί
α) Η πολύ άσχημη γυναίκα
β) Το πολύ άχρηστο πράγμα

Κύριος παράδειγμα
- Να και ο Μήτσος παρέα με τα μπουκλούκια... Ο ένας έχει τα μαλλιά πρόκες, και ο άλλος ράστα...

Διάφορα παραδείγματα
α) (παλιό ανέκδοτο) - Πώς λέγεται η άσχημη αδερφή του Λούκι Λουκ; - Μπουκλούκι λουκ!

β) Προτιμώ να αγοράσω αυτό το mixer, που είναι και πιο φθηνό, παρά να πάρω αυτό το μπουκλούκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην φράση είμαι σπαθί: Είμαι ξηγημένο άτομο, είμαι ντόμπρος.

- Τι έγινε Μήτσο; Έφερες την χιονάτη ;
- Φυσικά, όπως είχαμε συμφωνήσει.
- Τελικά, είσαι σπαθί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified