Η κοπέλα που είναι σταθερά διαθέσιμη για να κάνουμε μαζί της σεξ.

Συνήθως: Έχουμε μαζί της σχέση. Μιλάμε για νεαρές ηλικίες και στους δύο συντρόφους. Δεν το ταυτίζουμε με τα «τυχερά» που μπορεί να μας κάθονται, εκείνες είναι μεμονωμένες περιπτώσεις και εκ των προτέρων άγνωστες ενώ το μόνιμο μουνί όχι. Δεν σημαίνει ότι είμαστε απαραίτητα πιστοί σε αυτήν την γυναίκα, έτερον εκάτερον.

Τι δεν είναι: Το μόνιμο δεν σημαίνει για πάντα. Σε καμία περίπτωση δεν αναφερόμαστε σε πουτάνα. Ούτε με την έννοια του fuck buddy το έχω ακούσει.

Υφέρπει μια απαρέσκεια στην μονιμότητα, η οποία στο κρεβάτι μεταφράζεται σε μονοτονία. Επομένως περνά μομφή για την κατάσταση που βρίσκεται ο δικαιούχος του μόνιμου μουνιού. Μπορεί όμως να υπερισχύει η έννοια της σταθερής σχέσης και του σπιτικού σεξ, έτσι απλά, χωρίς απαξία. Άντε το πολύ-πολύ να θες να πεις ότι αυτός ο φίλος βγαίνει προσωρινά από τη λίστα των μάχιμων μπαρόβιων-καμακόβιων-κωλομπαροτσαρκόβιων, μέχρι νεωτέρας.

Είναι πολύ προγενέστερο από ένα ομώνυμο τραγούδι που παίζει στο youtube. Βλ. και το λήμμα μουνί.

  1. Από εδώ:

Βυζιά δεν με άφηνε να της πιάνω, αυτή καμιά σχεσούλα θα θέλει, ε δεν έχω πρόβλημα κι εγώ στ'αρχίδια μου. Απ'ότι είδα χρειάζεται ένα μόνιμο μουνί εδώ πέρα γιατί αλλιώς δουλειά δε γίνεται.

  1. Από εδώ:

Στα 50 ο άντρας μάγκες περνάει την δεύτερη εφηβεία του. Πάντως όλα είναι εγκεφαλικά. Με το μόνιμο μουνί μπορεί να χάσεις μετά τα 40 κάπως την ενεργητικότητα σου, να ρίχνεις δηλαδή 2-3 τρεις φορές την βδομάδα εκεί που γάμαγες κάθε μέρα. Αν όμως κάτσει νέο μουνί γίνεσαι οπλοπολυβόλο.

Μαλακιούλα των Καφρίλιον (από Khan, 31/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Κατακλέβω κάποιον, ιδίως αφαιρώντας από έναν χώρο (και όχι από πάνω του, αν και λέγεται και σ' αυτήν την περίπτωση) αγαθά και τιμαλφή.

Ο χώρος, μετά την διαδικασία του «νοικοκυρέματος», μοιάζει άδειος από τα πράγματα που λείπουν, χωρίς να χρειάζεται πια όλη αυτή η απαραίτητη τακτοποίηση, π.χ. των τσιγάρων στα ράφια του μίνι μάρκετ, των πακέτων στην αποθήκη κλπ. Με λίγο πικρό χιούμορ, μπορείς πια να απολαύσεις έναν χώρο πιο μινιμάλ.

Κυριολεκτικά σημαίνει «φτιάχνω» κάποιον, του προσφέρω τον πλούτο και τα μέσα να «γίνει άνθρωπος» (παράδειγμα 3).

  1. Από εδώ:

Βαρέθηκα να βλέπω τους συμπολίτες μου να κατηγορούν τους αλβανούς κ.λ.π. αλλοδαπούς ότι τους κλέβουν τις δουλειές ενώ στην πραγματικότητα οι ίδιοι ποτέ δεν θα έκαναν τις δουλειές που κάνουν αυτοί... (κι ας μου σπασαν το μαγαζί προχθές 4-5 αλβανοί και μ έκαναν ...νοικοκύρη αλλά αυτό είναι άλλο θέμα πάλι στις καταγγελίες... )

  1. Από εδώ:

Εμείς δε χρειάζεται να κάνουμε μετακόμιση στην εταιρεία... Την έκαναν άλλοι για μας. Μπήκαν χτες βράδυ και μας έκαναν νοικοκύρηδες!

  1. Από εδώ:

Ίσως όμως κι όλα αυτά να είναι αυταπάτες και να μην υπάρχει ελπίδα σωτηρίας για το προϊόν (σ.σ. τη σταφίδα) που κάποτε έκανε νοικοκύρηδες χιλιάδες αγρότες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιωματισμός των Ελλήνων της Νότιας Αφρικής. Κολοράτος είναι ο colored, ο έγχρωμος, ο άνθρωπος που δεν ανήκει ούτε στην λευκή φυλή ούτε στην μαύρη. Κυρίως αναφέρεται στους μιγάδες (αλλά και σε άλλους, όπως μπορείτε να δείτε εδώ).

Βλ. και μελαχρινός, με τα εκεί σχόλια.

Από εδώ:

Στην εφηβεία δουλεύει ως εργάτης και βρίσκεται οργανωμένος στο κομμουνιστικό κόμμα και αυτό γιατί το κ.κ. είναι το μόνο που δέχεται τους μιγάδες, τους κολοράτους όπως τους αποκαλούσαν. Όλοι οι άλλοι π.χ. το νοτιοαφρικανικο κονγκρέσο που κυβερνά σήμερα (Μαντέλα) δεν αναγνώριζαν τους κολοράτους.

Got a better definition? Add it!

Published

Αστεϊσμός για τον νέο στον στρατό. Από την ομώνυμη εταιρεία επίπλων. Ακουσμένο από την σειρούλα μου στον Εύρο.

- Πού 'σαι ρε νεοσέτ;
- Τι;
- Έλα, δεν χασομεράμε τώρα, πιάσε την σφουγγαρίστρα και ανέβαινε στο διοικητήριο για καθαριότητα.
- Εσύ τι θα κάνεις;
- Θα πίνω καφεδάκι στον όρχο, πώς σου φάνηκε;

Got a better definition? Add it!

Published

Εκτός από «αλιεύω» κυριολεκτικά και μεταφορικά, για αυτοκίνητο σημαίνει ότι αυτό «τραβάει» από την μία μεριά εξαιτίας φθαρμένων ελαστικών ή αναρτήσεων ή, σπανιότερα, κακών ρυθμίσεων μετά από παρέμβαση στα μηχανολογικά ή οδήγησής του στα όρια. Αυτό, βέβαια, φέρνει και τρέμουλο στο τιμόνι και την καμπίνα και γενική αστάθεια στον έλεγχο του αυτοκινήτου.

Μοιάζει με το νευρικό τράβηγμα της πετονιάς από το ψάρι που μόλις πιάστηκε ή από τα χέρια του ψαρά (στην καθετή) που θέλει να παρασύρει το ψάρι ώστε να τσιμπήσει.

Διαβάστε και για το torque steering. Δείτε και τον τζόγο.

  1. Από εδώ:

ΤΟ Ζ3 ειναι δυσκολο αμαξι! (ειδικα το facelift που εχει μεγαλυτερο αξονα πισω) αν δεν γινει κατι σωστα το αμαξι ψαρευει, και δεν φρεναρει σωστα.

  1. Από εδώ:

Τελικά να μην πολυλογώ το αυτοκίνητο πάει χαλιά στον δρόμο δηλαδή ψαρεύει και στις ταχύτητες 140 και άνω ελαφραίνει πολύ το τιμόνι και δεν είναι και ευθύβολο σε σημείο που μερικές φορές με τρομάζει. Μήπως ξέρει κανείς σας τις σωστές γωνιές στο 307 5θ 1.6-2003 μοντέλο για μια καλή και σταθερή ευθυγράμμιση;

  1. Από εδώ:

RX8 από ροπές …….άστα , αν σου ξέφευγε καμμία στροφή με λάθος σχέση ( κάτω από 7000 στροφές) έψαχνες το πιο μαλακό χωράφι για να βγείς. Και πάνω από το 200 πάλευες με το τιμόνι γιατί το αυτοκίνητο ψαρεύει ενοχλητικά.

Got a better definition? Add it!

Published

Από το τουρκικό bayir που σημαίνει πλαγιά αλλά και ακαλλιέργητη έκταση, άγονο κομμάτι γης, χωράφι ή οικόπεδο αφημένο στην τύχη του να γεμίζει αγριόχορτα. Με την δεύτερη σημασία λέγεται αρκετά στην Βόρεια Ελλάδα.

Η πρώτη σημασία έχει διασωθεί στην μορφή μπαΐλα.

- Θα περάσεις την Σκύδρα, μετά θα περάσεις το Ριζό στο δεξί σου χέρι και θα κοιτάς για πινακίδα «Αγία Μαρίνα». Μισό λεπτό δρόμος ευθεία είναι το βραστήριο.
- Έχει χωριό εκεί;
- Μπα, στη Νέα Στράντζα είναι, εγκαταλελειμμένο είναι το χωριό, μες στα μπαΐρια έχει πέντε σπίτια και την εγκατάσταση που βράζουνε το τσίπουρο.

Στο 0.30. Πήγε βόλτα στα μπαίρια, ως μη έδει (που λέει και το Πονηρόσκυλο). (από Khan, 13/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Κυριολεκτικά, τα σκατά.

  2. Αλλά και μεταφορικά τα σκατά, όταν θέλουμε να μιλήσουμε λιγότερο αθυρόστομα, τόσο για καταστάσεις όσο και για ανθρώπους.

  3. Το αντικείμενο αδιευκρίνιστης ταυτότητας, προέλευσης, σχήματος, σε φάση μαραφέτι, παπαράκι, μαρκούτσι, γαμίδι.

  4. Φιλική προσφώνηση σε οικείο πρόσωπο (!).

  1. Από εδώ:

Άμα τον πηγαίνεις βόλτα μέρα παρά μέρα, είναι σίγουρο ότι θα κάνει μεγάλες σκατούλες ενδιαμέσως... Γενικά πάντως, δεν κατάλαβα γιατί τους ενοχλεί το μέγεθος της σκατούλας.... με δεδομένο ότι θα βγάζεις το σκύλο 2 φορές την ημέρα τουλάχιστον, και συνολικά πάνω από μία ώρα, φυσικά και δε θα χέζει συνέχεια...

2α. Από εδώ:

Σε ένα βίντεο που ανέβασα στο utube μου κότσαραν και μια διαφήμιση... Αν γίνουν κλικ εγώ θα πάρω τπτ ή σκατούλες;;;

2β. Από εδώ (σ.σ. το λινκ είναι broken, το κείμενο εμφανίζεται μόνο στο google - το σχόλιο πιθανώς αφαιρέθηκε):

Βρε καραγκιοζη, ο καπετανιος κατι σκατουλες σαν κι εσενα, τις εχει για πρωινο. Χτεσινε ρουφιανακο.

  1. Από εδώ:

Και αυτά που είναι σαν κίτρινες πατημένες σκατούλες δίπλα από το κάθε νήμα, γιατί λένε «Νέα»; Τι Νέα, η εφημερίδα; Και γιατί είναι σαν κίτρινες σκατούλες; Και γιατί είναι σαν πατημένες;

  1. Από εδώ:

- Άστα να πάνε, η χαμένη έγινε κιουρία και την έκανε μπουχός. Τι κάνει η περιστέρα σου;;; Πότε θα σας δούμε;;;
- Και γω ρε σκατούλες σας πεθύμησα... Θέλω καφεδάκι και κουτσομπολιό.

(από peregrine, 05/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κυρία, με ηθελημένη «χωριάτικη» (εδώ στην Αθήνα την λέτε βλάχικη) προφορά ώστε να ακουστεί η αντίφαση και να λειτουργήσει υποτιμητικά. Διότι ως κυρία κανονικά χαρακτηρίζουμε την αστή αρχοντογυναίκα που, ανάμεσα σε όλα τα χαρακτηριστικά της καθωσπρέπει συμπεριφοράς της, συγκαταλέγεται και το ότι δεν βάζει στο στόμα της χωριάτικες λέξεις (και χωριάτικα λουκάνικα).

Ανάλογα με τα συμφραζόμενα μπορεί να χρησιμοποιηθεί από λίαν ειρωνικά έως πειραχτικά σε φίλο, αλλά και αυτοσαρκαστικά.

  1. Από εδώ:

Πως με βρίσκεις; Άψογη νομίζω... Κανονικά επειδή δεν μπορώ να του χώσω το στιλό στο λαρύγγι ή μια κλωτσιά στ' αχαμνά, θα έπρεπε να του ρίξω ένα μπινελίκι να το θυμάται. Εγώ όμως κιουρία...

  1. Από εδώ:

- Την ΥΒΕΤ να ρωτήσεις. Αλήθεια τι κάνει αυτή;;;
ΥΒΕΤ: Αυτή;;;;;;;; χα χα Εδω ειμαι καλε μια η εξοχή μια τα πληντήρια που χρονος για τετοια [...]
- Το αυτή σε πείραξε; Καλά, θα σε λέω Κιουρία Υβετ από 'δω και πέρα!

  1. Ετυμολογική παρατήρηση από εδώ:

η προφορά του «υ» έχει επιζήσει σε μερικές ελληνικές διαλέκτους(παλαιά αθηναική, μεγαρίτικη, κυμαίικη, μανιάτικη, κατωιταλιώτικη κτλ), όπου το «υ» προφερέται ως «ου»- σκούλος, σούκο(σύκο). και στην κάτω Ιταλία ως «ιού» π.χ. το «κύρ» ως «κιούρ» βλ.επίθετο Ciurleo>Corleone. Και όχι μόνο σ'αυτες τις διαλέκτους αλλά και γενικότερα έχει επιβιώσει σε λέξεις όπως το «γιούφτος» και το «κιουρία».

  1. Ανέκδοτο από εδώ:

Μπαίνει ένας σε ένα μπαρ, πλησιάζει μία και της λέει:
- Έλα σπίτι μου να πηδηχτούμε μέχρι το πρωί!
Κάγκελο αυτή, αλλά καθότι κιουρία, απαντά σε ανάλογο τόνο:
- Σας παρακαλώ, τι με περάσατε, για καμιά πόρνη;
- Γιατί μωρή, ποιος μίλησε για λεφτά;

Κιουρία Κιουρί (από GATZMAN, 13/10/10)να και το Κιουράκι! (από MXΣ, 30/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Πάντα στο τρίτο πρόσωπο: καθαρίζει

Μαμίσια κυριολεκτικά κουβέντα που αναφέρεται στο μικρό παιδί και την λένε πολύ και οι νηπιαγωγοί.

Καθαρίζει ένα νήπιο που μαθαίνει να πηγαίνει όταν πρέπει στην τουαλέτα και να μην τα κάνει πάνω του, απαλλάσσοντας συνεπώς, το μεν ίδιο από τις πάνες, τους δε ανθρώπους που το φροντίζουν από την ανάγκη να το αλλάζουν.

Αποτελεί προϋπόθεση για να δεχτούν το παιδί σε παιδικό σταθμό, τουλάχιστον σε κάποιους που έχω ιδία άποψη.

  1. Από εδώ:

Έχω την πίεση με τον Δημοτικό Παιδικό Σταθμό (όπου απαιτούν να έχει καθαρίσει το παιδί) αλλά προτιμώ να μάθει στην ώρα της κι ας μην πάει παιδικό παρά να την υποχρεώνω με το ζόρι, άλλωστε αγύριστο κεφαλάκι είναι ούτως ή άλλως, ζωή νάχει η ζουζούνα μου!

  1. Από εδώ:

Θα ηθελα λοιπον να με βοηθησετε με τις γνωσεις σας.Η κορη μου ειναι 31 μηνων και ακομη δεν εβγαλε τις πανες.Το καλοκαιρι που ηταν 2 προσπαθησαμε με τη μαμα μου που την κραταει οταν δουλευω,αλλα το μωρο εκτος απο 5-6 φορες που εκανε στο γιογιο δεν εδειξε να ειναι ετοιμη.Ετσι κι εγω επειδη θα ερχοταν και το 2ο μωρο τον Φεβρουαριο, το αφησα για φετος το καλοκαιρι επειδη εχω διαβασει οτι ο ερχομος ενος νεου μελους δεν ειναι καλη περιοδος για να «καθαρισει» το παιδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμμαχώ, συμπαρατάσσομαι, συνεννοούμαι με κάποιον για να προωθήσουμε μαζί τα κοινά μας συμφέροντα. Όπως τα πολιτικά κόμματα, οι συμμαχίες γίνονται από μέλη του ίδιου ευρύτερου συνόλου. Στην έννοια του λήμματος, όμως, ποτέ δεν υπάρχει η έννοια της συνεργασίας για το καλό όλου του συνόλου, όπως (θεωρητικά) υπάρχει στα πολιτικά κόμματα.

Πρόκειται για ήπια έκφραση που μπορεί άνετα να την χρησιμοποιήσει οποιοσδήποτε οποτεδήποτε, εκτός από επίσημες περιστάσεις και έγγραφα.

Βλ. και κολεγιά, τακιμιάζω, τα κάνω πλακάκια.

  1. Από εδώ:

Οι αρχηγοί έκαναν κόμμα με τα μεγάλα αφεντικά και κονόμαγαν σε βάρος των πολλών που στήριζαν το συνδικάτο. Μέχρι που κάποια στιγμή γινόταν της εκδιδομένης η κιγκαλερία και έρχονταν τα πράγματα σε μια σειρά. Και τανάπαλιν απ’ τη αρχή με τη νέα ηγεσία κι’ όσοι δεν ανήκαν στο συνδικάτο περίμεναν στη πλατεία να περάσουν οι μάγκες με τα φορτηγά και να διαλέξουν με το δείκτη του χεριού … έλα εσύ, και εσύ, όχι εσύ κλπ.

  1. Από εδώ:

Εγώ ήμουν ο πιο αντιδραστικός άνθρωπος που γνώρισε το camping και το λάτρεψε! Ξεκίνησα στα 15 από τα ομαλά, Χαλκιδική! Μετά ήρθαν τα δύσκολα: γονείς, 2 αγόρια αδέρφια (που έκαναν κόμμα, μέχρι που βρήκαν κορίτσια και ήθελαν κάλυψη!), δεν είχε ζεστό νερό, πλέναμε τα πιάτα εναλλάξ - επειδή εξαιρούνταν οι άντρες όμως - το εναλλάξ σήμαινε μέρα παρά μέρα - εγώ και η μαμά μου!

  1. Από εδώ:

Απ ότι κατάλαβα Μυρτώ μου, απ' τη μια ο ανάδρομος Ερμής και απ την άλλη Κουρσάρε, ο Μέρφυ με τους νόμους του, έκαναν κόμμα, συμμαχία, ταυτίστηκαν και βάλθηκαν να μας εξοντώσουν. Ε! ΟΧΙ. Αμάν πια! Ας μην τους κάνουμε τη χάρη. Ν' αντισταθούμε, βρε παιδιά.

Got a better definition? Add it!

Published