Σούπερ ντούπερ υπερθετικός βαθμός του «πολύ».

Προσδιορίζει μέγα πλήθος, απροσμέτρητο, ατελείωτο, τα πάντα.

Χρησιμοποιείται κυρίως στο επαγγελματικό σινάφι των μουσικών και τραγουδιστών.

- Έχει μεγάλο ρεπερτόριο ο μπουζουκτζής που θέλεις να μας φέρεις;
- Παίζει τον άμμο της θάλασσας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταβάλω χρηματικό ποσό που είναι κατά κανόνα σημαντικό, τσουχτερό η δυσανάλογα μεγάλο για την οικονομική μου δυνατότητα και υπό το καθεστώς μη εναλλακτικής επιλογής.

Επίσης: πλερώνω, ακουμπάω, ρίχνω.

  1. Πήγαμε προχτέ στο καζίνο. Άσε, τα στάξαμε χοντρά.

  2. Για νυχτιά στη Λάουρα πρέπει να τα στάξεις γερά.

  3. Μας έστειλε τον σφίχτερμαν και αναγκαστήκαμε και τα στάξαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μερικές ακόμα μόρτικες κι αλανιάρικες εκφράσεις για τα γνωστά χρονικά επιρρήματα χθες, προχθές κλπ.

  1. Εψέ πήγαμε στη ταβέρνα του Νταούφαρη.
  2. Έμαθες; Προχτέ είχαμε και τ 'άλλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αιτιατική πτώση, πληθυντικού αριθμού του οριστικού άρθρου ο, η.

Αντί των: *τους *ή ***τις***.

  1. Από τσι πούστηδοι, τι περιμένεις.

  2. Θα πάμε εκεί μι τσ' άντριδοι.

  3. Έμπλεξα με τσι πουτάνες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μόρτικοιγραμματικοί τύποι, της αόριστης αντωνυμίας αυτός.

  1. Πήγαμε μ' αυτουνούς εκεί.

  2. Το ρολόι που βρήκες είναι αυτουνού.

  3. Τι τους θέλεις όλους αυτούνους εδώ;

  4. Εδώ δίπλα βρίσκονται κι αυτήνοι.

  5. Τι γυρεύεις εδώ, μ' αυτήνες τις πουτάνες ;

  6. Πού πήγες κι έμπλεξες μ' αυτήνες τσι, τσ' πούστηδοι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκμεταλλεύομαι ευκαιριακά ή συστηματικά, θεμιτά ή αθέμιτα, ηθικά ή ανήθικα μια ευνοϊκή κατάσταση που μου προσπορίζει διαφορών ειδών οφέλη ή ανταλλάγματα.

Συνώνυμη έκφραση: βρίσκω το μήνα που θρέφει τους έντεκα

- Είδες τον Πανάγο; Από τότενες που άνοιξε νταλαβέριμ' αυτήνες τσι πούστηδοι, είναι κάθε μέρα στη μπούντρα.
- Καλά ξηγιέται, βρήκε βυζί και βυζαίνει, αφού.

(από iwn, 01/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση στην οποίαν περιέρχεται κάποιος έπειτα από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.

Επίσης λιώμα, τύφλα, χώμα, σκνίπα κλπ.

- Χτες στο πάρτυ του Ανδρέα γίναμε λιάδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αιτιολόγηση τσέπης, σχεδόν για κάθε τι επιστητό. Ξεχάστε όλα όσα ξέρατε μέχρι σήμερα για μακροσκελείς και δυσνόητες αιτιολογήσεις.

Η φρασούλα αυτή έρχεται να αντικαταστήσει τόμους σκεπτικών αιτιολογίας και ερμηνείας ζητημάτων. Ρίξτε τη φράση και μέσα σε λίγα μόνο δευτερόπλεπτα θα δείτε να αιτιολογούνται απαγορεύσεις, παύσεις, αναβολές και κάθε είδους παραξενιές σας.

Χορηγείται τόσο σε μικρά παιδιά όσο και σε ενήλικες.
Διατίθεται σε σπρέι για τους απανταχού προληπτικούς.
Θα τη βρείτε σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες.
Κυκλοφορεί και σε γιατί δεν πρέπει και γιατί δεν γίνεται.

1.- Μα γιατί μαμά, αφού θέλω να παίξω κι άλλο;
- Γιατί δεν κάνει.

  1. - Και γιατί παρακαλώ πρέπει να αναζητήσω εγώ και όχι η υπηρεσία σας το συγκεκριμένο πιστοποιητικό;
    - Γιατί δεν γίνεται.

  2. Ο χαβαλές: - Γιατί Τετάρτη και Παρασκευή να μη ξεριζώνω τις κωλότριχές μου;
    Ο προληπτικός (σοβαρά): - Γιατί δεν κάνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αλήτης, ο ακαμάτης, ο ανεπρόκοπος, ο τεμπέλης, αλλά και ο περιθωριακός, ο περιθωριοποιημένος.

Απο το τούρκικο kopuk = αποκομμένος, αλήτης, κομμένος, ξεκομμένος.

Να μη συγχέεται με το κιοπέκ, από το επίσης τούρκικο köpek = σκύλος.

Λέγεται και κοπούκι.

-Τα 'μαθα τα μαντάτα για την αφεντιά του. Είναι μεγάλο κουπούκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κοινό γάλα εβαπορέ.

Από το εβαπορέ (evaporated, αφυγραμένο, εξατμισμένο) και το βαπόρι (πλοίο, καράβι).

- Θέλεις φρέσκο γάλα στο καφέ.
- Όχι φρέσκο. Βαπορίσιο, ρε μάνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified