Είναι το αντίθετο του πιάνω πουλιά στον αέρα.
Χαρακτηρισμός για άτομο αδέξιο, ανίκανο, ανεπαρκές, ζημιάρη, απρόσεκτο, αλλά και άτυχο, γκαντέμη.
- Πάλι του πεσε ο δίσκος; Τι ναι τούτος ρε παιδάκι μου; Βαλσαμωμένο πουλί απ' τα χέρια του φεύγει.
Είναι το αντίθετο του πιάνω πουλιά στον αέρα.
Χαρακτηρισμός για άτομο αδέξιο, ανίκανο, ανεπαρκές, ζημιάρη, απρόσεκτο, αλλά και άτυχο, γκαντέμη.
- Πάλι του πεσε ο δίσκος; Τι ναι τούτος ρε παιδάκι μου; Βαλσαμωμένο πουλί απ' τα χέρια του φεύγει.
Got a better definition? Add it!
Το περίνεο, ο περιορισμένος χώρος μεταξύ αιδοίου και πρωκτού.
Κατ' ευφημισμόν πάρκινγκ, καθ όσον εκεί θαλασσοδέρνονται οι όρχεις κατά τη διάρκεια κατά τη διαδικασία εξαγωγής και εκροής του γαλακτικού οπού των.
Όρα και «δυο δάχτυλα και κάτι».
Στην εφηβική καφετέρια:
- Σιγά μη λεγετ' έτσι ρε μαλάκα. Αρχιδοπάρκινκ λέγεται.
Λέξεις για το περίνεο: αρχιδακούμπι, αρχιδόκαμπος, αρχιδοπαλαίστρα, αρχιδοπάρκινκ, αρχιδόπιστα, αρχιδοχορεύτρα.
Got a better definition? Add it!
Το αιδοίον, κοινώς μουνί, αλλά και η εύκολη γυναίκα.
Άλλη μια τροχήλατη έκφραση για να χαρακτηρίσει την πολύπαθη γυναικεία τοποθεσία. Το συνθετικό parking: σταθμός αυτοκινήτων- γκαράζ, υπονοεί την κατάληψη θέσης (ενίοτε με καταβολή αντιτίμου), τις μανούβρες που απαιτούνται για τον ορθή τοποθέτηση, τον κίνδυνο πυρκαϊάς από πιθανό συνωστισμό, την διαρροή υγρών, αλλά και την ενασχόληση ή μη, παρκαδόρου.
Η ειδοποιός διαφορά συνίσταται στο ότι, ενώ η προστατευτική κουκούλα στο πάρκινγκ έπεται, στο ψωλοπάρκινγκ προηγείται.
Συνώνυμα: ψωλάραγμα, μουτζό, ψωλοκρεμάστρα κλπ.
- Αυτό το ψωλοπάρκινγκ το' χει πάρει η μισή Λαμία.
- Ε καλά τώρα, δεν είναι και καμιά μεγάλη πόλη η Λαμία.
Got a better definition? Add it!
Το αιδοίον, κοινώς μουνί, αλλά και η γυναίκα.
Σύνθετη λέξη από τη «ψωλή» (πέος) και το «άραγμα», παράγωγο του ρήματος αράζω: ελλιμενίζομαι, πιάνω λιμάνι.
Πέραν της προφανούς μεταφορικής, θαλασσοβρεγμένης και παραστατικής χρήσης του, ο όρος χρησιμοποιείται και από τους κίναιδους (κοινώς πούστηδοι), για να χαρακτηρίσει περιπαικτικά, ειρωνικά, απαξιωτικά τον διαβόητο ανταγωνιστή, θανάσιμο εχθρό και αντίπαλο δέος του πρωκτού (κωλοτρυπίδας).
Συνώνυμα: ψωλοπάρκινγκ, μουτζό κλπ.
- Καλέ Πάολα, το είδαμε πάλι το τεκνό σου μ' εκείνο το ψωλάραγμα.
Got a better definition? Add it!
Eτσι αποκαλείται εντελώς τελείως υποτιμητικότερα του «βούλγαρος», ο φίλαθλος, οπαδός, παίκτης η αθλητής, κυρίως του Πανθεσσαλονίκειου αθλητικού ομίλου Κωνσταντινουπολιτών (ΠΑΟΚ) που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη (Πόλη της Βορείου Ελλάδος απέχουσας περί τα 120 Km απο της Ελληνικής μεθορίου μετά της γείτονος Βουλγαρίας, συμπαθεστάτης και φίλιας χώρας της ΕΟΚ, απ' όπου έλκει την ονομασία του, παραφραστικά, ο εν λόγω χαρακτηρισμός).
Οι ποδοσφαιρόφιλοι (διάβαζε καυγαδόφιλοι) και μη, της Νοτίου Ελλάδος δεν παραλείπουν, ευκαιρίας δοθείσης, να επιδαψιλεύουν συλλήβδην με τον παραπάνω εθνοπροσδιοριστικό τίτλο και τους υπολοίπους κατοίκους της Βορείου Ελλάδος, με ιδιαίτερη προτίμηση, σ εκείνους της Κεντρικής Μακεδονίας.
Η προσφώνηση, ελλείψει προστατευτικού κιγκλιδώματος, αποτελεί θρυαλλίδα για την έναρξη τρανής κλωτσοπατινάδας.
Παράγωγα-τύποι: βουργάρα, βούργαροι, βουργαρία.
Όρα και βούλγαρος, βούλγαρος είσαι;
Υποδοχή σε ΠΑΟΚτσήδες στο λεωφορείο λίγο έξω απ την Αθήνα.
- Κατεβείτε κάτω ρε παλιοβούργαροι, με τα διαβατήρια σας.
Got a better definition? Add it!
Το καταπληκτικό, μεγαλειώδες, απίστευτο, ανυπέρβλητο, μνημειώδες, φοβερό κλπ.
Συνώνυμα: δεν υπάρχει, πού να σ'τα λέω, κλπ
- Πώς περάσατε στο Παρίσι;
- Α, στο Παρίσι; Άσε, μόνο ένα θα σου πω! Δε σου λέω τίποτα.
Got a better definition? Add it!
Προσταγή, εντολή, απειλή, προειδοποίηση που σημαίνει παρέμεινε φρόνιμα, ήρεμα, πειθήνια, κάτσε καλά, στάσου προσοχή, μη μου κουνιέσαι κλπ.
Εκφέρεται και σκέτο, όμως συνοδεύεται συνήθως με κλεφταρματολίτικες και Γκουζκγουνικές υποσχέσεις ή αριστοφανικά κοσμητικά επίθετα.
Από την πιο κυριολεκτική χρήση: ευθυγραμμίσου ίσια, ίσα, στοιχίσου. Σε πιο traditionale χρήση εκφράζει σύγκριση.
Διπλό, «ίσα-ίσα», σημαίνει σχεδόν, πολύ κοντά, αλλά και εξ αντιθέτου, αντιθέτως, αντίθετα. Όρα και τσίμα-τσίμα, κάθε άλλο.
Σύγκριση:
- Μια κοπελάρα, ίσα μ' εκεί πάνω.
Κοντά, σχεδόν:
- Ίσα ίσα προλάβαμε το πλοίο που έφευγε.
- Η σφαίρα πέρασε ίσα-ίσα, δίπλα απ το κεφάλι του.
- Ίσα βάρκα, ίσα νερά.
Αντιθετικά:
- Όχι μόνον καθυστέρησε αλλά ίσα-ίσα, μας τα 'ψαλε κιόλας.
Got a better definition? Add it!
Με την έκφραση καλούμε τον συνομιλητή μας να εγκαταλείψει εν τη γενέσει της κάθε απόπειρα και προσπάθεια παραπλάνησής μας, καθ όσον ήδη γνωρίζουμετην ανορθόδοξη μεθοδολογία που μετέρχεται.
Επίσης: ποιον πας να κοροϊδέψεις, σε ποιον τα πουλάς τώρα αυτά, αλλού αυτά, τράβα παραδώθε, τράβα παραπέρα, ίσα ρε, σεταμάς, κάτω τα χέρια, άσ' τα σάπια, το βιβλίο που διάβασες, εγώ το 'γραψα
- Ασ' τα τζούφια, που θα κάτσω δεύτερο σαββατοκύριακο μέσα, επειδή το κολλητάρισου σε βόλεψε με Ουκρανάκι.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιώ βαριά (βαρύτερη του αναμενόμενου) ύβρι η υβριστική έκφραση.
Δηλαδή παρακάμπτω τη sequence ενός τυπικού υβρεο-φρασεολογικού πινγκ-πονγκ.
'Η, αλλιώς, ξεκινώ τον καυγά με γκολ απ' τα αποδυτήρια, πριν ακόμα εκδηλωθεί σαφής διάθεση φιλονικίας.
Η φράση ακούγεται ιδιαίτερα στη περιοχή της Αχαΐας.
- Σταμάτα τις μαλακίες, μη σου πω την τελευταία πρώτη.
- Τι το 'πες τούτο πάλι τώρα; Μας είπες την τελευταία πρώτη.
Got a better definition? Add it!
Το ιδιαίτερα ευμεγέθες και ντούρο πέος.
Ο κέφαλος, το κεφαλόπουλο (Liza aurata), είναι ο γνωστός ιχθύς που παραπέμπει σε μέγεθος και σχήμα τρανού, παχιού φαλού.
Το νύχι σημειολογεί σκληρότερη επιφάνεια, αιχμηρή άκρη με δυνατότητα ξυστριού που σκαλίζει, ξύνει, διεγείρει, ερεθίζει (κι απλουστεύει τη ζωή), αλλά και μια επιθετικότητα αιλουροειδούς η ένα brutality Γκοντζίλα, συνεπώς έναν κάτοχο αρκούντως νταβραντισμένο, ορμητικό και ασυγκράτητο.
Από το απαγορευμένο άσμα Η Βαρβάρα (1936) του Παναγιώτη Τούντα που τραγούδησε ο Στελλάκης Περπινιάδης, και φυσικά ταλαιπωρήθηκαν απο τη δικτατορία του Μεταξά.
Παρέλκει να διευκρινιστεί, ως ευκόλως εννοούμενη, η σημασία του καλαθιού της Βαρβάρας του άσματος, όπου τοποθετείται η σπαρταριστή ψαρούκλα.
Από περιγραφή τσοντοταινίας:
- Και αμολάει ενα πράγμα, δε σου λέω τίποτα. Κέφαλος με νύχι.
Η Βαρβάρα
Η Βαρβάρα κάθε βράδυ στη Γλυφάδα ξενυχτάει
και ψαρεύει τα λαβράκια, κεφαλόπουλα, μαυράκια
Το καλάμι της στο χέρι, κι όλη νύχτα στο καρτέρι
περιμένει να τσιμπήσει το καλάμι να κουνήσει
Ένας κέφαλος βαρβάτος, όμορφος και κοτσονάτος
της Βαρβάρας το τσιμπάει, το καλάμι της κουνάει
Μα η Βαρβάρα δεν τα χάνει τον αγκίστρωσε τον πιάνει
τον κρατά στα δυο της χέρια και λιγώνεται στα γέλια
Κοίταξε μωρή Βαρβάρα, μη σου μείνει η λαχτάρα
τέτοιος κέφαλος με νύχι, δύσκολα να σου πετύχει
Βρε Βαρβάρα μη γλιστρήσει και στη θάλασσα βουτήξει
βάστα τον απ' το κεφάλι μη σου φύγει πίσω πάλι
Στο καλάθι της τον βάζει κι από την χαρά φωνάζει
έχω τέχνη έχω χάρη ν' αγκιστρώνω κάθε ψάρι
Για ένα κέφαλο θρεμμένο όλη νύχτα περιμένω
που θα 'ρθεί να μου τσιμπήσει το καλάμι να κουνήσει
Got a better definition? Add it!