Έτσι χαρακτηρίζεται μια ενέργεια που πραγματοποιείται με τρόπο παρακινδυνευμένο, πλάγιο, ριψοκίνδυνο, ψιλοπαράνομο, μάγκικο, ανορθόδοξο, παράτολμο, με ρίσκο.

Βλ. και α λα γαλλικά

Ο οδηγός στον συνεπιβάτη φίλο του : - Ξέρω ότι είναι μονόδρομος, αλλά εμείς θα την κάνουμε λίγο καουμπόικα γιατί δεν θα φτάσουμε ποτέ με τις πορείες που γίνονται στο κέντρο.

"ενέργεια που πραγματοποιείται με τρόπο παρακινδυνευμένο, πλάγιο, ριψοκίνδυνο, ψιλοπαράνομο, μάγκικο, ανορθόδοξο, παράτολμο, με ρίσκο". (από Khan, 23/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γνωστός αφορισμός αναβαθμισμένος όμως πλέον σε hardened edition, για να μας υπενθυμίζει ότι στη ζωή καμιά κατάσταση δεν είναι τόσο άσχημη ώστε να μη μπορεί να γίνει ακόμα χειρότερη.

- Από το βλέμμα σου καταλαβαίνω τι έγινε με την αύξηση που πήγες να ζητήσεις από το αφεντικό.
- Α τον μαλάκα, σκατά να φάει και νερό να μη πιει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνδρας που ανέχεται η επιτρέπει συνειδητά και σιωπηρά η γυναίκα του να εκδίδεται για ανταλλάγματα σε στενό κοινωνικό κύκλο, επωφελούμενος και ο ίδιος απ' αυτά.

- Φυσικά και γνωρίζει τι κάνει η γυναίκα του.
- Κατάλαβα, καλός ρουφιάνος είναι.

Βλ. και ρουφιανόσπιτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ρεζίλης, ο ξεφτιλισμένος, ο ρεζιλεμένος.

Από το τουρκικό kepaze (κακόφημος).

  1. - Άντε χάσου από δω, παλιό-κεπεζέ!

  2. Ντόμα-ζέτο κεπαζέτο (σπιτόγαμπρος-ρεζιλόγαμπρος). Σλαβοσκοπιανή παροιμία, χρησιμοποιείται και από σλαβόφωνους Έλληνες για τους σώγαμπρους (doma: σπίτι, zetot: γαμπρός).

doma zetot kepazeto (από iwn, 19/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι χαρακτηρίζεται κάποιος εξουθενωμένος, καταπονημένος, κουρασμένος, εξαντλημένος, ταλαιπωρημένος, αποκαμωμένος.

Από το τούρκικο darmadağın που σημαίνει σωριασμένος. Σύνηθες στη Θεσσαλονίκη (και όχι μόνο).

Θέλω να ξεκουραστώ, είμαι νταρμαντάνι, πήγα το πρωί σε δημόσια υπηρεσία και με είχαν στο πέρα-δώθε όλη μέρα.

έγινα νταρμαντάνι (από iwn, 19/11/12)-Τα χεις κάνει νταρμαντάνι. (από iwn, 19/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλείται ... χαϊδευτικά το ηλικιωμένο και ταλαιπωρημένο, επαγγελματικό συνήθως, αλλά και Ι.Χ. αυτοκίνητο που όμως, παρά τα χρονάκια του, τις βλάβες του και τις ελλείψεις του, λειτουργεί κανονικά, αρνούμενο να αποσυρθεί από την ενεργό υπηρεσία. Συχνά λειτουργεί και πιο αξιόπιστα από καινούργια μοντέλα τελευταίας τεχνολογίας.

Ο μάστορας στον βοηθό.
- Άντε ρε Γιώργο πάρε τη «Μαρμάρω» και τράβα να πετάξεις εκείνα τα παλιοκιβώτια.

Μαρμαρω (από iwn, 18/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόψε Χάρος Έρχεται Παίρνει Ασθενείς.

Παράφραση των αρχικών του γνωστού (και πολύ καλού κατά τα άλλα) Νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ Θεσσαλονίκης που, έμμεσα και σκωπτικά, αντικατοπτρίζει το κοινό περί Δημόσιας Νοσοκομειακής Περίθαλψης αίσθημα του λαού και καυτηριάζει την γενικότερη και διαχρονική ανεπάρκεια και αναποτελεσματικότητα του συστήματος προστασίας της δημόσιας υγείας της χώρας.

Από το γνήσιο AHEPA: American Hellenic Educational Progressive Association δηλαδή Αμερικανικός Ελληνικός Εκπαιδευτικός Προοδευτικός Σύνδεσμος.

Στηn παρέα με Θεσσαλονικιούς:
Α: -Ρε συ, ξέρεις τι σημαίνουν τα αρχικά ΑΧΕΠΑ;
Β: -Πού να ξέρω, του Δημοτικού είμαι.
Α: -Απόψε Χάρος έρχεται παίρνει ασθενείς.
Β: -Α να χαθείς ρε. Πού πας και τα βρίσκεις...

(από iwn, 18/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρμπρίζ, μπαμπρίζ, παπρίτζ, παμπρίτς, παπρίτς, μπαπρίτς, μπαμπρίτζ, παμπρίζ, μπαμπρίτς: έτσι αποκαλείται «ελληνιστί» ο ανεμοθώρακας του αυτοκινήτου.

Από το γαλλικό «pare brise», όπου pare=το φράγμα και brise=το αεράκι, η αύρα.

Παρά την αξιοπρεπεστάτη απόδοση του όρου στα Ελληνικά, είναι παραπάνω από βέβαιο ότι όσα είναι τα καταστήματα επισκευής του, τόσες διαφορετικές παραλλαγές εξελληνισμένης αναγραφής του ξενικού όρου στις αναρτημένες διαφημιστικές πινακίδες θα συναντήσετε ανά τη χώρα.

- Τι κάνει καλέ ο γιος σου ;
- Τελείωσε τη τεχνική σχολή και άνοιξε ένα μαγαζί να περνάει μπαμπρίτζια.

ΕΔΩ ΤΑ ΚΑΛΑ ΜΠΑΜΠΡΙΤΖΙΑ. (από iwn, 12/11/11)ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ ΠΛΥΝΤΗΡΙΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΘΑΡΙΖΟΥΣΑ ΑΝΕΜΟΘΩΡΑΚΑ (από iwn, 12/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που σημαίνει ότι διπλώνομαι, συρρικνώνομαι απ' τον πόνο, από την ταλαιπωρία, από αρρώστια, από εξασθένηση, από κακουχία, από γηρατειά κλπ.

Από το τούρκικο kat (πτυχή).

Συνώνυμη έκφραση: διπλώνομαι στα δύο απ' τον πόνο.

  1. Έφαγε μια μπουνιά στη κοιλιά κι έγινε δυο κάτια.

  2. Δε με βλέπεις πως γέρασα, έγινα δυο κάτια τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση απευθύνεται σε κάποιον που προκαλεί την κακή τύχη του, που ριψοκινδυνεύει ή εμπλέκεται σε άσχημες, δύσκολες και επώδυνες καταστάσεις συχνά και εύκολα, και που έχουν κατά κανόνα αρνητική έκβαση από αποκλειστικά δική του υπαιτιότητα.

Συνώνυμα: φιρί-φιρί το πας, ξύνεσαι στη γλίτσα του τσομπάνη.

Με το κερί το γυρεύεις, με το σπαρματσέτο το ψάχνεις, τι θα πει σου έκλεψαν το πορτοφόλι, αφού το 'χεις συνέχεια να κρέμεται από τη κωλότσεπα και περπατάς μες στην Τσιμισκή.

Δες και σχήμα γνωστού αγνώστου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified