θολώνω / θόλωμα: Ουδεμία σχέση με το «θόλωσε το μυαλό μου κύριε δικαστά, ναι τη σκότωσα αλλά δεν ήξερα τι έκανα» και παρόμοιες πίπες.

Πρόκειται για όρους πολύ διαδεδομένους στο χώρο του bodybuilding και των gym freaks. Θόλωμα είναι η απώλεια γράμμωσης, δλδ η απώλεια σαφούς μυϊκού διαχωρισμού. Είναι το αντίθετο του αγριέματος. Προκαλείται κατά κανόνα από την επικάθιση λίπους στο διάστημα ανάμεσα στο μυϊκό ιστό και την δορά (δέρμα). Το υποδόριο αυτό λίπος «εξομαλύνει» τις γωνιώδεις και σμιλεμένες επιφάνειες, επιπεδοποιεί τα πρηξίματα και τα εξογκώματα της γράμμωσης, προσδίδοντας στο σώμα μια λιγότερο εντυπωσιακή, πιο μπούλικη και πιο μπουχέσικη εμφάνιση.

Σε επαγγελματικό επίπεδο τώρα, όπου η λεπτομέρεια παίζει τεράστιο ρόλο και όπου οι τίτλοι και οι διακρίσεις κρίνονται στα σημεία, θόλωμα μπορεί να επιφέρει ακόμη και η πρόσληψη μεγάλων ποσοτήτων υγρών. Γι' αυτό οι επαγγελματίες, κάνα δυό μέρες πριν τους αγώνες, δεν πίνουν ούτε νερό, κι αν πιουν θα πιουν με το κουτάλι της σούπας (κυριολεκτικά), όπως οι άρρωστοι. Μερικοί δεν κάνουν ούτε ντους, για να μην εισχωρήσει υγρασία από τους πόρους του δέρματος...

Μερικές περαιτέρω διευκρινίσεις.

  • Θολωμένος είναι συνήθως αυτός που είχε κάποια άλφα γράμμωση αλλά με τη σαβούρα που χλαπάκιαζε, θόλωσε.
  • Θολός λέγεται αυτός που ούτως ή άλλως ποτέ του δεν είχε καμιά αξιόλογη γράμμωση, παρά τις προσπάθειες και την ιδρωτίλα που έχει ρίξει.
  • Το πρώτο σημείο του σώματος που χτυπιέται απ' το θόλωμα είναι βέβαια οι κοιλιακοί, το περίφημο εξαπάκετο (six-pack). O κοιλιακός είναι μια πονεμένη ιστορία: με βάση την ύπαρξη αλλά και την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το εξαπάκετο, διαχωρίζεται η ήρα απ' το στάρι, οι αγριεμένοι απ' τις πλαδαρούς και τις κοιλιές-σαμπρέλες.
  • Επίσης, το θόλωμα προκαλεί την απώλεια της πολυπόθητης φλεβικότητας. Κι είναι μια τραγωδία να βλέπεις φλέβες χοντρές σα μακαρόνια και στριφτερές σαν τις σκουληκαντέρες, να «σβήνουν» και να σαλαμοποιούνται μέσα σ' έναν κυκεώνα άχρηστου λίπους...

Ρε μαλάκα, πάμε σε καμιά ταβέρνα την Κυριακή το μεσημέρι; – Έχεις τρελαθεί εντελώς; Επικοινωνείς με τον αφαλό σου; Να φάμε σαβούρες και να χαλάσουμε τη διατροφή; Δε ξέρω για σένα, αλλά εγώ βλέπω μακριά, θέλω να κατέβω σε αγώνες το άλλο καλοκαίρι.
Ξεκόλλα απ' τη ζωή σου, με μια μπριζολίτσα δε θα πάθουμε τίποτα.. Κι εγώ έχω φορτσάρει τελευταία, με πρωτεΐνες και αμινοξέα και της Παναγιάς τα ράμματα, αλλά κι η σαβούρα επιβάλλεται μια φορά τη βδομάδα.
– Δίκιο έχεις, το 'χα ξεχάσει, τραβιέται μια στο τόσο η σαβούρα, έτσι για να ενεργοποιείται κι ο μεταβολισμός. – Λοιπόν;
– Οκ, πάμε, αλλά για την μπριζόλα που είπες, μόνο μοσχαράκι θα παίξει. Τη χοιρινή την ξεχνάς από τώρα, αν δε θες να θολώσεις στο πιτς φιτίλι. – Ε είσαι άρρωστος τελικά..

(από Khan, 20/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κυνήγι του δράκου είναι μέθοδος καπνίσματος του οπίου, ναρκωτικού πανάρχαιου, που καλλιεργείται σε τεράστιες εκτάσεις σε όλη την Ασία και αποτελεί την πρώτη ύλη για την παραγωγή μορφίνης, ηρωίνης κ.α. ισχυρών οπιούχων. Στις κουλτούρες της Άπω Ανατολής, το όπιο είναι γνωστό ως δράκος. Από εκεί η έκφραση πέρασε στα αγγλικά (chase the dragon), διεθνοποιήθηκε και έφθασε και εις τα ημέτερα.

Βέβαια, το κάπνισμα του οπίου είναι ολίγον τι παλιομοδίτικη συνήθεια, έτσι η έκφραση έχει καταλήξει να αναφέρεται κατά κανόνα στο κάπνισμα της ηρωίνης, της πρέζας, αλλά και του φοβερού κρακ.

Το κάπνισμα αποτελεί εναλλακτική λύση σε περιπτώσεις όπου η ενδοφλέβια ένεση («σουτάρισμα», «βάρεμα») είναι αδύνατη, είτε επειδή όλες οι φλέβες έχουν καεί, είτε γιατί πολύ απλά δεν υπάρχουν σέα (σύριγγες).

Περιγραφή. Η άσπρη σκόνη (που, παρεμπίπταμπλυ, απ' τις νοθεύσεις μόνο άσπρη δεν είναι), θερμαίνεται πάνω σε κάποιο είδος μετάλλου, συνήθως φύλλο από αλουμινόχαρτο. Απ' τη ζέστα λιώνει, και μετατρέπεται σε ρευστή καραμέλα, που κυλάει σαν μικρό ποτάμι ανάμεσα από τις «ρυτίδες» του αλουμινόχαρτου. Από την αχνιστή καραμέλα αναδύεται μια φίνα γραμμή καπνού, η οποία και πρέπει να κυνηγηθεί από το χρήστη, να γίνει δλδ εισπνοή της. Το κυνήγι γίνεται με τη βοήθεια μικρού σωλήνα/φυσούνας (συνήθως καλαμάκι, βλ. εικόνα 1). Οι σπείρες που σχηματίζει ο καπνός θυμίζουν ακριβώς τους φαντεζί κινέζικους δράκους με τις εντυπωσιακές ουρές (βλ. εικόνες 2-4).

Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί μια ενδιαφέρουσα σημασιολογική διεύρυνση του όρου κυνήγι του δράκου, ο οποίος καλύπτει πλέον και την πρακτική του σνιφαρίσματος γραμμών κόκας με το κλάσικ τυλιγμένο χαρτονόμισμα ή με κάποιο άλλου είδους γιούφι (καλαμάκι). Το χρησιμοποιούν οι γνωστοί νεοπλουτιζέ χαΐστες, που αφενός κράζουν τους πρεζάκηδες για το χάλι και για τη φτώχεια τους, αφεδύο γουστάρουν να ξεσηκώνουν τα συνθηματικά τους. Έτσι είν' αυτοί οι χλιδάμπουρες, τα θέλουν μονά ζυγά δικά τους, και την αλητεία και το πλατινένιο ρουθούνι.

  1. - Καρντάσι ξεμείναμε από σέα, ούτε για δείγμα σε λέω.
    - Νομίζω έχει ο γέρος μου στο συρτάρι του κάτι σύριγγες της ινσουλίνης, για να πα να δω..
    - Άστο, γάμα το. Ετοιμάσου να κυνηγήσουμε το δράκο.

  2. - Ρε φίλε εσύ το 'ξερες ότι σε πολλές χώρες στην Ασία, κάποιοι φουμάρουν όπιο κι έτσι κάθε μέρα;
    - Καλά ρε μαλάκα που ζεις, μάθε λίγο ιστορία, άνοιξε κάνα βιβλίο να ξεστραβωθείς.. Νομίζεις ότι θα 'χαν γίνει ποτέ όλα αυτά τα Σινικά Τείχη και τα παλάτια και οι σιδερόδρομοι και δε συμμαζεύεται, αν ο κινεζάκος ο εργάτης δεν είχε τη μαστούρα του, να ξεφεύγει λίγο απ' τη μαυρίλα της δουλειάς; Πολιτισμός και κυνήγι του δράκου πάνε πακέτο αγόρι μου, μην ακούς τι λένε οι γραβατάκηδες..

(από johnblack, 15/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καθηγήτρια γαλλικών.

Λέξη που όλοι χρησιμοποιήσαμε (και ακόμη χρησιμοποιείται) στη σχολική μας εποχή, όταν παρήγαμε μετά μανίας διάφορα παρατσούκλια για τους διδάσκοντες, στην αγωνία μας να τους καταστήσουμε πιο προσιτούς, πιο οικείους, να τους «κατεβάσουμε» από το βάθρο της αυθεντίας (όπου το σύστημα μας τους κότσαρε) και να τους ειρωνευτούμε.

Η γαλλικού βέβαια, διέφερε κάπως από τους άλλους προφέσορες, διότι συνήθως ήτο τσαχπινογαργαλιάρα και ευειδής (ή τουλάστιχον εμείς τη βλέπαμε έτσι, που απ' τις καύλες της εφηβείας δε θωρούσαμε τη μύτη μας..)

Το σεξ-απήλ που εξέπεμπε η γαλλικού, βασιζόταν, εκτός της εμφάνισής της, στη διαολεμένη τη γαλλική προφορά, που όλοι κοροϊδεύαμε και όλοι θεωρούσαμε φλώρικη, αλλά κατά βάθος μας έφτιαχνε να την ακούμε. Ιδίως αυτό το μισόκλειστο στόμα και τα σουφρωμένα χείλια που απαιτεί το γαλλικό το φωνήεντο, προκαλούσαν άνομους συνειρμούς ακολασίας..

Εκτός από τη γαλλικού, υπάρχει και η αγγλικού, η οποία συνήθως δεν αποτελούσε σκοτεινό αντικείμενο του μαθητικού πόθου (μέχρις αποδείξεως του εναντίου βεβαίως βεβαίως...)

Η σλανγκίζουσα κατάληξη -ού θα μπορούσε θεωρητίκαλλυ να επεκταθεί και σε καθηγήτριες άλλων γλωσσών, π.χ. ιταλικού, γερμανικού, ισπανικού κ.ο.κ., ωστόσο τέτοια φαινόμενα δεν έχουν ως τώρα παρατηρηθεί..

- Τι έχουμε ρε μαλάκα την επόμενη ώρα; - Γαλλικά ρε φίλε, γάμα τα, τα βαριέμαι σα το διάολο..
- Η γαλλικού όμως δε σε χαλάει αγορίνα μου. Θα φτιάξουμε παπάρι πάλι μεσημεριάτικα.
- Πω ρε φίλε, ναι, δίκιο έχεις, είναι αυτή η καινούρια το ξεκωλάκι που έχουνε φέρει..!
- Από πότε έχεις να πατήσεις σε μάθημα βρε όργιο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται και απλούστερα Μαρόκο, αλλά και πράσινο. Στα ποδανά παίζει και η έκφραση ρόκομα.

Το είδος και η ποιότητα χασίς που παράγει η ομώνυμη αφρικάνικη χώρα. Είναι σκληρό και έχει απόχρωση πρασινόμαυρη. Σε γενικές γραμμές πιο ακουστικό από τις ελληνικές ποικιλίες (όχι ότι οι δικές μας φούντες είναι δευτεράντζες, κάθε άλλο!).

Τα τελευταία χρόνια η μαροκάνικη φούντα, το περίφημο kif, κυριαρχεί στις δυτικοευρωπαϊκές αγορές, ιδίως από τότε που αποποινικοποιήθηκε η χρήση στην Ισπανία. Ο συνολικός τζίρος από το εμπόριο χασίς στο Μαρόκο, εκτιμάται ότι υπερβαίνει τα 12 δισ. δολάρια, ενώ η χώρα είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος προμηθευτής της παγκόσμιας αγοράς, μετά από το απλά άπαιχτο Αφγανιστάν. Οι βαρώνοι της ντρόγκας εννοείται πως διαθέτουν ισχυρά ερείσματα στον μαροκινό κρατικό οργανισμό.

Το hashish στο Μαρόκο δεν είναι απλά μέσο βιοπορισμού, είναι ένας ολόκληρος τρόπος ζωής, κληροδοτημένος από το μακρινό παρελθόν. Χρησιμεύει ακόμη και ως μέσο συναλλαγής, υποκαθιστώντας το χρήμα. Είναι η βάση και η φιλοσοφία του όλου κοινωνικού συστήματος. Kαι παρόλα αυτά επισήμως είναι παράνομο!

«Δώσε μας λίγο πράσινο, κιφ μαροκινό, και θα στο ξεπληρώσει η Ιστορία»

«Κιφ» από το δίσκο «Εντελβάις» (1999, μουσική Μ. Τόκας, στίχοι Άλκης Αλκαίος, τραγούδι Δημ. Μητροπάνος)

(από johnblack, 13/06/09)(από ironick, 13/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνδρας, ιδίως ο ωραίος, ο εμφανίσιμος.

Ίσως το χαρακτηριστικότερο δείγμα μιας σοκαριστικής νέου τύπου σλανγκ, αποκλειστικά χρησιμοποιούμενης από γυναίκες. Η καθαρά γυναικεία αυτή σλανγκ, σηματοδοτεί την πλήρη αντιστροφή του κοινωνικού φύλου (gender), που επιχειρείται τα τελευταία χρόνια από θηλυκά νεαρής ηλικίας. Σε απλά λόγια, οι γυναίκες υιοθετούν συμπεριφορές και λεξιλόγιο καθαρά ανδρικά, σε μια προσπάθεια να υποκλέψουν το ρόλο του κυρίαρχου αρσενικού και να το υποβιβάσουν σε μια θέση εξ ορισμού παθητική.

Στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες η γυναίκα έχει σχεδόν ολοκληρωτικά αρρενοποιηθεί, στο τέλος μιας μακράς πορείας που ξεκίνησε με το φεμινιστικό κίνημα των σίξτις. Αυτή η αρρενωπή γυναίκα - τερατούργημα κατά ορισμένους - νομοτελειακά παράγει το αντίθετό της, τον θηλυπρεπή, ή μάλλον τον εκθηλυσμένο, άνδρα. Ο ανδρισμός δεν αποτελεί πλέον μια οριστικά κεκτημένη κατάσταση, οφείλει να αποδεικνύεται διαρκώς μέσω νέων δοκιμασιών. Όπως παρατηρεί ο Pierre Bourdieu, «αρκεί πλέον να πεις σ' έναν άνδρα ότι είναι άνδρας, προκειμένου να τον επαινέσεις».

Η ίδια η αρρενωπότητα τείνει να θεωρείται όλο και λιγότερο ως βιολογικό δεδομένο, όλο και περισσότερο ως ιδεολογικό κατασκεύασμα (construction). Ο βιολογικός ντετερμινισμός χάνει καθημερινά έδαφος προς όφελος των τάσεων εκείνων που πρεσβεύουν τον πολιτισμικό καθορισμό και τη σχετικότητα κάθε αλήθειας.

Οι πιο μαχητικοί εκπρόσωποι των νέων επιστημολογικών ρευμάτων, οι κονστρουκτιβιστές που εμπνέονται από την αποδόμηση του Γάλλου φιλόσοφου Jacques Derrida, εμμένουν στην πλήρη κατεδάφιση των διαχωριστικών γραμμών ανάμεσα στα φύλα, την οριστική εξάλειψη κάθε ειδοποιού διαφοράς ανάμεσα στο αρσενικό και το θηλυκό. Οδεύουμε λοιπόν ολοταχώς προς ένα καθεστώς πλήρους ελευθερίας, ένα καθεστώς που θα αφήσει μια για πάντα πίσω του, τα οποιαδήποτε ζητήματα σεξουαλικής ταυτότητας.

Οι σημερινές teenager δε σκαμπάζουν εννοείται χριστό από γαλλική κοινωνιολογία, ενώ οι όποιες αναφορές σε πολιτισμικό καθορισμό τους ακούγονται σαν κινέζικα. Γνωρίζουν όμως πολύ καλά πως πλέον βρίσκονται σε θέση ισχύος απέναντι στα δόλια τα αγοράκια. Αυτές είναι πλέον οι κυνηγοί, αυτές επιλέγουν το θήραμά τους, στο οποίο άμα καυλώσουν ρίχνουν κανά δυο μουνιά. Την ίδια στιγμή απευθύνονται η μία την άλλη με την κλασική ανδρική προσφώνηση «μαλάκα» (βλ. το σχόλιο της Mes στο συναφές λήμμα του αγαπητού Bubis).

Συνήθεις σε γυναικοπαρέες οι φράσεις του τύπου: «ωραίο μουνάκι αυτός ο Γιώργος, θα τον έγλειφα χαλαρά». Πρέπει άραγε να το θεωρήσουμε ως την υπέρτατη ξεφτίλα, τον ξεπεσμό του πάλαι ποτέ περήφανου αρσενικού σε ένα μουνί; Οι πιτσιρίκες θα μας απαντούσαν όχι, και με το δίκιο τους: ο χαρακτηρισμός τους είναι απλά διαπιστωτικός μιας νεοδιαμορφωμένης κατάστασης πραγμάτων, ΔΕΝ εκφέρεται με εμφανή και άμεση διάθεση υποτίμησης.

Μια άλλη νεόκοπη ονομασία για το αρσενικό, στο ίδιο πνεύμα με το μουνί αλλά σαφώς κοσμιότερη και διακριτικότερη, είναι το γκομενάκι. Τα θηλυκά ήταν και παραμένουν οι γκόμενες, όμως τα αγόρια από γκόμενοι που ήταν κάποτε, υποβιβάστηκαν στη β' κατηγορία ως ουδέτερα γκομενάκια. Είναι πλέον απλά αντικείμενα σεξουαλικής εκτόνωσης, στερημένα από την πολύτιμη ιδιότητα του γένους.

- Μαλάκα Μαίρη, τι μουνί ήταν αυτό που πέρασε, το είδες;
- Άχου, ο Βαγγελάκης... Τον έχω πάρει, δε στο 'χω πει μωρή;
- Κι αυτόν μωρή πουτάνα; Άσε και κανά κόκαλο για μας τις αγάμητες...
- Εσύ μωρή μαλάκω το παίζεις και δύσκολη, λες και είμαστε στο 1800... Ξύπνα λίγο βρε καημενούλα, δες τι γίνεται γύρω σου...
- Καλά, άστα τώρα αυτά... Για πες, τι έλεγε το γκομενάκι...;
- Τίποτα σπουδαίο, μας κουνιότανε για γαμιάς αλλά τα έφτυσε στο δεκάλεπτο. Τότε τον βάζω που λες από κάτω, καρφώνομαι πάνω του και πάρε να 'χεις... Τα είδε όλα το παλικαράκι, τέτοιο γαμήσι δε νομίζω να του 'χει ρίξει άλλη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμάω χαριστικά, γαμάω για την ψυχή της μανούλας μου, κάνω σεξουαλική εξυπηρέτηση, κάνω ψυχικό γαμήσι.

Υπέρ πατρίδος γαμάμε κατά κανόνα τα προσφιλή μας μπάζα, για τα οποία τόσα και τόσα συνώνυμα θα βρείτε στην λατρεμένη μας ιστιοσελίδα.

Η λογική του ψυχικού γαμησιού είναι ίδια με εκείνη της θητείας: κανείς δε θέλει να πάει, αλλά τελικά (σχεδόν) όλοι πάνε σαν τα αρνιά, και λεν κι ένα τραγούδι (για την ακρίβεια πολλά τραγούδια). Κι η δικαιολογία στο τσεπάκι: «ε, να ρε φίλε, τι να κάνω, για την πατρίδα πήγα, που έχουμε τον Τούρκο πάνω απ' το κεφάλι μας και απειλεί» και άλλες παρόμοιες στρατοκαυλικές κουράδες. Διότι αποτελεί κοινό μυστικό πως ο μέσος Έλληνας είναι στρατόκαυλος, άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο, άλλος κατά βάθος κι άλλος κατά πλάτος. Δε πα να βρίζει κάθε μέρα πατόκορφα το κωλοκράτος, τους κωλόμπατσους, τους κωλόδρομους, την εφορία, τα διόδια, τους πολιτικούς, το γαμοσύστημα, την Κωλλάδα την ίδια (όπως λέει ο Χατζηστεφάνου); Και τι να λεει; Μια φορά στρατό θα πάει, δεν παίζει. Γιατί χωρίς στρατό δε γίνεσαι άντρας, καρατσεκαρισμένο. Και την κοινωνική κατακραυγή και την ταμπέλα του γιωτόπουλου που την πας; (Στην Κύπρο - όπου βέβαια τα θέματα διαφέρουν κάπως - υπάρχει το έθιμο να πετούν αυγά στο σπίτι όποιου πούλησε τρελίτσα για να μην πάει στρατό). Καλοί κι οι μετροσέξουλες, αλλά στον ευλογημένο τόπο μας η μπρουταλιτέ εκτιμάται ακόμη ιδιαιτέρως (γι' αυτό κι όλες οι γκόμενες γαμιούνται με αλβανά).

Όπως λοιπόν ο κλασικός Έλληνας είναι στρατοκαύλης, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο είναι και σαβουρογαμιάς. Με τον ίδιο τρόπο που δέχεται να χαρίσει 12 μηνάκια απ' τη ζωή του (κι ίσως και την ίδια του τη ζωή) στη Μαμά Πατρίδα, έτσι κάνει εκπτώσεις και στην καθαρά προσωπική του ζωή, αποδεχόμενος το γεγονός πως το ωραίο το μουνί είναι άπιαστο πουλί, και χώνοντάς τον σ' όποια τρύπα λάχει: «μια φορά μας γέννησε η μάνα μας, δεύτερη δε μας ξαναγεννάει».

Είναι γεγονός πως όλοι σχεδόν, έχουμε κάποτες ρίξει κάποια τεμάχια σε φώκιες, υπέρ πατρίδος. Είναι φυσικό και αναφαίρετο δικαίωμά μας, και μπορούμε να δικαιολογηθούμε εκστομίζοντας την εν λόγω φράση. Όταν όμως η σαβουρογαμίαση γίνεται συστηματάκι, τότε τα περί πατρίδος, ψυχικών και εξυπηρετήσεων, είναι πολύ απλά προφάσεις εν αμαρτίαις.

Και πρέπει εμείς να 'χουμε πρόβλημα με αυτό; No way. «Το άσχημο είναι ωραίο» λεει κάπου ο Ουμπέρτο Έκο στην Ιστορία της Ασχήμιας, ενώ «η ομορφιά είναι μια κόλαση». Πολλοί ανάμεσά μας φτιάχνονται πιο πολύ με τις άσχημες, ισχυριζόμενοι πως αυτές κάνουν το καλύτερο γαμήσι (κι ίσως δεν έχουν άδικο). Το θέμα έγκειται στην υποκρισία τους. Σ' αρέσουν οι φέτες Δωδώνης παλικάρι; Με γεια σου με χαρά σου, μόνο μη μας το παίζεις ότι δε σ' άρεσε κιόλας και το 'κανες χαριστικά. Μη μας το παίζεις και θύμα, για όνομα.

- Πως τη βλέπεις τη Ρένα; Της τον ακούμπαγες άμα λάχει; Εμένα πάντως μου κωλοτρίβεται τελευταία και δε ξέρω τι να κάνω.

- Εμένα με ξέρεις φίλε, δεν αφήνω ευκαιρίες χαμένες, μια φορά μας έκανε η μανούλα μας. Για σένα δεν ξέρω, που μας το παίζεις ντίβα, εκλεκτικός κι έτσι.

- Έχει ωραίο κορμάκι, δε λεω, αλλά αυτή η μύτη της βρε παιδάκι μου, ότι πρέπει για να καρφώνει μπιφτέκια και να σκοτώνει κατσαρίδες στις γωνίες. Ίσως της ρίξω ένα υπέρ πατρίδος στο φινάλε..

- Να σου πω πασά μου, εσύ τη μύτη θα γαμάς ή τον πάτο; Ξεκόλλα με τη μαλακία που σε δέρνει, ρίχτο λίγο έξω. Αλλά έτσι είναι, ο μαλάκας ο Θεός πάει και δίνει την εμφάνιση και τα φράγκα σ' όποιον δεν τα εκτιμά, στα φλώρια και τους μη μου άπτου. Κι εμάς που είμαστε μάχιμοι και δε κωλώνουμε πουθενά, μας έχει στην απόξω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική ρητορική ερώτηση με ειρωνική / πειρακτική διάθεση.

Απευθύνεται κατά κανόνα σε άνδρα, άρτι κουρευθέντα. Ο λόγος της καζούρας είναι το αμφιλεγόμενο αισθητικό αποτέλεσμα της νέας κόμμωσης, η οποία συνήθως είναι πολύ απλή κι όχι τίποτα το εξεζητημένο.

Ακόμη όμως και σ' αυτήν την απλότητα και λιτότητα ενός κοντού κουρέματος, δύναται να εμφιλοχωρήσει η γελοιότης, μετά πολλών τρόπων, π.χ. όταν ξυρίζονται τελείως οι φαβορίτες και το μαλλί φαίνεται σαν ένα είδος κολλημένου κράνους.

Η πιο κλασική όμως περίπτωση που θα ακούσεις ότι κουρεύεσαι στο ΙΚΑ, είναι όταν τα έχεις πάρει όλα πολύ κοντά, με την ψιλή που λέγαμε παλιά. Διότι το να κάνεις ένα κεφάλι να μοιάζει με γλόμπο ουδόλως απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις ωτ κουαφύρ και τα ρέστα, το αναλαμβάνει κι η κουτσή Μαρία, ακόμη και μόνος σου τη βολεύεις.

Το ΙΚΑ λοιπόν, ταυτίζεται με την έλλειψη οποιασδήποτε δημιουργικής ικανότητας, την αδράνεια, την στείρα επανάληψη, την τυποποίηση, το «δε βαριέσαι τώρα πού να τρέχω», όλα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ένδοξου ελληνικού δημοσίου τομέα.

Οποιαδήποτε αναφορά στο ΙΚΑ εμπεριέχει ένα βαθμό τιραμισουρεαλισμού. Κούρεμα στο ΙΚΑ δεν υπάρχει, κι ας ελπίσουμε οτι ποτέ στο μέλλον δε θα υπάρξει. Το ΙΚΑ είναι επίσης ένας ουτοπικός προορισμός για όσους μόλις άκουσαν κάτι κουλό.

Εν τέλει, με το να χρεώσεις σε κάποιον ότι κουρεύεται στο ΙΚΑ (για το οποίο όλα τα εθνίκια καμαρώνουν, αναμασώντας τη γνωστή πίπα περί ίδρυσής του από Μεταξά), επισημαίνεις αφενός πόσο σκιτζής ήταν αυτός που έκανε το κούρεμα, αφεδύο, τον αποκαλείς εμμέσως πλην σαφώς καρμίρη και σπαγγόραμα, που λυπήθηκε τα 10 ευρά (παλιότερα 1 χελίρικο) που παίρνει ο μπαρμπέρης και προτίμησε τη τζαμπαρία της κενωνικής ασφάλισης.

- Μεγειές, μεγειές, αγορίνα μου! Αυτό είναι κούρεμα, τώρα επιτέλους έδειξες! - Αλήθεια ρε φίλε, καλό είναι; Γιατί νομίζω πως τα πήρε λίγο παραπάνω απ' ότι έπρεπε.
- Όχι ρε ξεκόλλα. Μόνο να μου πεις σε ποιο ΙΚΑ πήγες και κουρεύτηκες για να κλείσω κι εγώ ραντεβού, χαχαχα χαχα!
- Σού 'χω πει τίποτα για τη μάνα σου τώρα τελευταία;

Βλ. και χειροβομβίδα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα Χάπια, παντός είδους και παντός καιρού. Αλλιώς και χάπες (ενικός η χάπα), ή και κουμπιά.

Εξαιρετικά εθιστικά τα περισσότερα, προκαλούν σε υπερβολικές δόσεις ανεπανόρθωτες βλάβες στον εγκέφαλο και το νευρικό σύστημα. Η απαξιωτική ονομασία καργιόλια, που παραπέμπει στις γνωστές καριόλες, εκφράζει την περιφρόνηση με την οποία τα περιβάλλουν όσοι είναι μπλεγμένοι με ντραγκς, ιδίως οι παραδοσιακοί χασικλήδες. Τα καργιόλια είναι σκέτη χημεία, όχι αγνά προϊόντα της Μάνας Γης. Όλοι τα βρίζουν, όλοι τα κράζουν, κι όμως όλοι (σχεδόν) τα έχουν κάποτε φάει.

Η ακόλουθη περιπτωσιολογία δεν είναι σε καμιά περίπτωση εξαντλητική, αλλά εντελώς ενδεικτική (για τα επίλοιπα στη γνωστή Βασιλικούλα).

  1. [i]Βαρβιτουρικά[/i] ή βαρβιτούρες. Βρίσκονται σε κάθε σπιτική φαρμακαποθήκη. Καταπραϋντικά και «υπνωτικά», με ηρεμιστική επίδραση. Αν τα κόψεις απότομα, τα συμπτώματα του συνδρόμου αποστέρησης είναι ιδιαίτερα οδυνηρά, περιλαμβάνουν σπασμούς και ντελίρια. Οι ναρκομάνες τα χωρίζουν περαιτέρω σε υποκατηγορίες, συνήθως ανάλογα με το χρώμα: «χαζόμπαλες», «κόκκινοι διάβολοι», «σφήκες», «blue birds».

  2. [i]Aμφεταμίνες[/i]. Ο αντίποδας της βαρβιτούρας. Διεγερτικά και «ψυχαγωγικά», αποτελούν φθηνό υποκατάστατο της κόκας για τη μπασκλασαρία. Εδώ ανήκει το Mdma, γνωστό ως ecstasy (για συντομία έψιλον ή XTC), που μεσουράνησε στα 90's. Εκτός από την από του στόματος λήψη, παίζουν και σε ένεση (σπιντάρισμα) αλλά και καπνίζονται (ice). Tα τζάνκια τις λένε και κρύσταλλα.

  3. [i]Παραισθησιογόνα[/i] ή τριπάκια. Μοιάζουν ενίοτε στα αποτελέσματα με τις αμφεταμίνες. Βασιλιάς τους το LSD: χίπηδες, σίξτις, Viet-fuckin-nam, παιδιά των λουλουδιώνε και τα ρέστα. Σ' αυτό το καργιόλι οφείλονται τα περισσότερα καΐκια αυτής της Γης. Παλιά όταν το έπαιρνες σου έδιναν ευχές του στιλ: «άντε και καλό ταξίδι», «όρτσα τα πανιά» κλπ. Ο φιλόσοφας Michel Foucault είχε δηλώσει πως ήταν η καλύτερη εμπειρία της ζωής του. Από τη δεκαετία του '90 και μετά, μεγάλη διάδοση γνωρίζουν τα παραισθησιογόνα μανιτάρια.

  4. [i]Τρελόχαπα[/i]. Αγχολυτικά, αντικαταθλιπτικά, αντιψυχωσικά, τα «χάπια της ευτυχίας». Η κατεξοχήν ντόπα των δυτικών κοινωνιών, όπου όλοι χαπακιάζονται για να ανταποκριθούν στον πόλεμο της καθημερινότητας, την πίεση και τους γρήγορους ρυθμούς. Prozac, όχι Πλάτωνας.

- Ωραίες εποχές φίλε τα νάιντις... Trancemedia, Battery, Άλσος, Amorphia, μετά U-matic και δε συμμαζεύεται... Να χορεύεις όλη νύχτα και να μην καταλαβαίνεις το Χριστό σου από κούραση. Να σκας συνωμοτικά χαμόγελα στον απέναντί σου, διότι ήξερες πως ήτανε στο ίδιο τριπάκι με σένα. Και μετά, όταν πια τέλειωνε το πάρτι κι έβγαινες απ' το κλαμπ μέρα μεσημέρι, με τα μάτια κρεμασμένα μέχρι το πάτωμα, να ψάχνεις απεγνωσμένα ένα μπάφο για να στανιάρεις... Αυτά είναι! Δε λέω, τα γαμοκαργιόλια στείλανε πολλά παιδιά κατά Κάιρο μεριά, είδαμε όμως πράματα μαγικά, που όλοι εσείς οι «καθαροί» ούτε τα φαντάζεστε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μόστρα, φιγούρα, επίδειξη, ποζεριά, Πουλ Μουρ.

Κατά την καθιερωμένη σημασία, λεζάντα είναι το σύντομο επεξηγηματικό κείμενο που συνοδεύει εικόνα, σκίτσο, φωτογραφία, βιντεάκι του Εσύ Τιουμπ κ.λπ. Είναι μεταφορά από το γαλλικό légende < λατινικό legenda («αναγνωστέα», γερούνδιο του ρ. lego = διαβάζω). Το κειμενάκι αυτό παίζει συνήθως πολύ σημαντικό ρόλο στην επιτυχία του μηδιού που συνοδεύει, ακριβώς όπως η εξωτερική εμφάνιση μετράει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, στην εικόνα που θα σχηματίσουμε για το ποιόν ενός ανθρώπου.

Γίνεται κατανοητό λοιπόν, πως η σημασιολογική απόκλιση ανάμεσα στο «συνοδευτικό κειμενάκι» και τη «μόστρα», είναι μάλλον αμελητέα. Μ΄ένα λόγο, η μετάβαση απο την «κυριολεξία» στην σλανγκική μεταφορά, γίνεται χαλλλαρά και εύκολα.

Όταν π.χ. μια γκόμενα νοιάζεται μόνο για τη λεζάντα της, αυτό σημαίνει πως την απασχολεί μόνο το Φαίνεσθαι, το Θεαθήναι, η επιφάνεια, η εξωτερική της εμφάνιση. Οι παραδοσιακοί κλαψιάρηδες θα την έκραζαν, θα την εγκαλούσαν για έλλειψη βάθους, καλλιέργειας, ουσίας. Όπως ακριβώς καταδικάζουν και τις σύγχρονες κοινωνίες (αλλά και κάθε κοινωνία και σε κάθε εποχή). Ίσως της έλεγαν «είσαι ρηχή σαν το ταψί του μπακλαβά».

Καμιά όμως Ουσία δεν υπάρχει. Αυτό που υπάρχει είναι μόνο το Κείμενο (Derrida), δηλ. η Λεζάντα. Μόνον η Επιφάνεια σώζει. Όπως έλεγε ο Nietzsche, είμαστε επιφανειακοί από αγάπη για το βάθος (αυτό στέκει και ως σεξουαλικό υπονοούμενο). Με απλά λόγια, αν δεν πουλήσεις και λίγη μούρη, όλοι σ' έχουν χεσμένο (όπως είπε ο πόντικας Μοντεχρήστος στον Ισοβίτη του Αρκά και μετέφερε στα καθ' ημάς ο Χαλικούτης).

  1. - Είδες η Κατερινούλα πως εξελίχθηκε από τότε που ξεφόρτωσε το γιωργάκη (sic); Κάθε μέρα έξοδος κι έτσι, έχει πάρει αμπάριζα όλα τα γκλαμουρομάγαζα της Παραλίας σου λέω.. Τι Ακρωτήρι, τι Mao, τι Room, τι της Παναγιάς τα ράμματα.. Έχει βρει και κάτι μαλάκες καληνυχτάκηδες με Πορσικά και την πηγαινοφέρνουν. Πολύ λεζάντα μιλάμε η δικιά σου, πολύ Πουλ Μουρ.

  2. - Γάμησέ τα ρε φιλαράκι, χαθήκαν οι σοβαρές γυναίκες απ' την πιάτσα. Όλες μόνο για τη λεζάντα τους κόβονται, για τα παπούτσια τους, τα βαφτικά τους, τα βρακιά τους, τις μουνότριχές τους... Επίπεδο πάτωμα σε λέω, άστα να παν στο διάλο.
    - Δηλαδή εσύ ρε μεγάλε την προτιμάς γραμματιζούμενη κι έτς τη γκόμενα, να βλέπετε τη φεγγαράδα και να συζητάτε για ποίηση; Ή θες ένα ξανθό πατούρι να το σπάσεις στον πούτσο; Γιατί αν ψάχνεις το πρώτο, εσύ δε θες γυναίκα, εσύ θες την Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ ναούμε..

  3. - Να σου πω ρε Τζορτζ, δε τσιμπάς το Μερσεντικό να πεταχτούμε μία μέχρι το Κολωνάκι για καφέ;
    - Την παλεύεις αγορίνα μου με την πάρτη σου ή σου 'χει λασκάρει; Θα κουβαλάω τη Μερσέντα σαββατιάτικο, σε μέρος που θα βρούμε να παρκάρουμε του του Αγίου Πούτσου ανήμερα; Είσαι σοβαρός; - Μην πήζεις ρε μαλάκα.. Θα σου πληρώσω γω το πάρκιν άμα είναι. Στην τελική, για λίγη λεζάντα ζούμε σ' αυτή τη ζωή..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταλαιπωριέμαι, δεινοπαθώ, υφίσταμαι κακουχίες.

Το ξύλο νοείται εδώ μεταφορικώς. Αν φάμε κανονικό ξύλο, αυτό είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο. Τότε λέμε ότι τις μαζέψαμε, ότι μας τις έβρεξαν, ότι μας κοπάνησαν, ότι μας έκαναν ασήκωτους κλπ.

Εντούτοις, η έκφραση τρώω ξύλο αφορά κυρίως ταλαιπωρίες σωματικές. Διότι όπως έλεγε ο Foucault, σε τελική ανάλυση όλες οι εξουσίες και οι καταπιέσεις έχουν ως αποδέκτη το ανθρώπινο σώμα, και δεν επιδέχονται περαιτέρω αναγωγής σε κάτι πιο χειροπιαστό.

Παραδείγματα:

Ξύλο τρώω όταν έχει πέσει πολύ χώσιμο στη δουλειά και δεν προλαβαίνω ούτε να κλάσω.

Ξύλο τρώω όταν βρέχει καρέκλες και γω είμαι με το μηχανάκι στο δρόμο.

Ξύλο τρώω όταν είμαι (πάλι) με το μηχανάκι κι από τις πολλές λακκούβες του γαμόδρομου, έχω πάρει τη μέση μου στο χέρι.

Ξύλο τρώμε όταν είμαστε συνεπιβάτες σε αμάξι και από τα πολλά στροφιλίκια του δρόμου, κοντεύουμε να ξεράσουμε τ' αντέρια μας.

Ξύλο τρώμε σε πολύωρο ταξίδι με αερόπλανο, όπου από το στριμοκώλιασμα στην αεροπορική έχουμε γίνει σαν ανάποδο γαμώτο.

Υπάρχει όμως και η ψεχολογική (sic) διάσταση του θέματος:

Όταν π.χ. πάμε να γράψουμε εξετάσεις (σχολείο, πανεπιστήμιο κλπ) και τα θέματα είναι γενικώς απάλευτα, λέμε πως έπεσε ξύλο.

Η οποία ψεχολογική διάστασις είναι στο φινάλε σωματικός ντουβρουτζάς, διότι πας σπίτι σου μετά το εξεταστικό βατερλώ και απ' τα νεύρα σου πονάει το κεφάλι σου, οι αρθρώσεις σου, οι μύες σου και θες απαξάπαντος ένα τσιγάρο ρε πούστη μου να ισιώσεις. Γενικώς τις όποιες διακρίσεις μεταξύ σωματικού και ψυχολογικού τις έχουμε αποδομήσει προ πολλού (όπως και πολλές άλλες)...

Ξύλο δεν τρώνε μόνο οι άνθρωποι, τρώνε ενίοτε και τα αντικείμενα, ιδίως εκείνα που κατά όλες τις ενδείξεις έχουν ψυχή: τα μηχανοκίνητα.

Όταν π.χ. βγάζεις βόλτα το καινούργιο σου κωλοφτιαγμένο σαυρίδι κι αρχίζουν να τερματίζουν οι αναρτήσεις απ' τις ανωμαλίες του οδοστρώματος, τότε το έρμο το αμαξάκι τρώει ξύλο κι η καρδιά του κάβουρα κατόχου ραγίζει...

- Είδες ο Γιαννάκης αμαξάκι που χτύπησε; Μερσεντικό SLK καμπριούμπα περικαλώ... Τριάντα χηνάρια ζεστά ζεστά ακούμπησε.
- Ναι ρε, μαζί ήμασταν την Κυριακή και τραβηχτήκαμε προς Τρίπολη για να το ανοίξουμε λίγο και να ξεκαυλώσουμε.
- Και λοιπόν;
- Νταξ, στην Εθνική πάει χαρτί το εργαλείο, είναι στο φυσικό του περιβάλλον. Δεν ξέρεις όμως τι τραβήξαμε όταν χωθήκαμε κατά λάθος σ' ένα χωματόδρομο κοντά στην Κόρινθο. Κάναμε 6 χιλιόμετρα σε 30 λεπτά. Τέτοια ταλαιπωρία ούτε στον εχθρό σου. Έφαγε ξύλο το αμαξάκι, και μαζί φάγαμε κι εμείς.

κι αυτός τρώει ξύλο! (από BuBis, 08/06/09)κι αυτός τρώει ξύλο! (από BuBis, 08/06/09) (από xalikoutis, 10/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified