Φορτώνω κάποιον με αγγαρεία, ήτοι εργασία άνευ πληρωμής. Στο Στρατό και όχι μόνο.

Συνώνυμα: χώνω, μπριζώνω / βάζω στη μπρίζα, καβατζώνω, ρίχνω μπαλάκι, χαντακώνω, μπιφτεκώνω, πήζω κάποιον, τρέχω κάποιον. Τα δύο τελευταία με την ενεργητική σημασία.

Εξ ου και «βυσμάτωμα» = χώσιμο, καβάτζωμα, τρέξιμο (π.χ. τον έχω στο τρέξιμο), πήξιμο (π.χ. τον έχω στο πήξιμο), μπιφτέκωμα, μπρίζωμα (κατά την 3η σημασία του Μέσιου ορισμού).

Το ρήμα απαντάται συνήθως ως παθητικό, με τον ίδιο τον βυσματωμένο να εκφράζει την ξενέρα και την αγανάκτησή του, πνέοντας μένεα κατά του βυσματοδότη.

[I]- Τον παλιόπουστα, με βυσμάτωσε να μεταφέρω αυτά τα κωλοβιβλία από το γραφείο του στην αποθήκη, γαμώ το Χριστό του!
- Έμ, κολλητηλίκια με τον καθηγητή μου 'θελες μωρή λουμπίνα...[/I]

Είναι εν προκειμένω ενδιαφέρουσα η αμφισημία του όρου βύσμα. Το να έχεις βύσμα (άκρη, δόντι, γωνία) είναι ευλογία, πολλώ μάλλον στις αντίξοες συνθήκες του Στρατού. Το να σε βυσματώνουν είναι, αντιθέτως, κατάρα. Το ίδιο παρατηρείται και με ορισμένα συνώνυμα, όπως το καβάτζωμα: καβατζωμένος νοείται συνήθως ο βολεμένος, είναι όμως και ο χωμένος, αυτός δλδ του οποίου ο πολύτιμος ελεύθερος χρόνος καβατζώθηκε, σφετερίστηκε από κάποιον άλλο.

Trivia - διαβάζετε με ευθύνη σας. Iστορικά, η αγγαρεία ως εργασία άνευ ανταλλάγματος, είναι μια εκ των υποχρεώσεων των δουλοπαροίκων (serfs), σε φεουδαλικά - δουλοπαροικιακά καθεστώτα. Oι serfs, όντας δεμένοι με τη γη που τους παραχωρήθηκε από τον άρχοντα - χωροδεσπότη, έχουν την επιπρόσθετη υποχρέωση να προσφέρουν άνευ αμοιβής εργασία, στο ιδιόκτητο κτήμα του αφέντη (reserve), για ορισμένες μέρες το χρόνο (συνήθως 21).

  1. - ...το γνωστό «βυσμάτωμα» των γιατρών-επιμελητών των Κ.Υ και Π.Ι., των αγροτικών γιατρών και των ειδικευόμενων. [...] Καλούνται να εφημερεύουν 15-18 ημέρες το μήνα και να εκπαιδεύονται στου «κασίδη το κεφάλι» χωρίς την παρουσία τις περισσότερες φορές των εκπαιδευτών τους - επιμελητών.
    (από εδώ)

  2. Αυτο βεβαια, σημαινει πως πλεον υπαρχουν δυο ειδων praetoriani, με εντελως διαφορετικους ρολους και βυσματωμα. Απο τη μια, ειναι οι αστυνομικοι που φυλανε τους πατρικιους, τους οποιους καποιοι ρατσισται και σεξισται τους ονομαζουν κοροιδευτικα φιλιπινεζες. Απο την αλλη, ειναι οι αστυνομικοι που ξυλοφορτωνουν τους αναιδεις πληβειους, τους οποιους καποια κωλοπαιδα τους ονομαζουν μπατσους-γουρουνια-δολοφονους, παρατσουκλι τελειως αδικο αφου τα γουρουνια ειναι γλυκουλικα ζωακια, και οποιος δεν με πιστευει να δει την ταινια Babe.
    (Από εδώ)

  3. Υγειονομικό, παρουσιάστηκα Μεσολόγγι, Τεχνικός Αποθηκάριος. :o
    Πραγματικές ειδικότητες:
    Ελαιοχρωματιστής πυροσβεστικών φωλεών (τις επισκεύασα - έβαψα όλες, σε δύο στρατόπεδα)
    Τηλεφωνητής (βυσμάτωμα από τους παλιούς επί ένα μήνα) (από εδώ)

wanted: καταζητούμενος ή επιθυμητός; (από BuBis, 28/09/09)μη με βυσματώνεις ρε γαμώτο... (από BuBis, 28/09/09)χωριανοί! αδικήθηκε ο μπλακτζόνης! (από BuBis, 28/09/09)Είναι ατομο ο έλεκτρον; Η μήπως έιναι συγγραφική ομάδα, όπως αναφέρει στο τρίτο του σχόλιο;  (από GATZMAN, 28/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όνομα του πουλιού με τα τεράστια μάτια, το επίπεδο-πλακουτσωτό πρόσωπο και τον ανύπαρκτο λαιμό, χρησιμοποιείται ως χλευαστικός-περιπαικτικός χαρακτηρισμός προσώπου.

Συνήθως αναφέρεται σε θηλυκά άτομα, οπότε το γραμματικό γένος του ονόματος και του προσδιορισμού, συμπίπτουν.

- Μπα, τι βλέπουν τα όμορφα ματάκια μας; Έσκασε μύτη στο πάρτι κι η Μαρία η κουκουβάγια; Αχαχαχα...

Δεν αποκλείεται ωστόσο και αρσενικά να τύχουν αυτού του ευγενούς χαρακτηρισμού, αν πληρούν βεβαίως τις προϋποθέσεις.

Κουκουβάγια λοιπόν (ή βαγιακούκου κατά έναν σχολικό ποδανισμό της εποχής του γράφοντος) είναι:

  1. Αυτός που φοράει γυαλιά με υπερμεγέθη, αντιαισθητικό, εντελώς ντεμοντέ κοκάλινο σκελετό. Πρόκειται για τις λεγόμενες γυαλούμπες, σύμβολο απόλυτης και αμετανότητης φλωροσύνης. Eίναι τα γυαλιά που φοράει π.χ. και η συντηράκλα θεία μας, όταν απολαμβάνει το καθημερινό απογευματιάτικο σήριαλ της. Σχετικό και το χουντικό γυαλί.

Παρένθεση. Το κοκάλινο γυαλί (στη μοδάτη βεβαίως εκδοχή του) έκανε τη θριαμβευτική του επανεμφάνιση στα 00's, μαζί με το κουλτουρέ, νεο-φλώρικο στιλάκι.

Καταχρηστικά, ο όρος θα χρησιμοποιηθεί με κακία για οποιονδήποτε διοπτροφόρο (από κοινού με τα εξίσου φαρμακερά γυαλαμπούκας ή γυαλάκιας), ακόμη κι αν αυτός έχει επιλέξει τα πλέον μίνιμαλ και καλαίσθητα γυαλιά, π.χ. εκείνα που δεν έχουν καθόλου σκελετό.

  1. Εξαιρετικά άσχημη γκόμενα (αλλά και αγοράκι όπως είπαμε) ιδίως αν έχει πολύ χοντρό λαιμό που ενώνεται με το σώμα (το άκρως αντίθετο του λαιμού-κύκνου δλδ) ή πλακουτσωτό κουκουβαγίστικο πρόσωπο. Αν φοράει και γυαλούμπες, τόσο το καλύτερο. Αν δε, είναι και φυτούκλα / σπάσμα (βλ. και εδώ) τόσο το καλυτερότερο. Η νοηματική ακρίβεια προσεγγίζει το τέλειο....

Συγκεφαλαιώνοντας, η ιδεώδης κουκουβάγια διαθέτει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

  • τεράστια παλιομοδίτικα γυαλιά
  • παχυσαρκία
  • πλακουτσωτό στρογγυλό πρόσωπο με σχεδόν ανύπαρκτη μύτη
  • χοντρό λαιμό που ενώνεται με το σώμα (μονομπλόκ), ήτοι μη-λαιμός.
  • φοβερή ακαμψία στο σβέρκο. Για να γυρίσει να δει πλάγια, πρέπει να γυρίσει ολόκληρο το κορμί. Αυτό βέβαια δεν συμβαίνει στις πραγματικές κουκουβάγιες, οι οποίες δίνουν μόνο μια έντονη εντύπωση ακαμψίας.
  • σπασικλοσύνη
  1. Κλασική κουκουβάγια ήταν η Μαρία η Άσχημη του γνωστού σήριαλ. Η έκφραση είχε ακουστεί πολλές φορές. Φορούσε πατομπούκαλα, ήταν σαύρα, ήταν και σοφή.

  2. Κουκουβάγια είναι κι ο -συμπαθέστατος κατά τα άλλα- Μίμης Ανδρουλάκης: γυαλούμπες, ξερόλας, άσχημος (λέμε τώρα, περί ορέξεως ζαμπονοτυρόπιτα) καθώς κι αυτή η χαρακτηριστική ακαμψία στο σβέρκο, και καλούα από χτυπήματα μπάτσων επί Δικτακτορίας (sic).

  3. - Nα σου πω ρε μαλάκα, ψήνεις κατάσταση με την Αναστασία; Γιατί κάτι έχει πάρει ο μάτης μου τελευταίως...
    - Ε... να μωρέ... δεν ξέρω, θα δείξει.
    - Έλεορ ρε αδερφάκι μου, σε ήξερα για μουνοείλωτα, αλλά αυτό παραπάει. Με το που σου κούνησε λίγο την ουρά της η κουκουβάγια, έλιωσες σαν καταΐφι από το Κοσμικόν!!

Οταν το ΚΚΕ θα αναλάβει τη διακυβέρνηση θα αλλάξει την υπάρχουσα κουκουβαγια με άλλη (από GATZMAN, 27/09/09)360-degree field of view (από tryager, 27/09/09)Βαγια Βοιωτίας. Λαλεί ο κούκος στα Βάγια; (Κούκου+Βαγια) (από GATZMAN, 27/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατά βάση λόγια αυτή έκφραση χρησιμοποιείται στην καθημερινή ομιλία για να περιγράψει ένα χώρο - ή σπανιότερα μια γενικότερη κατάσταση - όπου κόσμος μπαίνει και βγαίνει, έρχεται και φεύγει, σε άσχετες και άκυρες ώρες, χωρίς κανείς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Μια φάση ψιλοαλαλούμ δηλαδής, φάση οτινανισμού, όπου ο όποιος έλεγχος έχει (ή τείνει να) χαθεί...

Κι όταν μιλάμε για κόσμο, εννοούμε πολύς κόσμος, λαός κι έτσι - χωρίς βεβαίως να λησμονούμε οτι το «πολύ» είναι άκρως σχετικό, άλλο μέτρο ισχύει π.χ. για ένα ιδιωτικό σπίτι και άλλο για τα γραφεία, ας πούμε, ενός πολιτικού κόμματος.

Το σλανγκ στοιχείο έγκειται ασφάλουσλυ στην ειρωνεία που η έκφραση υποκρύπτει. Με έναν λίαν εύσχημο, ευφημιστικό τρόπο, δηλώνεις πως οι συνθήκες που επικρατούν σε έναν χώρο / μια κατάσταση, προσιδιάζουν σε αυτές ενός μπουρδέλου, ενός κερχανείου (κκελχανείου εις την κυπριακήν). Το οποίον μπουρδέλο νοείται, φυσικάουα, τόσο κυριολεκτικώς όσο και μεταφορικώς.

Πρόκειται φυσικά για μπαμπαδίστικη έκφραση, μπαμπαδισμό. Σπάνια έως ποτέ θα ακούσεις π.χ. έναν κάγκουρα με τα μαλλιά φράχτη και με κωλοπειραγμένο παπί να την μεταχειρίζεται.

Αντιθέτως, βγαίνει πολύ συχνά απ' τα χείλη απηυδισμένων μαμάδων και μπαμπάδων, φρικαρισμένων με τα καμώματα του κανακάρη (ή κανακάρισσας) τους, που πλέον χρησιμοποιεί την πανίερη οικιακή εστία ως ένα είδος ξενοδοχείου: μπαινοβγαίνει χωρίς να αλλάζει κουβέντα με κανέναν, αποφεύγει μετά βδελυγμίας να συνεστιαστεί στο παραδοσιακό τραπέζωμα, δεν σκουπίζει τα παπούτσια του στο χαλάκι της εισόδου, πετάει τα ρούχα του όπου βρει, και άλλα ανατριχιαστικά παρόμοια. Το χειρότερο και σημαντικότερο όμως, είναι που κουβαλάει μαζί του διάφορα άγνωστα στους γονείς πρόσωπα, υπόπτου ηθικής υποστάσεως. Η τυπολογία αυτών των εισβολέων της οικιακής ειρήνης, ανεξάντλητη: από μαλλιάδες και αρβυλοφόρους χεβιμεταλλάδες μέχρι ρεϊβούδες γκόμενες με ροζ μαλλιά και 600 σκουλαρίκια σε κάθε αυτί...

Παραδόξως, αυτές οι μπαμπαδίστικες εκφράσεις, το σφάξιμο με το γάντι ένα πράμα, πιάνουν καμιά φορά τόπο εκεί όπου τα κατά ριπάς μπινελικώματα και οι τσιρίδες αποτροπιασμού, το μόνο που καταφέρνουν είναι να μουλαρώσει ο νουθετούμενος και να συνεχίσει ακάθεκτος το ίδιο βιολί... Αυτή είναι η μαγεία της γλώσσας: το τιμημένος π.χ. μπορεί ενίοτε να ακουστεί πιο βαρύ, πιο δηκτικό, πιο φαρμακερό από το γαμημένος...

Ακολουθεί κοινωνιολογικό σχόλιο. Διαβάζετε με δική σας ευθύνη.

Η μετατροπή της παραδοσιακής οικιακής εστίας σε απλό υπνώνα (τον οποίο οι ένοικοι επισκέπτονται μόνο το βράδυ για να ξεραθούν στον ύπνο) ή ξενοδοχείο (όπου καθένας μπαινοβγαίνει χωρίς την υποχρέωση του - έστω στοιχειωδώς - λόγον διδόναι), αποτελεί σύμπτωμα μιας γενικότερης αποδιάρθρωσης των παραδοσιακών θεσμών. Η οικογένεια, προνομιακό αντικείμενο της κοινωνιολογικής έρευνας, βάλλεται πανταχόθεν. Ο χαρακτήρας της δεν παραμένει σταθερός, μετασχηματίζεται. Από το αρχαίο πατριαρχικό πρότυπο και την διευρυμένη οικογένεια, περάσαμε σιγά-σιγά στην πυρηνική ή συζυγική οικογένεια, ενώ τώρα πλέον τείνουμε σταθερά προς την μη-οικογένεια. Σε ένα συνέδριο στο οποίο πρόσφατα παρέστην, μια από τις εισηγήσεις είχε τον εύγλωττο τίτλο «Σπιτικά χωρίς κουζίνα»....

  1. - Πώς την έχει δει αγόρι μου; Τι θα γίνει πια με την περίπτωσή σου; Πας κι έρχεσαι κι ούτε μια κουβέντα δε μας λες.. Κέντρο διερχομένων γίναμε...
    - Καλά ρε πατέρα, άσε το κήρυγμα για καμιά άλλη ώρα, τώρα δεν είμαι σε φάση...

  2. - Μωρή, ποιος είναι πάλι αυτός που κουβάλησες χτες ξημερώματα; Σας άκουσα, αμ τι, νόμιζες ότι κοιμόμουνα; - Ο Σάκης ρε μαμά απ' τη σχολή, τι ζόρι τραβάς τώρα;
    - Χτες ο Σάκης, προχτές ο Αντρέας, παραπροχτές εκείνος ο μαλλιάς, τις προάλλες ο ξυρισμένος με το χαλκά στη μύτη... Κέντρο διερχομένων, για να μην πω καμιά πιο βαριά κουβέντα και κολαστώ η γυναίκα...

3 Κέντρο Διερχομένων το Υπουργείο Άμυνας. Από το «Βήμα».

  1. Δεν θα το επιτρέψουμε ποτέ να γίνει. Δεν θα επιτρέψουμε να διαλυθεί το σχολείο και να γίνει κέντρο διερχομένων. (Από αγριοχρίστιανους θεολόγους, εδώ)

(από Δημήτρης Ντούρτας, 21/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ορισμός, στα βασικά του στοιχεία, υπάρχει εδώ. Ένα updating ωστόσο δεν θα έβλαπτε, που θα εμπλούτιζε τις περί του θέματος γνώσεις μας και θα το έθετε σε μια ευρύτερη ιστορική προοπτική.

Σιδεράδικο είναι το παλαιού τύπου γυμναστήριο, το λεγόμενο και σφιχτάδικο. Στην κλασική του μορφή, μεσουρανεί κατά την ένδοξη δεκαετία του 1980, η οποία εχει εύστοχα χαρακτηριστεί - πάντα όσον αφορά τη χώρα μας - ως η «μητέρα» μας, η πολιτισμική γενέτειρα της εντελώς σύγχρονής μας εποχής.

Οι πιτσιρικάδες είναι τρελαμένοι με Arnold Schwarzenegger (Κόναν ο Βάρβαρος, Εξολοθρευτής) και Sylvester Stallone (Rocky, Rambo, Cobra). Το ίδιο το bodybuilding τότε ουσιαστικά καταξιώνεται, με το μεγάλο boost να έχει δοθεί από το Pumping Iron, το θρυλικό φιλμ-ντοκιμαντέρ του Άρνολντ, που σκάει στα 1977. Τα γυμναστήρια-σιδεράδικα, η νέα μαζική παράκρουση, ξεφυτρώνουν παντού, στεγαζόμενα κατά κανόνα σε υπόγες, λόγω των πενιχρών οικονομικών μέσων. Θρυλικό είναι π.χ. το σιδεράδικο του Σπύρου Μπουρνάζου, living legend του ελληνικού μπίλντινγκ, που ακόμα και σήμερα λειτουργεί στο ιστορικό υπόγειο, στη συμβολή των οδών Τροίας και Πατησίων στην Κυψέλη.

Τα όργανα γυμναστικής είναι, με τα σημερινά κριτήρια, πρωτόγονα. Απουσιάζουν τα εξειδικευμένα και πανάκριβα φιρμάτα μηχανήματα. Κυλιόμενοι διάδρομοι δεν υπάρχουν, τα στατικά ποδήλατα είναι ελάχιστα και συνήθως χαλασμένα. Κυριαρχούν τα λεγόμενα ελεύθερα βάρη: αλτήρες και μπάρες σε τεράστια μεγέθη. Τα όργανα είναι πολλές φορές hand made, χειροποίητα, π.χ. ο μύθος θέλει τον Μπουρνάζο να κατασκεύασε μονάχος του, με τα χεράκια του, τις τροχαλίες και τα άλλα σιδερικά του γυμναστηρίου του, αυτά τα οποία ο γάλλος φιλόσοφας Pascal Bruckner έχει χαρακτηρίσει ως τα «σύγχρονα όργανα των βασανιστηρίων».

Οι χώροι των σιδεράδικων μοιάζουν να χλευάζουν τον υγειινισμό και τον αποστειρωτισμό της εποχής μας. Ζέχνουν από ιδρωτίλα, βαριές αρσενικές οσμές που επιδεινώνονται από τη χρήση αναβολικών. Οι μουσικές επιλογές, μια φορά κι έναν καιρό, ξεκινούσαν και τέλειωναν στο soundtrack από τις ταινίες του Rocky (Eye of the Tiger, Burning Heart, Gonna Fly Now κλπ).

Ο μποντιμπιλντεράδικος χώρος και ο χώρος της νύχτας υπήρξαν εξ αρχής συγκοινωνούντα δοχεία. Πολλοί σφίχτες δραστηριοποιούνται ακόμη και σήμερα σε τομείς όπως το νταβατζιλίκι, η προστασία, τα ντράγκς, οι λαθραίες μεταφορές με νταλίκες κλπ. Τα σιδεράδικα κατηγορήθηκαν και στιγματίστηκαν ως φυτώρια παραβατικότητας. Πολλά απ' αυτά ανατινάχθηκαν κατά καιρούς, από βόμβες που έβαζαν αντίπαλες «ομάδες», στα πλαίσια του κλασικού «ξεκαθαρίσματος λογαριασμών». Ακριβώς όπως εξακολουθεί συχνά να συμβαίνει με καφετέριες και έτερα νυχτομάγαζα.

Αφού έπαιξαν χωρίς ουσιαστικό αντίπαλο για δυο σχεδόν δεκαετίες, αυτά τα γυμναστήρια-δεινόσαυροι, άρχισαν να εκτοπίζονται, στα τέλη των 90's, από τα νέα φρούτα των fitness clubs. Η μετάβαση σηματοδοτεί και μια ποιοτική μεταβολή στην όλη στάση του κόσμου απέναντι στην άθληση γενικότερα, θέμα πολύπτυχο επί του οποίου δεν θα επεκταθούμε. Το βέβαιο είναι πως τα σιδεράδικα παρήκμασαν κι άρχισαν να βάζουν λουκέτο το ένα μετά το άλλο. Διαμορφώθηκε μια νέα κοινωνική γεωγραφία του χώρου. Τα λίγα και καλά σιδεράδικα που επιβίωσαν, αναζήτησαν το ζωτικό τους χώρο στις λιγότερο ή περισσότερο υποβαθμισμένες περιοχές στα πέριξ του κέντρου της Αθήνας: Κυψέλη, Κολωνός, Πλατεία Βάθης, Άγιος Παύλος. Οι θαμώνες τους είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία αλλοδαποί: ρώσοι, αλβανοί, ρουμάνοι, γεωργιανοί, πακιστανοί, άραβες. Οι όποιοι έλληνες παραμένουν, ανήκουν συνήθως σε χαμηλές εισοδηματικές τάξεις.

Εκτός, βέβαια, κι αν πρόκειται για τους κλασικούς πωρωμένους, hardcore μπιλντεράδες, που θεωρούν τα νέας κοπής πολυτελή γυμναστήρια, φλώρικα και χώρους συνεύρεσης ομοφυλοφίλων (σ' αυτό δεν έχουν και πολύ άδικο). Προτιμούν λοιπόν να συναγελάζονται με τους ομοίους τους, σε περιβάλλοντα όπου ο ανταγωνισμός παραμένει υψηλός και όπου μπορούν να βρουν την κατάλληλη υποστήριξη / καθοδήγηση (προπονητικές συμβουλές, φάρμακα). Πολλοί τέτοιοι κάβουρες είναι διπλογραμμένοι, συχνάζουν δλδ και στο σιδεράδικο, αλλά και στο κυριλέησον fitness club της γειτονιάς τους, όπου πουλάνε μούρη, μοστράρουν το σώμα τους, την πέφτουν σε καμιά γκόμενα κλπ.

Οι τελευταίες εξελίξεις, χοντρικά από το 2004 και μετά, θέλουν και τα καινούργια κυριλογυμναστήρια να μην αντέχουν στον εξοντωτικό μεταξύ τους ανταγωνισμό και να συρρικνώνονται. Η ελληνική αγορά δεν σήκωσε τόση άθληση, μπούχτισε. Η νέα τάση ευνοεί μια ενδιάμεση μορφή γυμναστηρίου, κάτι ανάμεσα στο σιδεράδικο και το χλιδάτο φιτνετζίδικο. Είναι το συνοικιακό γυμναστήριο, που ενίοτε σηκώνει να το πεις και ημι-σιδεράδικο: φτωχομπινεδιάρικο στην ουσία και ψιλοπαρατημένο (άλλωστε λέγεται πως τα περισσότερα gym είναι βιτρίνες και πλυντήρια), τηρεί εντούτοις κάποια standards για τα μάτια του κόσμου.

  1. (από εδώ)
    ....Απο τα λιγοστά σιδεράδικα που έχουν απομείνει πλεόν.....Μουγκρίζουμε ελεύθερα,βρίζουμε ελεύθερα,κάνουμε προπόνηση χωρίς φανέλα ελεύθερα,πετάμε τα κιλά κάτω(το πάτωμα είναι τσιμέντο+μοκέτα...)ΚΑΙ η μουσική πάντα είναι 80s Rock+Disco......Δεν θα μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου να κανει προπ σε κάποιο σύγχρονο gym,θα ήμουν σαν τη μύγα μεςτο γάλα

  2. (από εδώ)
    Η διαφορά είναι πως στα μεν παλιά καλά σιδεράδικα γυμναζόμασταν σε καθαρά μηχανικά όργανα με τροχαλίες που απέπνεαν μια βαρβατίλα και έδιναν μια ατμόσφαιρα μεταξύ Blade Runner και Mad Max, ενώ στα περισσότερα γυμναστήρια πλέον τα όργανα είναι «υδραυλικά» και φλώρικα.

Got a better definition? Add it!

Published

Επί το σλανγκικότερον μπρίζας. Ενίοτε και μπριζάκιας.

1.
Ο υπερβολικά ευέξαπτος, ο ευερέθιστος, ο οξύθυμος, ο θυμώδης, ο νευρικός, ο οργίλος, ο αψύς. Γνωστός και ως σπίρτο.

Ο παρεξηγιάρης, ο καυγατζής, ο εριστικός, ο φίλερις.

Αυτός που πιάνει φωτιά / αρπάζεται / πιάνεται / του ανάβουν τα λαμπάκια χωρίς ουσιαστικό λόγο.

Ο τζόρας, που 'χει πάντα το ζωνάρι του λυμένο για καυγά.

Αυτός που τα παίρνει μαζικά στο κρανίο για ψύλλου πήδημα, για πλάκα.

Ο μανουριάρης, αυτός που μανουριάζει δι' ασήμαντον αφορμή.

Ο τσαμπουκαλής, το τσαμπούκι.

Αυτός που γίνεται τούρκος / γίνεται τρελός / βρικολακιάζει / φρικάρει / του γυρίζει το μάτι ανάποδα με το παραμικρό.

Ο μονίμως τσιτωμένος, ο τσιτάκιας, αυτός που τσιτώνει εύκολα (για κακό).

Αυτός που μπριζώνει. Αναφερόμαστε φυσικά στην 3η περίπτωση μπριζώματος από τον απαράμιλλο αυτό ορισμό της Mes: το μπρίζωμα ως αμετάβατη πράξη, που δεν μεταβιβάζει την ενέργειά της σε κάποιο αντικείμενο, αλλά αφορά μια κατάσταση που βιώνει το ίδιο το υποκείμενο.

2.
Ο υπερκινητικός, ο υπερενεργητικός, ο αεικίνητος.

Ο ακαταπόνητος, ο ακάματος, ο ακούραστος, ο ντούρασελ.

Ο ανήσυχος, αυτός που έχει καρφιά στον κώλο του και δεν μπορεί να κάτσει λεπτό.

Ο μονίμως τσιτωμένος, ο τσιτάκιας, αυτός που τσιτώνει εύκολα (όχι απαραίτητα για κακό).

Αυτός που δουλεύει συνέχεια στα κόκκινα / βαράει κόφτες / είναι μονίμως γκαζωμένος.

Γενικές παρατηρήσεις και για τις δύο κατηγορίες.

- Σε ακραίες περιπτώσεις, ο μπρίζας καταντάει ένα είδος ψυχάκια.

- Ο μπρίζας δεν είναι απαραίτητα και μάχιμος. Το μπρίζωμα δεν συνεπάγεται άνευ ετέρου και μαχιμότητα, ιδιότητα απερίφραστα θετική. Ο μάχιμος είναι συνήθως μια ήρεμη δύναμη, καίριος, αποτελεσματικός και αθόρυβος. Αντιθέτως ο μπρίζας τείνει προς την επίδειξη, την άσκοπη σπατάλη δυνάμεων. Αρέσκεται στο σαματά για το σαματά.

- Ενίοτε δίνει την εντύπωση πως κάνει χρήση ναρκωτικών. Μπορεί όμως και όντως να κάνει. Να τρώει τριπάκια, να πίνει κόκες, να κουμπώνει XTC και άλλες αμφεταμίνες.

1α.
- Πω ρε φίλε, τι μπρίζας είν' αυτός ο Μάκης; Ένα γεια τόλμησα να πω στη γκόμενά του κι αμέσως πιάστηκε να με αγριοκοιτάει...

1β.
- Μ' έφερνε χτες ο Μάκης σπίτι μου με τ' αυτοκίνητο, και σε κάποια δόση τον κλείνει ένας μαλάκας χωρίς να έχει προτεραιότητα. Ε ρε γλέντια... Τον αρχίζει ο Μάκης σε κάτι καντήλια, του 'πε του τύπου να έχει και του χρόνου. Δεν τον ήξερα για τόσο μπρίζα...

  1. (σε νταπαντουπάδικο)
    - Μαλάκα πάμε να φύγουμε, δεν την παλεύω άλλο.
    - Καλά, κάτσε να πούμε και του Λουκά.
    - Χέστον αυτόν, δεν τον βλέπεις που χοροπηδάει σαν το κατσίκι; Τέτοιος μπριζάκιας που είναι, δεν τον βλέπω να την κάνει πριν τις 9 το πρωί...

μην τσακώνεστε σας περικαλώ (από johnblack, 19/09/09)

Βλ. και μπριζώνω, με μπρίζωσαν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αμάξι ή μηχανάκι που έχει υποστεί κάποια after market βελτιωτική επέμβαση επί του κινητήρα του. Συχνά συγχέεται εσφαλμένα με το κωλοφτιαγμένο, παρόλο που οι δύο όροι δεν ταυτίζονται. Σκοπός του παρόντος είναι να άρει δια παντός την σχετική παρεξήγηση.

Το κωλόφτιαγμα ή κωλοφτιάξιμο αφορά, όπως έχουμε πει, μια πολύ ευρεία γκάμα επεμβάσεων: από τις καθαρά χρηστικές μετατροπές στα μηχανικά μέρη (μοτέρ, αναρτήσεις κλπ) μέχρι τις καθαρά «εικαστικές» παρεμβάσεις, τύπου φιμάτο τζάμι, μπλε φωτάκια στο καπό κλπ.

Αντιθέτως, το πείραγμα αφορά αποκλειστικά τον κινητήρα. Σε μια στρογγυλοφάναρη πάπια π.χ. μπορείς να τοποθετήσεις μεγαλύτερο πιστόνι (αύξηση κυβισμού) ή να βάλεις μεγαλύτερο καρμπυρατέρ (για αποδοτικότερες καύσεις). Το πείραγμα έχει κατά κανόνα ουσιαστικό αποτέλεσμα, δεν γίνεται για το θεαθήναι. Το εργαλείο αναβαθμίζεται και πηγαίνει πιο κομμάτια. Ωστόσο, πείραγμα από πείραγμα διαφέρει. Άλλα είναι ποιοτικά και κρατάνε μια ζωή, άλλα κρατάνε μια βδομάδα ή και λιγότερο. Αν π.χ. πρέπει οπωσδήποτε να κερδίσεις μια στημένη κόντρα, υπάρχουν τρόποι πειράγματος που θα πουσάρουν το μηχάνημα στα όριά του, ίσα για τον αγώνα. Μετά πας στανταράκι για αλλαγή μοτέρ.

Συμπέρασμα: Το κωλοφτιαγμένο είναι σαφώς ευρύτερη έννοια. Ένα κωλοφτιαγμένο παίζει συνήθως να είναι και πειραγμένο, το αντίθετο όμως είναι λογικώς αδύνατο.

Οι κάγκουρες σαφώς και δεν αποστέργουν το απλό πείραγμα, ρέπουν όμως περισσότερο προς το γενικότερο κωλοφτιάξιμο, όντας αθεράπευτα ποζεράδες και φιγουρατζήδες.

Οι κάγκουρες δεν διαθέτουν την αποκλειστικότητα στις μοντιφιές. Καθ' όλα ευυπόληπτοι τυπάδες, χομπίστες και λάτρεις της αυτοκίνησης, πειράζουν το μοτέρ του αμαξιού τους, χωρίς βέβαια να το κάνουν και λατέρνα. Κυκλοφορούν λοιπόν στους δρόμους πειραγμένα εργαλεία με κάτι μοτέρ τούμπανα, που ούτε καν τους φαίνεται. Θα το καταλάβεις μόνο αν πας να μετρηθείς μαζί τους, οπότε και θα σε κεράσουν ένα ζεστό τσαγάκι... (αφού πρώτα φας τη σκόνη τους).

Υπάρχει και υπερθετικός για το πειραγμένο, αν και όχι τόσο διαδεδομένος: κωλοπειραγμένο. Με την προσθήκη του επιτατικού προθέματος κωλο-, μιλάμε πλέον για ένα υπερμηχάνημα-κόσμημα, που και τουμπανιασμένο μοτέρ διαθέτει, αλλά και εξωτερικά γαμεί μανούλες, είναι άκρως εντυπωσιακό, άγριο και «κακό»...

  1. Θρυλείται βάσιμα πως οι μοτοσυκλέτες των ζητάδων (των μπάτσων της Ομάδας Ζήτα), ιδίως εκείνα τα αειθαλή Suzuki GSX 750, είναι πειραγμένα, ενίοτε και με έξοδα των ιδίων των καυλόγκαζων αναβατών τους. Διότι ο αστικός μύθος θέλει τους σκληροτράχηλους αυτούς μηχανόβιους να προέρχονται από την ίδια πάστα με αυτούς που κυνηγούν, δλδ τους κάγκουρες και λοιπούς παραβατικούς τύπους. Δεν είναι σπάνιο να εμπλακεί ζητάς σε κόντρα, έτσι, για την καύλα του (προσωπικά είχα πετύχει ζητά να στήνει το προαναφερθέν εφταμισάρι suzuki του, με ένα Honda CBR 900, στο φαληρικό Δέλτα. Για την ιστορία, ο χοντάκιας τον πάτησε).

  2. Το πείραγμα δύναται να γίνει και ηλεκτρονικά, με την εισαγωγή του κατάλληλου προγράμματος στον εγκέφαλο του αυτοκινήτου. Αυτό συνήθως γίνεται μόνο σε εξουσιοδοτημένα συνεργεία, με κωδικούς που έρχονται απευθείας από τη μαμά εταιρεία. Π.χ. για το Mercedes SLK 200, μπορείς με ένα τέτοιο ειδικό κιτάκι, που κοστίζει μόλις 2300 ευρώπουλα, να ανεβάσεις την ιπποδύναμη από 163 σε 192 αλόγατα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ρουφιάνος, ο σπιούνος, ο καταδότης, το καρφί, ο undercover πληροφοριοδότης, αυτός που σε δίνει, συνήθως στεγνά. Μισητό και επίφοβο πρόσωπο.

Έκφραση που χρησιμοποιείται ευρύτατα στο Πολεμικό Ναυτικό, αλλά και γενικότερα - όπως πιθανολογεί βάσιμα ο υποφαινόμενος - στις Ένοπλες Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας. Η χρήση της επεκτείνεται εν δυνάμει και σε πολιτικά συμφραζόμενα. Δεν θα είναι άλλωστε η πρώτη φορά που θα συμβεί κάτι τέτοιο.

Στο Πολεμικό Ναυτικό, η θέση του δώστη είναι θέση θεσμική. Σε κάθε υπηρεσία, π.χ. ένα πολεμικό πλοίο, υπάρχει κι ένας δώστης, τον οποίο κανείς δεν γνωρίζει. Αυτός επικοινωνεί απευθείας με την Ασφάλεια, π.χ. αν παρατηρήσει να παίζουν τίποτα ναρκωτικά κλπ, καρφώνει όμως αρμοδίως και τυχόν παρατυπίες σχετικές με εκτέλεση καθηκόντων. Αν δλδ ο καθένας πάνω στο πλοίο, από τον καπετάνιο μέχρι το τελευταίο ΕΠΟΠ αρμένι, κάνει καλά τη δουλειά για την οποία πλερώνεται. Σε μεγαλύτερες υπηρεσίες, π.χ. φρεγάτες, οι δώστες μπορούν να είναι και δύο. Πάντως ένας υπάρχει στάνταρ.

Κανείς δεν ξέρει ποιος ειναι ο δώστης. Όλοι υποπτεύονται όλους. Δώστης μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, δεν παίζει ρόλο ο βαθμός. Εξαιρείται ίσως ο καπετάνιος, ακριβώς διότι αυτός λόγω θέσης δεν έχει κανέναν πάνω απ' το κεφάλι του, δεν δίνει λόγο σε κανέναν άλλο μέσα στο πλοίο. Κάποιος λοιπόν πρέπει να τον τσεκάρει κι αυτόν.

Αυτό το κλίμα καχυποψίας συντηρείται έντεχνα, έτσι ώστε κανείς να μην μπορεί να επαναπαυτεί και να χαλαρώσει. Πρέπει όσο μπορείς να είσαι προβλεπέ, ποτέ δεν ξέρεις από που μπορεί να σκάσει η πούτσα. Διαίρει και βασίλευε με δυο λόγια. Όλοι αλληλοϋποβλέπονται, και έτσι εξασφαλίζεται η πειθαρχία και η συνοχή του στρατεύματος.

Τη σημερινή εποχή, ο δώστης έχει υποκατασταθεί σε μεγάλο βαθμό από εξελιγμένα ηλεκτρονικά συστήματα παρακολούθησης. Βέβαια ο ανθρώπινος παράγοντας παραμένει εξαιρετικά χρήσιμος και αναντικατάστατος.

(πραγματικό περιστατικό από ναυτική άσκηση)

Το πλοίο βρίσκεται κάπου ανοιχτά της Σύρου. Η άσκηση τελειώνει σύμφωνα με το πρόγραμμα στις 12.00. Ο καπετάνιος μιλά στο κινητό με τη γκόμενά του, η οποία τον περιμένει σε δωμάτιο ξενοδοχείου στο νησί.

- Έλα μωρό μου, με κόβω κατά τις 11.30 να είμαι κοντά σου. Θα το λήξω νωρίτερα, δε βλέπω την ώρα να σε δω.

Με το που κλείνει ο κάπταιν, σκάει τηλέφωνο από «ψηλά»:

- Παρακαλώ κύριε, η άσκηση τελειώνει κανονικά στις 12.00. Να τηρηθεί το πρόγραμμα.
- Μάλιστα....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ίσως ο κλασικότερος και πλέον καθιερωμένος σλανγκ όρος για την πρέζα, την ηρωίνη. Συναντάται και στο ουδέτερο: άσπρο.

Πρόκειται για ονομασία μάλλον παραπλανητική, στο βαθμό που η πραγματικά άσπρου χρώματος πρέζα, η λεγόμενη και καθαρή, σπανίζει. Για να βγει τέτοιο αστεράτο πράμα, απαιτείται ολοκληρωμένη κατεργασία των πρώτων υλών (όπιο) σε τέλεια εξοπλισμένα εργαστήρια. Τέτοιες μονάδες λειτουργούν κατά κύριο λόγο στο περίφημο Χρυσό Τρίγωνο στη ΝΑ Ασία. Η ταϊλανδέζικη πρέζα, η τάϊ, θεωρείται η καλύτερη του κόσμου και η λιγότερο αρρωστιάρα. Πάλλευκη και παντελώς άοσμη, έχει τη μορφή λεπτής κρυσταλλικής πούδρας. Τόσο λεπτής, που σχεδόν εξαφανίζεται με απλή τριβή πάνω στο δέρμα ή ανάμεσα στα δάχτυλα. Είναι δε εξαιρετικά όξινη, ρευστοποιείται πανεύκολα, χωρίς ξινά, λεμονάδες και άλλες διαλυτικές μαλακίες. Σχεδόν ούτε νερό δεν θέλει.

Στο Ελλάδα απλά δεν παίζει με την καμία να πετύχεις τέτοιο μπερκέτι. Αν τύχει και δεις άσπρη πρέζα, θα' ναι στάνταρ απ' τη ζάχαρη του κοψίματος... Ειδικά για την καθαρή ηρωίνη, επιφυλάσσονται λίαν χαϊδευτικά και γουτσιστικά σλανγκωνύμια, όπως Ασπρούλα ή Χιονάτη (με το δεύτερο να παραπέμπει τόσο στη λευκότητά όσο και στο γλυκό παραμύθιασμα της).

Οι εγχώριες αγορές μας, βολεύονται συνήθως με ηρωίνη χαμηλής ποιότητας, ατελώς επεξεργασμένη και με περισσότερες προσμείξεις. Σε αντίθεση με τη σιαμέζικη άσπρη, παίρνει τη μορφή χοντρόκοκκης σκόνης, με πολλούς σβόλους. Το χρώμα της ποικίλει από κιτρινωπό (συνήθως) μέχρι ροζ, γκρι ή καφέ. Παραδοσιακά, η πρέζα στις ελληνικές πιάτσες καταφθάνει εξ ανατολών, την Τουρκία ή το Πακιστάν, εξ ου και τα γνωστότατα «τούρκικη» και «πακιστάνικη». Σήμερα πίνουμε και μπόλικη αλβανική πρέζα, αλλά και σκοπιανή (!) Σ' όλες αυτές τις χώρες λειτουργούν καζάνια, προχειροστημένα δηλαδή εργαστήρια παραγωγής κι επεξεργασίας ηρωίνης. Ως τη δεκαετία του '60, καζάνια υπήρχαν και στην Ελλάδα.

Συμπέρασμα: η άσπρη είναι τυπική περίπτωση σλανγκ που λειτουργεί τρόπον τινά ευφημιστικά, εξωραΐζοντας μια πραγματικότητα και εκφράζοντας το «δέον», το ευκταίο (μακάρι δηλαδή όλες οι ζαπρέ να 'ταν άσπρες!).

Γενικά, παίρνοντας ως αφορμή τη λευκότητα, την ακουστικότητα, τη βρωμιά, την επίσημη ονομασία ή και οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα της ηρωίνης, μπορεί οποιοσδήποτε με λίγη φαντασία να δημιουργήσει άπειρα σλανγκωνύμια για την ουσία αυτή, πολλά από τα οποία δεν ξεπερνούν τα όρια της ιδιωτικής χρήσης. Θα έλεγε κανείς - με μια δόση υπερβολής - πως ο καθένας χρήστης έχει κατοχυρώσει μια δική του, καταδική του λέξη για να περιγράφει την ουσία-αρρώστια του...

Παραδείγματα: white horse=άλογο, hairy=μαλλιαρή (διότι προκαλεί μυρμήγκιασμα στο δέρμα), Harry=Ερρίκος (από το hairy), polvo, blanco, salt=αλάτι (υπάρχει και στο Εγκληματολεξικό του Γ. Πανούση), ζάχαρη, chick=γκόμενα, charlie, Helen, Hero, shit... Πολλά χρησιμοποιούνται αδιακρίτως και για την κόκα.

  1. Συχνά η άσπρη αντιδιαστέλλεται προς το μαύρο, δλδ το χασίς. Που κι αυτό, εξίσου παραπλανητικά, πολλές φορές μόνο μαύρο δεν είναι.

- Τρελάθηκες ρε; Δεν έχω φάει ποτέ άσπρη, μόνο κανά μαυράκι πού και πού πίνω, έτσι για το τζερτζελέ..

  1. Θεέ των μαύρων, τον καλό συγχώρεσε Γουίλ
    και δώστου εκεί που βρίσκεται λίγη απ' την άσπρη σκόνη.

Νίκος Καββαδίας, «Ο Γουίλι ο Μαύρος Θερμαστής από το Τζιμπουτί».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οιονεί υπερθετικός του απλού αλήτη, ο αλητάμπουρας ένα πράμα.

Κλασική περίπτωση όπου η αλλαγή του γένους ενός ουσιαστικού, εν προκειμένω η θηλυκοποίηση, υποδηλώνει μεγέθυνση / αναβάθμιση κι όχι μείωση / υποβιβασμό (βλ. σχετικά και την χαλικούτειο αντρούλα).

Αλήτρα, αλήτης και αλητεία, χρησιμοποιούνται, σε πολιτικώς καθόλου ορθά συμφραζόμενα, με θετική κατά βάση σημασία. Εκφράζουν έπαινο, θαυμασμό, αναγνώριση, ρησπέκτ, προς ένα πρόσωπο με αντισυμβατική συμπεριφορά ή/και ιδιαίτερες ικανότητες. Αντιθέτως - κι αυτό πρέπει να τονιστεί - το αλητάμπουρας παραμένει κατά κανόνα αρνητικός χαρακτηρισμός, όποιος κι αν το χρησιμοποιεί.

Αναλυτικά, τα αλήτης - αλητεία χρησιμοποιούνται στη γλώσσα με τους εξής 3 τρόπους:

  1. (Μη σλανγκ) Η καθιερωμένη και επισήμως λεξικογραφημένη σημασία. Αλήτης = ο πλάνης, ο αενάως περιπλανώμενος και εν τη χώρα περιφερόμενος, ο μη έχων μόνιμο κατάλυμα, ο ρέπων προς τον άτακτο βίο εξαιτίας φυγοπονίας. Μέχρι το 1994 η αλητεία ήτο ποινικώς κολάσιμη, και στον Ποινικό μας Κώδικα πήγαινε πακετάκι με την δίδυμη αδελφούλα της, την Επαιτεία (η οποία ακόμη διώκεται).

  2. (Σλανγκ) Ο αλήτης ως συνώνυμο του παλιανθρώπου, του απατεώνα, του λαμόγιου, η αλητεία ως συνώνυμο της λαμογιάς, της πουστιάς, της ελεεινής και τρισάθλιας συμπεριφοράς.

  3. (Καρασλάνγκ) Ο αλήτης ως συνώνυμο του γαμαωδέρνουλα, του μαγκιόρου, του κουμανταδόρου / καταφερτζή, του Ωραίου, του πρόστυχου, της μούρης γενικώς. Σ' αυτόν εδώ τον αλήτη και μόνο αναφέρεται και η αλήτρα του λήμματος. Εδώ κολλάει επίσης και η χρήση της αλητείας (δλδ ενός αφηρημένου ουσιαστικού) ως επιθέτου:

- Ο τύπος είν' αλητεία μιλάμε! Μισό χιλιόμετρο σούζα με το μηχανάκι λαμπάδα.

Με αυτή την τελευταία σημασία, χρησιμοποιούν συχνότατα το αλήτης οι γκόμενες, όταν θέλουν να παραπέμψουν στον «τέλειο άντρα, τον άντρα το σωστό, τον πρόστυχο, τον έξυπνο το γοητευτικό». Διότι ο ιδανικός αρσενικός επιβάλλεται να είναι ολίγον κωλοπαιδαράς, φευγάτος, σταρχιδιστής, τρελός, τσαμπουκαλής, επαναστάτης χωρίς αιτία, και εννοείται προστυχάντζας και βρώμικος στο κρεβάτι... Μια Force of Nature... Σαν τον Στάνλεϊ Κοβάλσκι στο Λεωφορείον ο Πόθος ένα πράμα (αλλά και πάμπολλους άλλους κινηματογραφικούς και λογοτεχνικούς «σκοτεινούς» ήρωες..). Αξιοσημείωτο πάντως το ότι τόσες λέξεις με κανονικά αρνητικό πρόσημο (αλήτης, πρόστυχος, βρώμικος, κωλοπαίδι, νταής κ.λπ.) αποτελούν στην πράξη τίτλους τιμής...

  1. Μεγάλη αλήτρα ο δικός σου με τις γυναίκες. Να σκεφτείς αυτή την εποχή τραβιέται με 4. Και μιλάμε για μουνιά περιωπής, όχι τίποτα τσιμπουκοζητιάνες.

  2. Θυμάσαι το Γιώργο, το τουμπανάκι απ' το γυμναστήριο; Με το βρακί του και δυο χιλιάρικα στη τσέπη είχε έρθει στην Αθήνα, και τώρα έχει δυο μαγαζιά και αγοράζει σπίτι στην Κηφισιά. Ήταν όμως μεγάλη αλήτρα, δεν μάσαγε τον πούτσο του, πουθενά...

  3. - Ρε φίλε, έχω ξεσηκώσει κάτι τρελά συνθηματικά απ' αυτό το σλανγκ τζι αρ! Μιλάμε για εκφράσεις που τα σπάνε κανονικά, απιστεύτου και ανυπάρκτου γωνία..
    - Ναι ρε μάγκα μου, όπως τα λες είναι. Οι τύποι εκεί πρέπει να είναι μεγάλες αλήτρες.

Ζαγοραίος ο αλήτης! (από Khan, 11/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οιονεί υπερθετικός του καμένου από τις καταχρήσεις, ο καρακαμένος ένα πράμα.

Συνώνυμα:

Καψούλι, το επί το λογιότερον καψύλλιο, είναι κανονικά ο πυροκροτητής, μια μικρή δηλαδή ποσότητα εκρηκτικής ύλης, τοποθετημένη σε ειδικό μεταλλικό περίβλημα / θήκη, η έκρηξη της οποίας προκαλεί την ανάφλεξη πυρίτιδας ή άλλης εκρηκτικής / προωθητικής ύλης.

Καψούλια χρησιμοποιούν και τα παιδικά (ψεύτικα) πιστόλια, με τα οποία καυλώναμε μικροί παίζοντας κλέφτες-αστυνόμους και λοιπά φαλλοκρατικά παίγνια. Εδώ η (ελάστιχη) εκρηκτική ύλη, με την οποία επιτυγχάνεται η πολυπόθητος απομίμησις εκπυρσοκροτήσεως, τοποθετείται εντός μικρής πλαστικής θήκης, συνήθως στρόγγυλης. Προφάνουσλυ, αυτά τα παιδικά καψούλια είχαν στο μυαλό τους κι αυτοί που πρωτοχρησιμοποίησαν σλανγκικώς τον όρο.

Διότι το καψούλι είναι προορισμένο να καεί, να καταναλωθεί, να λάμψει διαμιάς και να σβήσει ως διάττων αστέρας, χαρίζοντας στο μπόμπιρα που την έχει δει πιστολέρο και σερίφης μια πολύ πρόσκαιρη χαρά... Ας θυμηθούμε μόνο την αγωνία μας στα αποκριάτικα πάρτι «μήπως μας τελειώσουν τα καψούλια» και «αν θα βρούμε να αγοράσουμε»... Την ίδια σύντομη ευχαρίστηση προσφέρουν - σε λίγο μεγαλύτερα παιδιά - τα καργιόλια που καταπίνουν στα ρεϊβάδικα και λοιπά νταπαντουπάδικα: χορεύεις σαν πούστης για λίγες ώρες και την επόμενη μέρα - ίσως και την επόμενη ζωή σου αν το έχεις παραξηλώσει - είσαι φυτό, κλασμένο μαρούλι...

Τέλος, πολύ ενδιαφέρον είναι και το gender neutral της έκφρασης. Ένα καψούλι έχει στερηθεί την πολύτιμη ιδιότητα του γένους, είναι απλά ένα άφυλο αξιολύπητο πλάσμα. Είναι άλλωστε γνωστό πως η κατάχρηση ναρκωτικών ουσιών ευθύνεται για σεξουαλικά προβλήματα (στυτική δυσλειτουργία, πρόωρη εκσπερμάτιση, διαταραχές της libido και μειωμένη επιθυμία κλπ). Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως όταν θέλουμε να εκφράσουμε συγκαλυμμένα την περιφρόνησή μας για κάποιον, τον αποκαλούμε συγκαταβατικά «παιδί», ασκώντας ένα είδος λεκτικής βίας (π.χ. τα παιδιά στη φυλακή = τρόφιμοι, τα παιδιά με τα μηχανάκια = καμπαλέρος, τα παιδιά με τα γυάλινα μάτια = πρεζάκηδες κ.ο.κ.)

(μαμά και κορασίς)

- Καλά βρε Αγγελικούλα μου, τι πήγες κι έκανες, έβαψες τα μαλλιά σου ροζ κι έκανες τρύπα στον αφαλό; Τι θα πει ο πατέρας σου άμα σε δει;
- Έλα ρε μαμά, ξεκόλλα! Ο Μάκης μου έτσι με θέλει, καγκουρογκόμενα, για να ταιριάζω μ' αυτόν που είναι καγκούρι, όταν πάμε βόλτα με το κωλοφτιαγμένο αυτοκίνητό του!
- Αλίμονό μας... Μήπως πηγαίνετε και σ' αυτά τα ρέιβ πάρτι και παίρνετε χάπια;
-Χαλάρωσε, κάγκουρες είπα πως είμαστε, όχι τίποτα καψούλια...

(από Vrastaman, 06/09/09)

Σχετικό: έχω κάψει RAM

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified