Ιντερνετικός όρος που υποδηλώνει μάτια που δακρύζουν.

Κυρίως χρησιμοποιείται στα online games αντί της έκφρασης «Cry more noob» (noob=newbie=πρωτάρης), η οποία παρακινεί τον αντίπαλο χρήστη να κλάψει, καθώς νικήθηκε σε κάποια διαδικτυακή μάχη.

Χρησιμοποιείται και για κάποιον που απλά κλαίει/κλαίγεται.

Πιστεύεται ότι βγήκε από το Warcraft II, στο οποίο η συντόμευση των πλήκτρων ALT+Q+Q, τερματίζει το πρόγραμμα. Έτσι οι παίκτες του παιχνιδιού προτρέπουν όσους χάνουν να εγκαταλείψουν, γράφοντας συντομογραφικά qq.

  1. Πάνω σε παιχνίδι pro

- Παρ' το γκολάκι μωρή.
- Έλα ρε μαλάκα, αφού έχω μείνει με 9..
- Ρε κιου κιου.

  1. - Τι; Θα το βάλεις απ΄ευθείας;
    - Kιου κιου!

  2. Online ατάκες εξωτερικού

«Shut up or QQ!» «Why don't you QQ, noob;»
«Jeez man, quit QQing!»

  1. Ή, κάποιος που κλαίγεται

Oscar QQed when he lost the game because he thought that people were cheating.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που την χρησιμοποιούμε με έκσταση όταν συμφωνούμε 100% με τον συνομιλητή μας, αλλά και πιο ήπια όταν θέλουμε να δηλώσουμε ότι αυτός έρχεται στα λόγια μας.

Ειδικά στη φράση «Α μπράβο!» τείνουμε συχνά να τονίζουμε το «μ» και να ακούγεται «Αμμμμπράβο».

Έχει παρατηρηθεί ότι στη Β. Ελλάδα λένε «Α να γεια σου!» και «Α να μπράβο!» αντίστοιχα.

- Ρε τελικά σαν τις Σουηδέζες, δεν υπάρχουν!
- Α μπράβο... Σ' τά 'λεγα εγώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δήθεν όλο γαμάει και δεν κατουράει ποτέ. Χρησιμοποιείται ειρωνικά και κοροϊδευτικά.

Εμπνευσμένο από την κλασική έκφραση «ώπα ρε γαμιά, κατούρα και λίγο».

- ... και μόλις είχα τακτοποιήσει τη Τζένη, με παίρνει τηλ. η Μαίρη και πήγα από το σπίτι της και την κανόνισα και αυτήν, και μετά μου λέει η κολλητή της να πάω δίπλα σπίτι της να την φτιάξω και αυτήν και εγώ...
- Ώπα ρε ακάτουρε, ηρέμησε λίγο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πήγαινε. Προστακτική του ρήματος πηγαίνω. Συναντάται στην Κρήτη.

  1. Άμε στο καλό.

  2. Άμε στο διάολο.

  3. Άμε να δεις αν έρχομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρικό παιχνίδι αλάνας όπου συνήθως 2 άτομα ή 2 διμελείς ομάδες προσπαθούσαν να σκοράρουν μη μπορώντας να ακουμπήσουν τη μπάλα πάνω από μία φορά. Η κατοχή περνούσε από τη μία ομάδα στην άλλη εναλλάξ.

- Μόνο οι 2 μας είμαστε; Οι άλλοι δεν θα έρθουν;
- Μπα, δεν τους αφήνουν οι γονείς τους, γιατί σήμερα πήραν βαθμούς.
- Και τι θα κάνουμε οι 2 μας μόνο;
- Ε μόνο αμερικανάκι μπορούμε...
- Άντε καλά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα η οποία έχει λίγα κιλά παραπάνω, ανεξαρτήτως ύψους. Η ευσωμούλα.

- Τι έλεγε η φίλη της; Καλή;
- Καλή ρε συ... Λίγο βουζελάκι, αλλά εσένα θα σου αρέσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ή γαυγικό: ο σκύλος.

Η ονομασία προέρχεται από τον ήχο «γαβ γαβ» που κάνει το ζώο κατά το γαυγισμά του.

- Ωπ, ωραίος! Πήρες γαβγικό;
- Ε ναι ήθελα ένα σκυλάκι να μού κάνει παρέα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Πνίγομαι» επειδή στραβοκατάπια ή επειδή κάποιος είπε κάτι και με έκανε να γελάσω, τρομάξω κτλ. Συνήθως ακολουθείται από βήχα και καθάρισμα λαιμού.

Ντιπ κρητική έκφραση και πολύ συνηθισμένη στο νησί.

  1. ... και της λέω: Παρ' τα μωρή άρρωστη! Χααα χαα!
    - Ρε μαλάκα, μην λες μαλακίες όταν τρώω. Θα γκρουφτώ!

  2. (Βήχας)
    - Τι έγινε ρε; Γκρούφτηκες; Να σε χτυπήσω στην πλάτη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα από συνώνυμο του γκαντέμη, στην Κρήτη χρησιμοποιείται και με την έννοια του απεριποίητου, του βρώμικου, του ακατάστατου.

- Δες μαύρα που είναι τα νύχια σου. Πήγαινε να τα κόψεις ρε γρουσούζη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την έκανα με ελαφρά πηδηματάκια. Έφυγα απαρατήρητος.

Παρομοιάζεται με την κίνηση του φιδιού, το οποίο γλιστράει γρήγορα και αθόρυβα. Καμιά φορά και ύπουλα.

Έκανε το μάγκα, μα μόλις έσκασε ο φουσκωτός να του ζητήσει το λόγο, έγινε φιδίσιος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified