Καφενειακός, old school χαρακτηρισμός χυμώδους γυναίκας με καπούλια καθαρόαιμου και γεμάτα κουμπούρια. Της γυναίκας δηλαδή που θα αναστατώσει τους πάντες στο πέρασμά της, που θα κάνει τα κεφάλια να γυρίσουν και τα σάλια να τρέξουν. Δεν χρειάζεται να έχει απαραίτητα ιδιαίτερη φυσική ομορφιά, η περιρρέουσα θηλυκότητα κάνει τη διαφορά.

Η αυθόρμητη φαντασίωση που οφείλει να ξυπνά στον θαυμαστή μια φρεγάτα είναι μια δροσερή βουτιά στις πλούσιες καμπύλες της, ένα παραδοσιακό ορμητικό χούφτωμα στα γεμάτα οπίσθια με προαιρετική αναφώνηση «μανάρα μου» και ΟΧΙ απλά τη διάθεση να τη πηδήξει σα σκυλί χωρίς να πάρει καν μυρωδιά γνήσιου θηλυκού.

- Πω πω μάγκα τί αρχοντομούνι είναι αυτό;
- Φρεγάτα γυναίκα ρε καρντάσι, το παίρνει μαλλί και το βγάζει πουλόβερ.

ναυαρχίδα... (από palathuelos, 30/05/09)(από palathuelos, 30/05/09)φρεγάδα μου! (από BuBis, 28/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απολύτως απένταρος μάγκας που, ως επί το πλείστον, έχει περιέλθει σ' αυτήν την κατάσταση από απανωτές αποτυχημένες απόπειρες να ρεφάρει χασούρα από χαρτοπαιξία με ατυχή αποτελέσματα. Παρ' όλα αυτά, ο βέρτζινος δε θα κλειστεί στο σπίτι του να κλάψει τη μοίρα του αλλά θα γλεντήσει το καημό του με τράκα κρασάκι-τσιγαράκι. Παλιάς κοπής αντιλήψεις αλληλεγγύης στα πάθη του άντρα θα τον στηρίξουν μέχρι να ξαναπιάσει τη καλή.

- Γύρισε ο Τάκης βέρτζινος πάλι απόψε και τον παντόφλιασε η γυναίκα του.
- Άντε μωρέ τη σκύλα, όταν της τα φέρνει καλά είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο προερχόμενο εκ της σημασίας του ρήματος τσαμπουκαλεύω ως μαρτυρώ, πονηρεύω κάποιον. Ο τσαμπουκαλεμένος είναι και ο άνθρωπος που έχει κάποιον φάκελο στην αστυνομία και αποφεύγει εντυπωσιακές επανεμφανίσεις.

Κοινή χρήση στις μέρες μας του επιθέτου γίνεται μεταξύ χασικλήδων εκ πεποιθήσεως ή εκ παραδρομής, συνήθως νεαρότερων ηλικιών, με ενθουσιασμό και διάθεση για πρόοδο. Σ' αυτές τις περιπτώσεις αναφέρεται σχεδόν πάντοτε στα πακέτα τσιγάρων είτε μαλακά είτε σκληρά με τον παρακάτω διαχωρισμό:

Σκληρό πακέτο τσιγάρων τσαμπουκαλεμένο, ορίζεται το πακέτο από το οποίο έχει αφαιρεθεί το εσωτερικό μαλακό χαρτονάκι που βρίσκεται κάτω από το καπάκι στο μπροστά μέρος του πακέτου. Χρησιμεύει ως τζιβάνα για τους βιαστικούς.

Μαλακό πακέτο τσιγάρων τσαμπουκαλεμένο, ορίζεται το πακέτο από το οποίο έχει αφαιρεθεί η διάφανη πλαστική μεμβράνη που εμποδίζει την υγρασία. Χρησιμεύει ως πρόχειρος αποθηκευτικός χώρος ή αυτοσχέδιο σακ βουαγιάζ. Βέβαια και τα σκληρά πακέτα διαθέτουν τέτοια μεμβράνη, αλλά καθώς τα μαλακά δεν διαθέτουν χαρτονάκι, η αδικία εις βάρος των μαλακών θα ήταν ανεπίτρεπτη ειδικά σε ανθρώπους της συγκεκριμένης ψυχοσυναισθηματικής κατάστασης.

Θύματα τσαμπουκά τέτοιας μορφής πέφτουν συνήθως ανυποψίαστες πληθυσμιακές ομάδες, τυφλοί, γυναικόπαιδα και ιερωμένοι. Θεωρείται επίσης μεγάλη τιμή να τσαμπουκαλευτεί πακέτο χωμένου στα πράγματα πλην αντιπαθητικού συνανθρώπου μας.

- Ρε Κωστάκη το πακέτο της μάνας μου είναι τσαμπουκαλεμένο... - Δεν είναι της μάνας σου αυτά ρε, της γιαγιάς σου είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Είμαι εντελώς απένταρος, στεγνός, βέρτζινος. Δεν υπάρχει σάλιο, δεν έχω μαντίλι να κλάψω. Κατάσταση που προκαλείται κυρίως μετά από ολοκληρωτική χασούρα σε τυχερά παίγνια, από κουμαρόλεθρο.

  2. Κατάσταση στην οποία περιέρχεται δυστυχές θύμα πλήρους ψειρίσματος κυρίως σε γκαρνταρόμπες καταστημάτων ή κατά τη διάρκεια του ύπνου.

  1. - Τί έγινε χτες στου μπαρμπα-απόχα ; Τους τα πήρες; - Με δουλεύεις ρε; Εντελώς καθαρός γύρισα.

  2. - Α, την πουτάνα, καθαρό με άφησε. Τον ψιλοπήρα και βρήκε ευκαιρία να μ' αδειάσει. Ούτε για τσιγάρα δε μου άφησε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο το οποίο έλκει την καταγωγή του από την πατροπαράδοτη μέθοδο επίτευξης στόχων μέσω της στοματικής εκτόνωσης. Στο διάβα των αιώνων, οι απανταχού απόγονοι της Εύας συνήθισαν να δέχονται στη στοματική τους κοιλότητα αντρικά μόρια των οποίων οι κάτοχοι είχαν την εξουσία να τους προσφέρουν κάποιες υπηρεσίες-διευκολύνσεις.

Με τις ευλογίες της ελληνορθόδοξης παράδοσης και κάτω από τη σκέπη του δακρύβρεχτου μότο ''αμάρτησα για το παιδί μου'' οι γυναίκες της ημεδαπής υιοθετούν την παραπάνω τεχνική με θαυμαστά αποτελέσματα, καθώς ο Έλλην, φύσει μερακλής, δε χάνει την ευκαιρία να διοχετεύσει τυχόν περισσεύματα σπερματοζωαρίων σε πρόθυμους λάρυγγες. Ασφαλώς, για να αποφευχθούν σχόλια σεξιστικού περιεχομένου, η μέθοδος του τσιμπουκώματος εφαρμόζεται και σε άτομα του ίδιου φύλου.

Μ' αυτόν λοιπόν τον τρόπο, το επίθετο τσιμπουκωτός, -η αναφέρεται σε συνανθρώπους μας που καταλαμβάνουν συνήθως κάποια θέση όχι με αξιοκρατικές διαδικασίες αλλά πιπώνοντας τις αρμόδιες αρχές. Πλέον, καθώς οι εποχές είναι δύσκολες και πονηρές και τα dvd δίνουν και παίρνουν, οι τσιμπουκωτοί κινούνται ιδιαιτέρως συνωμοτικά και μπορούν να γίνουν ιδιαίτερα επικίνδυνοι σε περίπτωση που δε τηρηθούν τα συμφωνηθέντα.

Καθώς ο ΑΣΕΠ δεν είναι φυσικό πρόσωπο και σε καμία περίπτωση δε διαθέτει πέος, οι τσιμπουκωτοί επιλέγουν συνήθως θέσεις όπου η πρόσληψη γίνεται μόνο με μοριοδότηση.

Tσιμπουκωτός μπορεί επίσης να είναι κάποιος σε οποιοδήποτε πόστο που είναι φως φανάρι ότι δε το 'χει αλλά διατηρεί καλές σχέσεις με τον υπεύθυνο προσωπικού ή απευθείας με τη διεύθυνση. Tσιμπουκωτός μπορεί να είναι ένας ποδοσφαιριστής που προωθείται άδικα επειδή έχει λαδώσει ή έχει δημόσιες σχέσεις, μια σερβιτόρα που τα σπάει όλα αλλά γαμάει το αφεντικό, μέχρι ακόμα και πρωθυπουργοί και πρόεδροι κρατών που στηρίζονται σε σκοτεινά κέντρα αποφάσεων. Στο σύνολό του ο πλανήτης μας κινείται γύρω από αυτή τη μέθοδο, σε σημείο που θα μπορούσαμε να παραφράσουμε το γνωστό τραγουδάκι money makes the word go round σε blowjobs make the world go round ...

  1. - Του άφησα ένα βιογραφικό 8 σελίδες και διάλεξε να προσλάβει αυτή την αγράμματη.
    - Δε χρειάζεται πτυχίο η πίπα, φιλαράκι, καλή τσιμπουκωτή είναι κι αυτή.

  2. Βγήκε η προκήρυξη και η προθεσμία λήγει αύριο. Ίσα ίσα να βολευτούν οι τσιμπουκωτοί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βιρτουόζος στη μαλακία. Τα απανωτά του σόλο των καθιστούν ανίκανο για την ανάθεση οποιασδήποτε εργασίας. Συνήθως έχει το ένα χέρι του βυθισμένο στα ζεστά τις περισσότερες ώρες του 24ώρου.

Πέτυχα ένα ψωλίστα στο ταμείο... έκανε 3 ώρες να μου δώσει σωστά ρέστα.

Βλ. και σχετικό λήμμα ψωλίστ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνδρας ο οποίος κάνει κατάχρηση αρωμάτων και γενικά καλλυντικών.

Εγχώριος πρόδρομος του metrosexual, ο David Beckham σε ελαφρολαϊκή έκδοση.

-Τί γιασεμής είναι κι αυτός μωρέ. Κάθισα δίπλα του και με ζάλισε αρωματισμένος στο φούλ σου λέω.

Γιώργος Γιασεμής: "Μα έλα που έχω μια καρδιά που σ\' αγαπάει και στο κορίτσι της χατίρι δεν χαλάειιιι" - αυτά είναι, εμ. (από Galadriel, 20/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της έκφρασης «κατά το δοκούν» με παραπλήσιο νόημα. Χρησιμοποιείται όταν, ελλείψει στρατηγικής, ο καθείς προτρέπεται να ενεργήσει σύμφωνα με τις ορέξεις της ψωλής του. Να κάνει ό,τι του καυλώσει, να ακολουθήσει της ψωλής του το χαβά, να 'χει πυξίδα τ' αρχίδια του και τη ψωλή βελόνα.

Η επιλογή της ενδεκάδας γίνεται κατά το καυλούν του προπονητή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο με στρατηγική σε οποιοδήποτε θέμα. Κινείται πάντοτε με βάση το προσωπικό του συμφέρον και δε διστάζει να χρησιμοποιήσει κάθε αθέμιτο μέσο για να επιτύχει τον σκοπό του. Συνήθως παρασιτεί κοντά σε ανθρώπους με οποιαδήποτε εξουσία, από θυρωρούς μέχρι μητροπολίτες. Κύριο χαρακτηριστικό της δράσης του είναι η αθόρυβη εργασία με σκοπό τον αιφνιδιασμό του αντιπάλου.

Είναι αυτός που στο στρατό δε μίλησε με κανέναν άλλο πλην του διοικητή της μονάδας και ως δια μαγείας εξασφάλιζε αναρίθμητες τιμητικές άδειες.

Στις φυλακές σε περιόδους τρελής χαρμάνας γευματίζει με τον αρχιφύλακα κι αφού δώσει τη μισή πτέρυγα εξασφαλίζεται για το υπόλοιπο της ποινής του. Γι αυτό εξάλλου είναι κι η πιο περιζήτητη γκόμενα των φυλακών.

Σε αντιστοιχία λοιπόν με τα ύπουλα, αθόρυβα κλανίδια ο βουβόκλανος είναι ικανός να προκαλέσει τεράστια κύματα μπόχας διατηρώντας όμως παράλληλα παροιμιώδη ψυχραιμία.

- Κοίτα μωρέ τον ξεκωλιάρη, χτες κατέβηκε απ το χωριό του και του βγάλαν άδεια προπό. - Μέγας βουβόκλανος σου λέω, δε πιάνεται από πουθενά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified