(Ναυτικό): Κατ' ευφημισμόν η μετάθεση στη Σαλαμίνα.

Βλ. και Μπακαουκία / Κούλουρη.

- Πού σε στείλανε ρε; - Σαλαμύκονο αγόρι μου! Εσένα ;
- Γάμησέ τα! Πλας Σούδα... Θα βλέπω την Αθήνα με το μακαρόνι το νούμερο έξι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Κατ' ευφημισμόν η μετάθεση στο Ναύσταθμο Κρήτης στη Σούδα. Εκ του αλήστου μνήμης μπάρ plus (+) soda στην Αθήνα.

- Άσε, με στείλανε πλας Σούδα. Πηξ λα μουν και δυο χορεύουν.
- Ντάξει 15-15 θα παίζεις τί γκρινιάζεις; Τί να πώ κι εγώ, που είμαι Σαλαμύκονο κι έχω κολλήσει στη 1-1 καραβίσια και δε με βλέπει το σπίτι μου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωλομπαρίστικο και ευνόητο. Για τους πιο συναισθηματικούς, το δεύτερο συνθετικό μπορεί να αντικατασταθεί με το: κήπος με άνθη.

Ισπανιστί: Culo con pelo, jardin de flores.

λούγκρα: Έχεις να μου κάνεις ένα τάληρο λιανά; (συνοδευόμενο από σχετική χειρονομία με τον αντίχειρα και τον μέσο εν είδει οπής)
λόμπα: Μμμμχχχ... Κώλος με τρίχες, μπαξές με λουλούδια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα στα Γιαννιώτικα. Πιθανότατα εβραϊκής καταγωγής, από την παλιά παροικία των εβραίων του παζαριού της πόλης, που ξεκληρίσανε οι Ναζί.

Γκάιντα ρε, τάχα το χαλόνι ! (= κοίτα ρε κώλο το γκομενάκι !)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κώλος στα Γιαννιώτικα. Πιθανότατα εβραϊκής καταγωγής, από την παλιά παροικία των εβραίων του παζαριού της πόλης, που ξεκληρίσανε οι Ναζί.

Θα κάνω τον τάχα σου να στενάξει !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούτσος στα Γιαννιώτικα. Πιθανότατα εβραϊκής καταγωγής, από την παλιά παροικία των εβραίων του παζαριού της πόλης, που ξεκληρίσανε οι Ναζί. Υφίσταται και επώνυμο Μπιτχαβάς / Μπετιχαβάς = λουτσαράς.

Ο μπιτχάς μου έγινε χότζας = έβαλα γάζες (σαρίκι) στο λούτσο μου ένεκα νοσήματος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεταραγμένη υπνώδης κατάστασις νεοσυλλέκτου ναύτου. Έχει να φάει κουραμάνααααα ...

Κατά το: Βλέπω στον ύπνο μου πλυντήρια = μήπως ήρθανε τ' απολυτήρια;

Βλέπω στον ύπνο μου ελάφια (από GATZMAN, 24/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φαντάρος κοιμάται κι η τύχη του δουλεύκει.

Βλέπω στον ύπνο μου ελάφια ... απολύομαι πιλάφια !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια σειρά κοκκινοσκουφιστικών οραμάτων των βιαστικών ή νεοσυλλέκτων φαντάρων. Αξίζει να δούμε μερικά:

- Περπατώ στο δάσος κι ακούω φωνές = 100 και σήμερα (αναλόγως) είναι πολλές;

- Περπατώ στο δάσος κι ακούω Πέγκυ Ζήνα = μήπως απολύομαι τον άλλο μήνα;

- Περπατώ στο δάσος και βλέπω φίδια. Απολύομαι; Αρχίδια...

- Περπατώ στο δάσος κι ακούω κρούτσου - κρούτσου = μήπως απολύομαι του Αγίου Πούτσου;

και το κορυφαίο (με εκτροπή απο το μέτρο): - Περπατώ στο δάσος κι ακούω Άννα Βίσση. Βλέπω το φίλο μου το Γιώργο και του λέω, ρε Γιωργάρα, μας έχουνε ΓΑΜΗΣΕΙ!

Περπατώ στο δάσος και πίνω Fanta, πουτάνα Λήμνο αντίο για πάντα! (από Cunning Linguist, 26/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση χρησιμοποιουμένη οσάκις ο συνομιλητής μας λέει πράγματα ανυπόστατα ή μας ζητεί δυσαναλόγως επαχθές αντάλλαγμα.

(κούρσα Παγκράτι - Σύνταγμα 6:00 το πρωί)
-Τί οφείλω αφεντικό;
-Να, δώσε ένα δεκάρικο...
-Ρε δε μπα' να γαμηθείς να πάρεις και χρώμα λέω γω; Τσίμπα ταληράκι και τα ρέστα δικά σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified