Πουστλέ χιουμοριστική ατάκα, που αποδίδεται στον μεγάλο Φλωρινιώτη και προ(σ)καλεί σε παρά φύσιν (;) συνουσία μεταξύ πλειόνων συνεύνων.

Το ζητούμενο είναι να κάνει κάποιος την αρχή να σπρώξει κι άλλος θα πέσει μπρος, άλλος πίσω, άλλος πάνω, άλλος κάτω (και βλέπουμε).
Νταλαβέρι να γίνεται δηλαδή...

(Πουσταράκος κονφερασιέ μπουρδέλου):

- Τί έγινε παιδιά; Σας άρεσε το κορίτσι μας;
- Χμ...
- Άντε παιδιά, να μην καθόμαστε - να γαμιόμαστε!
- Δηλαδή;
- Ε, άμα δε θέλετε το κορίτσι μας, υπάρχουν κι άλλοι τρόποι!
- Λέγοντας;
- Ας σπρωχτούμε κι όπως πέσουμε!
- Καλά, άσε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση του τζόγου, που σημαίνει ότι το μηχάνημα αποδίδει κέρδη (φρουτάκια) ή κέρματα (κουλοχέρης).

Ως γνωστόν, τα μηχανήματα είναι τίγκα στο τάληρο, γιασάν στα κορόιδα που τα ταΐζουνε κι ας ξέρουν ότι είναι «μουλαρισμένα» απ' τα μπετά (στην καλύτερη είναι 70-30 υπέρ του μαγαζιού και στα καζίνα συνήθως 90-10)!

Εννοείται ότι οι εθισμένοι παίκτες γνωρίζουν σε ποιον αριθμό πάνω-κάτω θα φέρει τζακ-ποτ και γι’ αυτό ξημεροβραδιάζονται δίπλα στο μπλιμπλίκι, άλλοτε παροτρύνοντας (είναι μακριά το νούμερο και θέλει κι άλλο τάισμα) κι άλλοτε διώχνοντας (είναι κοντά) άλλον υποψήφιο παίκτη, όταν δεν παίζουν οι ίδιοι.

Οι καβγάδες δεν λείπουν είτε μεταξύ παικτών είτε με τον μαγαζάτορα λόγω υποψίας υπερμέτρου κωλοπειράγματος (δεν συνιστάται καθ’ όσον είναι συνήθως [αρκουδόμαγκας], χωμένος σε πολλά και η διαμάχη θα καταλήξει σε φρουτόκρεμα)...

Εννοείται πως το μηχάνημα μηδενίζεται άπαξ ημερησίως (όταν κλείσει το μαγαζί), με μια σεμνή ιεροτελεστία: ο μαγαζής βγάζει το καλώδιο απ’ τη μπρίζα.

Έχω υπ’ όψη μου σκηνικό σε φρουτάδικο στην Βασιλίσσης Όλγας της Σαλονίκης, όπου η άπειρη γκαρσόνα τράβηξε (σκουπίζοντας για κλείσιμο) τις μπρίζες κι έγινε disputandum!

Τα κεντρικά φρουτάδικα, έχουν υψηλό δείκτη προστασίας, για να μην καούν από την αστυνομία, αλλά και οι πολιτικοί μας δεν είναι άμοιροι ευθυνών (και κερδών) στις παράνομες δραστηριότητες, ανεξαρτήτως κομματικού προσήμου.

Προ πεντηκονταετίας, ο ηθικότατος βασιλόφρων Πιπινέλης (κος «Πίπης»), ήταν ο ιδιοκτήτης του συγκροτήματος μπουρδέλων στα Βούρλα του Πειραιά. Κάποιος άσημος βουλευτής Αχαΐας έγινε γνωστός στο πανελλήνιο προ ολίγων ετών, διότι βγήκε βρώμα ότι συνεργάζονταν με την κεφαλλονίτικη μαφία, που διαχειρίζονταν το τζόγο στην Πάτρα. Αφού δήλωσε καμιά πενηνταριά φορές με καμάρι ότι ανήκει στο «παλιό ΠΑΣΟΚ» (=είμαι πάλιουρας αγωνιστής), κατέληξε στο ΛΑΟΣ. Δεν είναι τυχαίο, ότι στη Ν.Ε.Ο. Πατρών-Αθηνών, προ της εισόδου στην Πάτρα υφίσταται τεραστίων διαστάσεων αγορά οπωροκηπευτικών με τίτλο «[μοδ-σημείωση: σταναχωρέσαμε τον ιδιοκτήτη της τεραστίων διαστάσεων αγοράς, μη σταναχωριέστε κύριε το σβήσαμε το όνομά σας]»...

- Χρήστο! Βάλε ένα ουίσκυ με ελιά!
- Κλείνουμε κυρ-Βασίλη! Έχουμε και σπίτια...
- Μην ξηγιέσαι έτσι! 2 είν’ ακόμα αφού! Ένα ουισκάκι πατ-κιουτ και φύγαμε! Το βλέπω, θα ξεράσει τώρα!
- Καλάααααααα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικά, το πολύ έντονο φτηνό ανδρικό άρωμα (το γυναικείο λέγεται πατσουλί / πατσουλιά), όπως ακριβώς το περιγράφει ο Βασίλης στην «Κάντιλακ» (...σπρέι με βαρύ αποσμητικό...).

Η έκφραση προέρχεται απο την ταπεινή κολώνια (κατ’ ευφημισμόν-καμία σχέση με το νερό βορείου αποικίας των Ρωμαίων), με την οποία ξεπλένουν τους μεταστάντες στο φέρετρο πριν την κηδεία, προκειμένου να μη βρωμάνε...

Χαρακτηριστικό της είναι η έλλειψη διακριτικότητας (σου’ ρχεται στη μάπα και σε πνίγει). Την φορούν συνήθως κάτι γερο-τζόβενα, που δεν ξέρουν να διαλέξουν ούτε τις καλές φίρμες, ούτε τα εύοσμα αρώματα-αποσμητικά, αλλοδαποί του ανατολικού μπλoκ (που έχουν ξωμείνει στο βουλγαρικό «ροδόνερο»), καθώς και τα 13-16χρονα έντονα μαλακιζόμενα μειράκια, που την βουτάνε από τους πατεράδες τους και «λούζονται» μ’ αυτά (αφού κανείς δεν τους είπε πως χρησιμοποιούνται).

Συνήθως ευτελούς ποιότητας με βαρύγδουπη λεζάντα (στη συσκευασία), θα τα βρεί κανείς σε πάγκους γύφτων στα γιουσουρούμια, κατάχαμα στρωμένες κουβέρτες μαύρων-Πακιστάνων, που πουλούν όλων των ειδών τα «ορίτζιναλ» κυριλέ προϊόντα σε παραδόξως χαμηλές τιμές, σε κεντρικές λεωφόρους (μέχρι το επόμενο σφύριγμα τσιλιαδόρου), παλιότερα στις βιτρίνες του υπόγειου ηλεκτρικού της Ομόνοιας, σε περίπτερα και εν γένει «στα καλάθια», όπως λέμε.

Συνώνυμα: Μπακουραμπάν, Μυρτώ, Περιπτερέξ, Πάρε-νάεις (Fahrenheit) κ.α.

(Νυχτερινή έξοδος φίλων):

- Καλώστονε κι ας άργησε!
- Λοιπόν, φύγαμε;
- Μπα πανάθεμάσε, τη νεκροκολώνια λούστηκες πάλι; Μας μπάφιασες...
- Ξέρεις πόσο έχει αυτό το άρωμα ρε άσχετε; 30 γιούρο! Παραπάνω απ' το ρολόι σου!
- Να σου δώσω ένα τάληρο να πά’ να την πετάξεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρυμοτομία πόλης, με εντελώς ομοιόμορφα σχεδιασμένους παραλλήλους και καθέτους δρόμους και χωρίς καμπυλώσεις του εδάφους (φλάτ που λέμε).

Αντίθετο: Δρόμοι της Κούλουρης.

Κλασσικά παραδείγματα τέτοιου είδους μπακλαβαδωτού σχεδιασμού στην Ελλάδα, είναι οι δρόμοι του ιστορικού κέντρου των Πατρών (Κάτω πόλη), που σχεδιάσθηκαν έτσι απο τον αξιωματικό του Γαλλικού Μηχανικού Ιωάννη Βούλγαρη το 1829, κατ’ εντολή του Καποδίστρια, της Θεσσαλονίκης (μετά την πυργκαγιά του 1917), του Βόλου (μετά τους σεισμούς του 1955) και του Μεσολογγίου, όπου τα σχεδόν πανομοιότυπα τετραγωνάκια μοιάζουν με κομμάτια μπακλαβά.

Το σχέδιο αυτό, είναι εξαιρετικά χρηστικό για τους κατοίκους και κυρίως για τους επισκέπτες, διότι ευχερώς μπορεί να λειτουργήσει τροχιόδρομος (π.χ. τραμ-τρόλεϊ), υπάρχει απόσταση μεταξύ των κτηρίων με αποτέλεσμα τα οικήματα να έχουν περισσότερο φυσικό φώς και αέρα και κυρίως πάντοτε είναι δυνατός ο προσανατολισμός (αλλά μπορεί να αποβεί και βαρετό ή κουραστικό μοτίβο για τον ίδιο λόγο).

Αντιθέτως, η καμπυλωτή γεωμορφολογία (βλ. Αθήνα), η τσαπατσούλικη οθωμανική δόμηση (βλ. Ηράκλειο) ή η αμυντική αρχιτεκτονική των νησιών (βλ. Κυκλάδες), φαίνεται να είναι πιο συναρπαστική εμπειρία, αφού συμμετέχει κι ο διαβάτης στο σχέδιο: Χάνεται, ταλαιπωρείται, βλαστημάει, αλλά και εκπλήσσεται, ανακαλύπτει, σκαρφαλώνει, κοιτάζει τη θέα απο ψηλά κλπ. Έπειτα, η ιδέα με τις πεζοδρομήσεις είναι ευκολότερα εφαρμόσιμη σε τέτοιες ρυμοτομίες π.χ. κάποιο απόμερο σοκάκι, που παρεμβάλλεται βουστροφηδόν μεταξύ δυο αρτηριών, γίνεται ένα όμορφο στέκι, τα δαιδαλώδη στενά ενός λόφου συνδέονται με γραφικά σκαλοπάτια κλπ.

Διαλέγετε και παίρνετε!

(Ο οδηγός):
- Πού μας είπε αυτός να στρίψουμε;
(Η συνοδηγός):
- Ξέρω ’γώ; Σε σένα μίλαγε...
(Ο οδηγός):
- Ωχ, αδιέξοδο! Πάλι κύκλο θα κάνω ρε πούστη μου!
(Η συνοδηγός):
- Κατάφερες να χαθείς εδώ βρε ζωντόβολο; Μπακλαβάς είν’ οι δρόμοι...

Στην αγαπημένη Βαρκελώνη, έχει και μπακλαβά έχει και σοκολάτα με τσούρος. Ναι, οκ, ό,τι θυμάμαι χαίρομαι. (από Galadriel, 16/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δικηγορίστικη αργκό για τον χασοδίκη που σεργιανάει στους διαδρόμους των δικαστικών κτηρίων, που αποτελεί την ενσωμάτωση του δικαιώματος εκπροσωπήσεως του (φτωχού) κατηγορουμένου, α λα Ελληνικά.

Μη διαθέτων δικό του γραφείο ή διαθέτων μεν (μια τρούπα) αλλά σπανίως πατών δε, φορεί φόρμα εργασίας (ένα κοστούμι τριμμένο και κακοβαλμένο σα σακκί), έχει δυνατά βουβαλίσια πόδια και κώλο Βραζιλιάνας (απ’ το ανεβοκατέβασμα στις σκάλες και την ορθοστασία) και εξαχρειωμένη φάτσα.

Το κακομοιρίστικο σουλούπι του δεν εξαπατά τους μεμυημένους: Ταλαιπωρείται, αλλά κονομάει τρελλά (κάνει 5-6 δίκες την ημέρα)!

Στήνει αυτί στα «πηγαδάκια» και παρεμβαίνει στις κουβέντες των διαδίκων, έχει κονέ με την αστυνομία και φθάνει πρώτος στις αυτόφωρες συλλήψεις, ξέρει το ταράφι των αλλοδαπών, των πορνών, των πρεζάκηδων, των διερμηνέων, των δικαστικών γραμματέων κλπ και τσιμπάει υποθέσεις δώθε-κείθε.

Κυρίως όμως, γνωρίζει άριστα την (πρακτική) ποινική δικονομία και αναλαμβάνει την υπεράσπιση όλων της γής των κολασμένων που δεν έχουν δικό τους δικηγόρο και δε μπανίζουν τί διαμείβεται, έναντι αλμυρού αντιτίμου.

Τα αδικήματα γνωστά σ’ αυτόν και μη εξαιρετέα (μικρο-κλοπές, ναρκωτικά, πορνεία, παράνομη είσοδος στη χώρα, σωματική βλάβη, πλαστογραφία μετά χρήσεως νομιμοποιητικών αδείας παραμονής και πλέον ου).

Η υπερασπιστική του γραμμή, συνήθως κατόπιν συνοπτικότατης προεργασίας (κάνει πεντ-έξι ερωτήσεις στον αλυσοδεμένο κατηγορούμενο ή κοιτάζει στα κλεφτά τη δικογραφία λίγο πριν την εκφώνηση υπό το άγριο ή θύμηδες βλέμμα του εισαγγελέα), περιορίζεται στο να λέει κοινοτοπίες «είναι καλό παιδί κύριε πρόεδρε», «δεν το’ θελε», «ο πρότερος έντιμος βίος», «δεν έχει ξαναδικαστεί» (αφού σπανίως φθάνει εγκληματικό δελτίο ή ποινικό μητρώο στη δικογραφία ως τη δικάσιμο) κλπ.

Ο κατηγορούμενος άλλοτε την τρώει, άλλοτε απαλλάσσεται «λόγω αμφιβολιών» ένεκα benevolentiae των δικαστών, που ελάχιστα προκάλεσε ο συνήγορος... Βέβαια, μπορεί (αν έχει κέφι) να σκαρφιστεί ευφάνταστα τρυκ, ώστε να κλονίσει (;) την πεποίθηση των δικαστών περί ενοχής του κατηγορουμένου.

Π.χ., σε δίκη περί προκλητικά ασέμνων χειρονομιών πόρνης προς άγραν υποψηφίων πελατών, η εκπάγλου καλλονής και μπουρδελέ ντυμένη Ρωσίδα, έβγαλε στην αίθουσα ένα μικροσκοπικό σπρέι, διότι «είχε άσθμα» (δηλαδή δεν έκανε κωλοδάχτυλο στο στόμα της και παρεξήγησε ο αστυφύλακας που την συνέλαβε) κι άρχισε να ψεκάζεται για να το αποδείξει (!) κι έτσι αθωώθηκε μέσα σε τρανταχτά γέλια...

Άλλωστε, γνωστός δικηγόρος σε αθλητική δίκη περί άσεμνης χειρονομίας ποδοσφαιριστή (δυο αμερικάνικα κωλοδάχτυλα προς τα πάνω), είχε διατυπώσει το αμίμητο: «Έδειχνε το σκόρ κύριε πρόεδρε» (1-1)...

Παλαιότερα, στα κακουργιοδικεία, όπου το stake είναι 5-20 έτη κάθειρξη και ο συνήγορος υπερασπίσεως είναι υποχρεωτικός, ο διορισμός συνηγόρου (πληρώνεται απο το Κράτος) αυτεπαγγέλτως απο το δικαστήριο, γινόταν ως εξής:

[i]- Έχετε δικηγόρο;
- Όχι...
- Θέλετε να σας διορίσει συνήγορο το δικαστήριο;
- Θέλω...
- Υπάρχει κανένας δικηγόρος διαθέσιμος;
- Πα-ρών! (ο διαδρομιστής μας)[/i]

Καιροφυλακτούσε όλη μέρα στους διαδρόμους κι έπινε καφέδες. Αφού μελετούσε τον ο-γκω-δέ-στα-το φάκελο της δικογραφίας μέχρι το πέρας της ίδιας δικασίμου (θέλει μέρες) και χωρίς να ζητήσει διακοπή της δίκης για άλλη δικάσιμο ώστε να προετοιμαστεί καταλλήλως (σιγά τώρα), έλεγε μέσες-άκρες όσα και παραπάνω.

Ούτως ή άλλως, ο εξαθλιωμένος (για να μην έχει να δώσει σε δικό του δικηγόρο) κατηγορούμενος (αλλοδαπός, φτωχοπουτάνα, πρεζάκιας, τσιγγάνος) δεν παίρνει πρέφα τί παίχτηκε, φράγκο δεν δίνει, η υπόθεση ήταν μάλλον χαμένη από χέρι και χειρότερα δεν γινόταν...

Εξάλλου, οι φυλακωμένοι κάνουν κάθε τόσο αιτήσεις αναστολής εκτέλεσης της ποινής τους (τσάμπα είναι), γνωρίζοντας οτι είναι εκ προοιμίου χαμένες, προκειμένου να μεταχθούν σε δικαστήριο και να αλλάξουν παραστάσεις απ’ την κλεισούρα της φυλακής, ιδίως δε να πάρουνε «θέμα» (δικαστίνες, δικηγορίνες κλπ) και να τον παίξουνε μετά...

Σήμερα διορίζονται συνήγοροι υπερασπίσεως απο ειδικό κατάλογο (κυλιόμενα) και οι διαδρομιστές των κακουργημάτων τείνουν να εκλείψουν, αλλά το αποτέλεσμα είναι πάνω-κάτω το ίδιο...

- Τον είδες το διαδρομιστή;
- Πού;
- Εκεί στα αυτόφωρα. Έχει γίνει «σκούπα», μαζέψανε τα τραβέλια πάλι και τις ψήνει στο μπίρι-μπίρι ο πούστης!
- Χαρά στο κουράγιο του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν μόλις γεννηθεί το τέκνον, σπεύδουσιν συγγενείς και φίλοι να ασημώσωσιν (καλώς!) αλλά και να διαγνώσωσιν (κακώς!) εν είδει επαϊόντων πλήν αυτοκλήτων και ερασιτεχνών ντιενεϊτζήδων, εις ποίον μέλος της οικογενείας ομοιάζει περισσότερον, το βρέφος.

Μετά τον καταιωνισμόν (<αρχ. και στρατοκαβλ. καταιωνιστήρ=ντουζιέρα) πτυέλων επί της μάπας του δυστήνου βρέφους, οι προσφιλείς του ζεύγους αρχινάνε την κολυκυθιά:

  • Μην είν’ τα μάτια του παππού;

  • Μήνα της κουκουβάγιας;

  • Μη το προγούλι είναι της θειάς;

  • Μήπως στης μάνας φέρνει σόι;

  • Μπα κι έχει του μπαμπά το μπόι;

Και λοιπά.

Βεβαίως, όλ’ αυτά αφορούσιν κυρίως ειπείν εις την διαπίστωσιν της εκ πατρός ρίζης ταυτοποιήσεως, δεδομένου οτι mater semper certa est (δηλ. «να κάνει» η μάνα).

Εξ άλλου, όταν το τέκνον μεγαλώση, θα κληθεί πολλάκις να λάβη θέσιν εις την (υφ’ όσων ευρίσκονται ακόμα εν ζωή συγγενών τεθείσα) τραυματικήν ερώτησιν:

Ποιόν αγαπάς πιό πολύ; Τη μαμά ή τον μπαμπά;

Η ορθή και ειλικρινής απάντησις δέον όπως έχη: «Δε γαμιέσαι;»

(Αλλά τα καλά παιδιά δε λένε κακές λέξεις κλπ-κλπ).

Τα σόγια αλληλο-υπονομεύονται (πότε κρυφά-πότε φανερά) και εξαίρουν εαυτούς, οι φίλοι γελούν συγκρατημένα (αποφεύγοντας το ατόπημα να διατυπώσωσιν την γνώμη των) και το ζεύγος καρτερεί την ώραν που θα πάνε άπαντες στα ξεκουμπίδια...

Η έκφρασις χρησιμεύει ως πυροσβεστήρ των εκατέρωθεν αντιδικιών, συνήθως υπό του πατρός (δίκην διαιτητού), όστις λέγει χαριτολογώντας (!) οτι κατά την εποχήν της συλλήψεως του τέκνου, δήθεν (;) χρωστούσαν βερεσέδια εις τον οπωροπώλην ή τον εδωδιμοπώλην ή τον κρεοπώλην ή αλλαχού (αντιστοίχως), οπότε (εννοείται οτι) το τέκνον μάλλον φέρει τα χαρακτηριστικά ενός (;) εξ αυτών, μεθ’ ου επλάγιασεν η νύφη, ίνα πατσίση τα οφειλόμενα...

Άλλωστε τοιούτου είδους in natura συμψηφισμοί χρεών, εγένοντο κατά κόρον εις τας συνοικίας των παρελθόντων ετών (π.χ. γαμούσε ο σπιτονοικοκύρης τη ζουμπουρλή μπαταξού νοικάρισσα, ο πτωχός φοιτητής την θαλερή μπακάλαινα, ο κωλόμπος ποδηλατάς «χάριζε» γύρους κ.ο.κ.) αλλά ακόμη και σήμερα κάποιες τζαμπατζούδες και έκλυτες επιβάτισσες πληρώνουν τον ταρίφα σε ρήτρα Jim Bookie (!)

Φυσικά, τα ανωτέρω ελάμβανον χώραν την παλαιάν εποχήν, διότι τώρα δεν κάνουμε τέτοια αφού είμεθα Εβροπέη (το γράφει και εις τον τηλεφωνικόν κατάλογον) και εφ’ όσον άλλωστε και εν Αλβιόνι εν αντιστοίχοις περιπτώσεσιν, πατήρ απάντων των βρετανόπουλων πάλαι ποτέ εφέρετο ο θρυλικός γαλατάς (the milkman was round)...

(Πεθερά απ’ του αντρός το σόι):
-Πώπω ένα ωραίο μωράκι!
(Πατέρας):
-Είδες;
(Πεθερά απ’ του αντρός το σόι):
-Κοίτα το! Έχει την έκφραση του μπαμπά σου γιόκα μου!
(Μάνα):
-Μα τί λέτε καλέ μητέρα; Της μαμάς μου έχει...
(Πεθερά απ’ του αντρός το σόι):
-Της μαμάς σου ναί, αλλά όχι την έκφραση...
(Πατέρας):
-Εγώ λέω του μανάβη μοιάζει που του χρωστούσαμε κιόλας!
(Μάνα κάτωχρη):
-Ώστε λοιπόν ξέρεις...

(Η συνέχεια σε Βίπερ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που σημαίνει: Εξ υπαρχής, χωρίς περιθώριο αντίδρασης, ακαριαία, πρωθύστερα, κατ’ ευθείαν, αιφνιδιαστικά.

Συνώνυμο του γκολ απ' τα αποδυτήρια, αφού προέρχεται απο την ποδοσφαιρική αργκό, δηλαδή στην πλήρη μορφή της, η έκφραση έχει ως γκόλ απ’ τα μπετά, το’ βαλε απ’ τα μπετά κλπ, δηλαδή αιφνίδια επίθεση απο τις τσιμεντένιες βάσεις-κολώνες-κερκίδες του σταδίου, πριν καν αρχίσει το ματς.

Σημείωση: Μπετά=εξελληνισμένος πληθυντικός του γαλλικού μπετόν (όπως το μαγιώ-τα μαγιά, το ζαμπόν-τα ζαμπά, το καρμπόν-τα καρμπά, το ταμπόν-τα ταμπά, το ταμπλώ-τα ταμπλά, το βιτρώ-τα βιτρά κ.ο.κ.). Αντίστροφα δεν πολυσυνηθίζεται εκτός ολίγων περιπτώσεων π.χ. τα μπανιερά-το μπανιερό, τα μήντια/μύδια-το μήντι/μύδι, ενώ τα κρασιά Καμπά παραμένουν ως έχουν στον ενικό.

Αφιερωμένο στον (παροδικώς ελπίζω) αποχωρούντα Μπούμπη και στον Μπετατζή λόγω συναφείας...

- Πότε δίνεις για δίπλωμα οδήγησης;
- Λέω σε κανα-δυο μήνες.
- Έχεις ταΐσει τους εξεταστές;
- Μπααα... Αφού οδηγώ απ’ τα δεκάξι μου, τί τώρα;
- Καλά αγόρι μου, αν δε λαδώσεις σε κόβουνε απ’ τα μπετά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά περιπαιχτική έκφραση, έναντι κάποιου που φορεί ρούχα που δεν είναι στο νούμερό του (π.χ. «πλέει» μέσα στο πανωφόρι ή είναι κοντά τα μπατζάκια κλπ).

Ανάγεται στη νεότερη ελληνική ιστορία, όταν οι συμπατριώτες μας φορούσαν τα ρούχα των τεθνεώτων (τους έκαναν-δεν τους έκαναν - πού φράγκα για μεταποίηση τώρα;), ένεκα πενίας.

Στις φυλακές, προ της καταργήσεως της θανατικής ποινής, όταν «έριχναν» (=εκτελούσαν) κάποιον, οι σύντροφοί του εκτελεσθέντος στο κελλί, έβαζαν προς τιμήν του τα ρούχα του πάνω στο ράντζο του για καιρό...

- Ρε σύ, τί είν’ αυτό που φοράς;
- Σ’ αρέσει;
- Καλός ο μακαρίτης, θεοσχωρέστονε!
- Τί, μου είναι μεγάλο;
- Εμ βέβαια βρε όργιο, χωράνε τρείς σαν και σένα εκεί μέσα!
- Ρε γαμώτο, δεν άδειαζε η Μαρίνα και πήγα μόνος μου για ψώνια...
Λές να μου το αλλάξουν;
- Ξέρω ’γώ; Αλλιώς κόφτο και κάν’το κουβέρτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Έκφραση φιλοφρονήσεως-θαυμασμού προς οικείο, όπως «γεια σου ρε μαγκίτη / αλάνι / αλανάρχη / άλαν / μάγκα / μαγκιόρε / τσίφτη / τσικ-λεβέντη / καραμπουζουκλή» κλπ. Χρησιμοποιείται κυρίως ως «πού’ σαι ρε παίχτη;» ή «σωστός ο παίχτης!»

Παράγωγα: Παίχτουρας, παιχτούκλα, παιχτάκι κλπ.

Άλλωστε η έκφραση «παίζε μπάλα», μπορεί να σημαίνει και «παίζε κει πέρα» στο τάβλι, συνέχισε να εξηγείς (όπως «κάνε σενάριο»), «δούλευε ζάρι», κάνε τη δουλειά σου κι άσ' τα σάπια, χτύπα τη γκόμενα (το πεδίο είναι ελεύθερο) κλπ.

  1. Στην κλασσική αργκό του περασμένου αιώνος, το κομπολόι ή μπεγλέρι (αν και σήμερα λέγεται έτσι αυτό με τις δυο χάντρες που παίζεται νευρικά με τον αντίχειρα).

Συνήθως είχε δεκα-τρείς χοντρές χάντρες (κεχριμπάρι που σήμερα είναι πανάκριβο) και ουδεμία λειτουργική σχέση είχε (ούτε έχει) με το ροζάριο ή το κομποσκοίνι...
Απαραίτητο αξεσουάρ του κουτσαβάκη μαζί με:

  • Καβουράκι με «χλίψη» (=θλίψη δηλ. μαύρη περιμετρική ταινία πένθους για τους φόνους που διέπραξε ο φέρων) και βουλιάγματα στα πλαϊνά του πίλου ή τραγιάσκα με κουμπί (βλ. ρεμπέτικο «Βαρβάκειο») ή κούκο (εργατικό μονοκόμματο καπέλο με μικρό γείσο όχι πλατύ και τετράδιπλο σαν «του σκηνοθέτη»),
  • γιλέκο (ή μεϊντανογέλεκο)
  • παντελόνι «τρόμπα» (τζογέ),
  • σακάκι ανάρριχτο και κοστούμι ασορτί και κοκέτικο (!) με βαριά όμως πάντα χρώματα (μαύρο, γκρίζο ή καφέ βλ. αυτοβιογραφία Μ. Βαμβακάρη),
  • χτένα και μαντήλι στην κωλότσεπη (για στιγμιαίο σουλούπωμα-γυάλισμα/ξεσκόνισμα αφού οι δρόμοι δεν είχαν ασφαλτοστρωθεί τότε και σηκώνονταν κουρνιαχτός με το παραμικρό βλ. και Ζήκο εν έτει 1963 στην Αθήνα, να λέει «τα παράπονά σας στο Δήμαρχο που δεν καταβρέχει», διότι περνούσε η υδροφόρα του Δήμου με τρύπια καζάνια, που έσταζαν νερό στο δρόμο για να κατακάτσει το χώμα),
  • κερασέα (μαγκούρα για εκφοβισμό πολιτικών αντιπάλων),
  • «σίδερο» ή «κούφιο» ή «κουμπούρι» (πιστόλι και «δαμάσκηνα» ή «μούσμουλα»: σφαίρες),
  • «γκαρδιακιά» ή «σκανταλιάρα» ή «ισόβια», ή «διμούτσουνη» (=μαχαίρι) βλ. και Ν. Φέρμα ως κουτσαβάκη Νταούφαρη στην «Ανθισμένη Μυγδαλιά» (1959),
  • ζωνάρι (αρβανίτικα, ζινάρι) το πάτημα του οποίου σήμαινε πρόκληση σε μονομαχία όπως και σε όλους τους Ουραλο-αλταϊκούς λαούς,
  • στιβάλια τριζάτα (συνήθως υποχρέωναν τον τσαγκάρη να βάλει δυο φέτες πετσί βουτηγμένο σε πετρέλαιο ανάμεσα στον πάτο και τη σόλα για να κάνει γούτσου-γούτσου),
  • «πίττες» ή αφέλειες (κολλημένο τσουλούφι στο μέτωπο με μεδουλάρι: ζωικό λίπος),
  • ψεύτικες ελιές ζωγραφιστές ή σταμπαρισμένες με γραφίδα,
  • τσαμπουκάδες (ανορθόγραφα τατουάζ ή χαρακιές) στα χέρια και στο στήθος,
  • επιβλητικός μύσταξ (περιποιημένος με «μαντέκα»=ζωικό λίπος και διορθωμένος με μολύβι ή κάρβουνο),
  • βλοσυρό ύφος («συναχωμένο» βλ. «Συνάχης» Μ. Βαμβακάρης),
  • αργκό με ιδιαίτερη προφορά (συνήθως αρβανίτικη), και
  • σχετικούς ακκισμούς (πάτημα των τακουνιών πρώτα, απότομα τίναγμα του κεφαλιού προς τα πίσω, στρίψιμο μουστακιού, μονόμπαντο βάδισμα βλ. έκφραση «σιγά τα βαρίδια» κλπ).

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

  • Ο Τζογές, 1926, νεότερη έκδοση Βραδυνής 1937, Σώτος Πετράς,
  • Τα Παιδιά της Πιάτσας, Ν. Τσιφόρου α΄ έκδοση Ταχυδρόμος 1965, (ιστορία “Κονόμι συνταγματικό”), Αθήνα 1979, Ερμής,
  • Υπόκοσμος και Καραγκιόζης, Ηλίας Πετρόπουλος 1996 Αθήνα, Νεφέλη,
  • Τουμπεκί, Π. Πικρός 1927, Αθήνα, Κάκτος,
  • Ο Πατροκατάρατος, Μαρίνος Παπαδόπουλος Βρετός, Αθήνα 1845 (ημιτελής δημοσίευση σε συνέχειες στην εφημ. Ανεξάρτητος. Βλ. Μαρίνος Παπαδόπουλος Βρετός, Ο πατροκατάρατος και άλλα αφηγήματα. Φιλολογική επιμέλεια Λάμπρος Βαρελάς, Αθήνα, Νεφέλη, 2004 («Η πεζογραφική μας παράδοση», αρ. 64), σσ. 111-142),
  • Αθηνών Απόκρυφα, Γεώργιος Ασπρίδης, (Αθήνα, ύστερα από το 1844. Σώζεται μόνο το πρώτο δεκαεξασέλιδο φυλλάδιο),
  • Η Επτάλοφος ή Ήθη και Έθιμα Κωνσταντινουπόλεως, Πέτρος Ιωαννίδης ο Αγέρωχος, Μυθιστόρημα, τόμος Α΄, Κωνσταντινούπολη, τυπ. Η Ανατολή Ευαγγελινού Μισαηλίδου, 1855 (β΄ έκδ. με τον τίτλο: Απόκρυφα της Κωνσταντινουπόλεως, Αθήνα 1866),
  • Απόκρυφα Σύρου, Δημοσθένης Ν. Λυμπερίου, Μυθιστορία, τόμος Α΄, Ερμούπολη, τυπ. «του Έθνους», 1866 (α΄ δημ. εφημ. Σάλπιγξ της Ελευθερίας, Ερμούπολη 1863, β΄ έκδ. 1882),
  • Απόκρυφα Κωνσταντινουπόλεως, Χριστόφορος Σαμαρτσίδης, Μυθιστόρημα. Μέρος πρώτον, τόμος Α΄, Κωνσταντινούπολη, τυπ. Επταλόφου, 1868, τόμος Β΄ (1868), τόμος Γ΄ (1868) – Μέρος δεύτερον, τόμος Α΄. Δαπάνη Δημητρίου Α. Φέξη, Κωνσταντινούπολη, τυπ. Il Commercio Orientale, 1868, τόμος Β΄ (1868) – Μέρος τρίτον, Δαπάνη Δημητρίου Α. Φέξη, Κωνσταντινούπολη, τυπ. Il Commercio Orientale, 1868 [β΄ έκδ. του πρώτου μέρους 1869],
  • Οι μυστηριώδεις νυκτοκλέπται, Μηνάς Δ. Χαμουδόπουλος, Διήγημα πρωτότυπον, Σμύρνη, τυπ. Σμύρνης, 1871,
  • Συνέπεια της αμαρτίας, Νικόλαος Β. Βωτυράς, Μυθιστόρημα πρωτότυπον, Κωνσταντινούπολη, τυπ. Βυζαντίδος, 1873 (α΄ δημ. στο περ. Παλλάς Σύρου 1871-1872, β΄ έκδ. με τον τίτλο Η μάγκα του Ωρολογίου ήτοι Τα αποτελέσματα μιας αμαρτίας. Ιστορικόν διήγημα πρωτότυπον, Αθήνα 1877, γ΄ έκδ. Αθήνα 1884),
  • Έν ζακύνθιον απόκρυφον, Σωκράτης Ζερβός, Μυθιστόρημα, Ζάκυνθος, τυπ. Ο Ζάκυνθος διευθυνόμενον υπό Δ. Α. Φραγγοπούλου, 1875,
  • Τα φάσματα της Αιγύπτου, Μαρία Π. Μηχανίδου, Διηγήματα πρωτότυπα. Σειρά πρώτη: Η καρτερία του Παύλου, Αθήνα, τυπ. Θ. Παπαλεξανδρή, 1875,
  • Απόκρυφα Αθηνών ή Τα μυστηριώδη εγκλήματα κακούργων τινών, Δημ. Κ. Αλβανόπουλος, Αθήνα, τυπ. της Μυθιστορικής Βιβλιοθήκης Δ. Α. Φέξη, 1884,
  • Τα δράματα της Κωνσταντινουπόλεως, Κωνσταντίνος Δ. Γουσσόπουλος, Πρωτότυπον κοινωνικόν μυθιστόρημα, τόμ. Α΄-Δ΄, Κωνσταντινούπολη 1888,
  • Κοινωνικαί εικόνες. Οι κακούργοι, Ιωάννης Σ. Ζερβός, Πρωτότυπος μυθιστορία, Κέρκυρα, τυπ. Νικολάου Πετσάλη, 1889,
  • Η απορφανισθείσα κόρη, Γεώργιος Κ. Κουτσούρης, Πρωτότυπον κοινωνικόν μυθιστόρημα, Κωνσταντινούπολη, τυπ. Νομισματίδου, 1889,
  • Πέραν απόκρυφα, Επαμεινώνδας Κ. Κυριακίδης, Πρωτότυπον κοινωνικόν μυθιστόρημα, τόμ. 1-2, Κωνσταντινούπολη,, τυπ. Ν. Γ. Κεφαλίδου, 1890,
  • Μυστηριώδης αποκάλυψις, Άγγελος Μωρέττης, Μυθιστορία πρωτότυπος, Αθήνα 1890 (ημιτελής δημοσίευση σε συνέχειες στο περ. Σοσιαλιστής),
  • Τα απόκρυφα των Αθηνών και αι περιπέτειαι του Άγγλου περιηγητού Τζωνν Τζάκετ, Αθήνα 1890,
  • Απόκρυφα της Αιγύπτου, Ζ. Ζαννής (Ιωάννης Σ. Ζερβός), Εκδότης Αργύριος Δρακόπουλος, Αθήνα, τυπ. Βλαστού Βαρβαρρήγου, 1894 και
  • Οι Άθλιοι των Αθηνών, Ιωάννης Δ. Κονδυλάκης, Το πρώτον εικονογραφημένον ελληνικόν μυθιστόρημα, εν Αθήναις, τυπ. Π. Ζανουδάκη, 1895.
  1. - Ασσέοι πολλοί!
    - Πώς θα τους παίξεις;
    - Εγώ!
    - Μου κλείνεις το πεντάρι και το εξάρι ε; Σωστός ο παίχτης...

  2. Ο κυρ-Θόδωρας φώναξε δυνατά την παραγγελία του στον ταμπή και ακολούθως, απίθωσε τον παίχτη του στο τραπέζι κι έβγαλε το πακέτο και τα σπίρτα του απ' τη μέσα τσέπη.

Βλέπε και παίκτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση είναι παλιά και σήμαινε την πουτάνα νέτα-σκέτα (όπως και η παξιμαδοκλέφτρα).

Σήμερα, έχει λάβει τη σημασία της μεσόκοπης και σε καμία περίπτωση νεάζουσας γυναίκας, που εξακολουθεί να σφύζει από λάγνο πάθος για τον ανώμαλο έρωτα κι αυτό φαίνεται (όχι με την πρώτη ματιά).

Φωνή βαριά (κοκοροβηχιάρας κουμκανα-juice), φυσική σιλουέτα μετά από πεντ' έξι γέννες, λίγο λαϊκούρα στήσιμο, νύχι ασημί (συχνά έχει ξεφτίσει το χρώμα), τσιγάρο σλιμ ή Oscar-Dunhill-Davidoff ή με χρυσαφί φίλτρο, θεοσεβούμενη, δεν δίνει δικαιώματα στη γειτονιά, τσάντα και ένδυση συντηρητικότατη έως ακαλαίσθητη και ανάλογη της ηλικίας της, φτηνατζούρα άρωμα, πρόστυχο (όπτιοναλ) ή ρώσικο μακιγιάζ (σκιά ABBA, με πράσινη βλεφαρίδα και ροζ κραγιόν) και βλέμμα πολυσήμαντο.

Σε εξεζητημένες περιπτώσεις, μπορεί να διακρίνει κανείς και χρυσή αλυσιδίτσα στο πόδι (πάνω απ’ το καλτσόν), έστω κι αν δεν ταιριάζει με το ανσάμπλ. Δίχως να είναι η θεία μου η χίπισσα, φορεί περιορισμένο αριθμό και εύρος λιλιών μιας παρωχημένης εποχής και ιδίως σταυρό στο στήθος (συνήθως όξω απ’ το πουλόβερο).

Αν σταυροκοπιέται κιόλας κάθε τόσο, παναπεί γαμιέται ασύστολα (υπάρχει εξήγηση αλλά δεν είναι της παρούσης). Δεν είναι ούτε μίλφ ούτε τζιλφ και κατ’ οίκον φορεί ρόμπα καπιτονέ. Δεν είναι απαραιτήτως ούτε τεκνατζού ούτε άπιστη σύζυγος.

Ενδημεί σε όλες τις ελληνικές πόλεις και σε κάνει ν’ αναρωτιέσαι αν είναι αντακάβα πρώην πουτάνα, που παρασταίνει στα υστερνά την οσία θείτσα. Παλαιότερα κουβαλούσε τις Κυριακάδες, κάτι στραπατσαρισμένα ανώνυμα χαρτόκουτα συνοικιακών ζαχαροπλαστείων για να πάει επίσκεψη με το τρόλεϊ, πριν αντικατασταθεί από εξοδούχους αλλοδαπούς.

Μακριά και με τον απήγανο επίδοξε Ντάστιν, εκτός κι αν η Μπάνκροφτ σου πέφτει μικρή...

- Κοίτα πώς μας κοιτάζει αυτή!
- Πού;
- Να, αυτή απέναντι, που ταΐζει τα περιστέρια...
- Ποια ρε μαλάκα, την κωλόγρια λές;
- Ναι την παπαδοξηλώτρα! Σαν ξερολούκουμα μας κοιτάζει...
- Ρε σε, αυτή όπου να’ ναι αγιάζει! Καλά αγόρι μου, μου φαίνεται πρέπει να σε κλείσουμε σε πουρολογική κλινική!
- Βρε άκου που σου λέω...

(από GATZMAN, 30/10/09)παξιμάδι και σία  (από GATZMAN, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified