Ο συνήθης ορισμός αφορά την τσάπα, ίσως το πιο απλό εργαλείο σκαλίσματος η οποία όμως απογυμνώνει το χωράφι από κάθε λογής παράσιτο, αγριόχορτο κ.ο.κ.

Κατά το Καρδαμυλίτικο ιδίωμα άποψη, περιγράφει επίσης κάποιον ή κάτι το «γυμνό». Συνώνυμο με το «λαμνί», επίσης Καρδαμυλίτικης προελεύσεως.

- Γιάδε κατηβαίνω που λες στο Γιόσωνα και τους βλέπω να κολυμπούνε λαμνί..
- Λαμνί; τί είν αυτό;
- Εεε, δικέλλι βρε γιε μου..
- Αααα, λαμνί θα πει δικέλλι δηλαδή;
- Εαμέ.
- Kαι τι είπαμε ότι θα πει δικέλλι;
- Ε, άμε στο διάλο... άμ' εν ήξέρεις και το δικέλλι... πα' στο διάλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

...να βγει από μέσα σου.» Σε πείσμα της τρομολαγνείας, των καταστροφολογικών σεναρίων και του φόβου που πουλάει, ερεθίζει, ελέγχει και κατευθύνει, υπάρχει πάντα μία πατρική φιγούρα γύρω μας και ξέρει ακριβώς τι να σου πει για να αισθανθείς ασφαλής, γιατί στο βάθος είμαστε όλοι φτιαγμένοι από το ίδιο χολλυγουντιανό υλικό. Κρίση, απόγνωση, απελπισία, είναι καταστάσεις του μυαλού και ως τέτοιες έχουν το αντίδοτό τους. Εκεί που το καλό και το κακό συνυπάρχουν, συγκρούονται, συνθλίβονται κι αφήνουν συντρίμμια αβεβαιότητας και δευτερομαντεψιάς, θα 'ρθεί ο από μηχανής λέουρας που έχει περάσει από χίλια κύματα και ξέρει. Ή τουλάχιστον έτσι θέλουμε να πιστεύουμε. Και θα πει αυτό που θέλουμε να ακούσουμε. Και μεις θα ανταποκριθούμε. Γιατί όσο εύκολα φέρνουμε την καταστροφή, άλλο τόσο την ξορκίζουμε κιόλα. Το επόμενο είδος που θα κυριαρχήσει στη γη θα φάει μαλλιά με την πάρτη μας...

  1. Λαρούσσο: - Δεν μπορώ, δε μπορώ να το κάνω αυτό.. δεν γίνεται να φύγουμε; Φοβάμαι! Πάμε σπίτι! Φοβάμαι!
    Μιγιάγκι: - Ντάνιελ σαν, δεν τρέχει (και) τίποτα αμά χάσεις από (τον) αντίπαλο. Τρέχει όμως άμα χάσεις από (τον) φόβο (σου, για τον αντίπαλο)...
    Λαρούσσο: - Φοβάμαι! Τον φοβάμαι αυτόν τον τύπο! τι να κάνω γι αυτό;
    Μιγιάγκι: - Συγκεντρώσου! Το καλό καράτε είναι ακόμα μέσα. Τώρα (είναι) ώρα να βγει έξω.

  2. Πλάτωνας: - Γιώργο το πληρώσαμε το χαράτσι;
    Γιώργος: - Όλα κομπλέ.
    - Αυτό σημαίνει ναι;
    - Γκιουζέλ.
    - Ρε αγαπούλα, λέγε να ησυχάσω..
    - Εσύ κοίτα τη δουλειά σου κι εγώ τη δική μου...
    - Κάθε φορά μου βγάζεις την ψυχή ρε γαμημένε. Λέγε ρε, το πλήρωσες;
    - Άσε το καλό καράτε να βγει από μέσα σου.
    - ...τι είναι πάλι αυτή η μαλακία;

(από vanias, 03/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλαδή «όπου ακούς πολλά κεράσια κράτα και μικρό καλάθι», αλλά στο πιο νησιώτικό του... Τα στοιχήματα και τα παχιά λόγια σε σχέση με την κολύμβηση, τις αποστάσεις και τις αντοχές ήταν και είναι πολύ κοινά στα νησιά.

Ο χρήστης αρνείται να πειστεί στα λόγια κάποιου που υπόσχεται πάρα πολλά, αλλά ακόμα δεν έχει δείξει τίποτα.

«Για’δε» = Για δες, άκου, πρόσεξέ με.

Ο «κολυμπητής» εν προκειμένω δεν είναι απλά κάποιος που κολυμπάει, αλλά τίτλος τιμής που απονέμεται σε αυτόν που έχει αποδείξει ότι μπορεί να κάνει πράξη, άρα εννοεί αυτά που υπόσχεται περί κολυμβητικών επιδόσεων. Δεν είναι «λογάς», δεν «παίζει» και γι’ αυτό διαφοροποιείται από τους υπόλοιπους που λένε ότι είναι κολυμβητές, αλλά στην ουσία παίζουν.

Αντίστοιχα, ο «ψαράς» στα νησιά δεν είναι απλά κάποιος που αγόρασε ένα καλάμι, αλλά αυτός που έχει επενδύσει χρόνο και χρήμα στο χόμπι του, το έχει πάρει σοβαρά και θα μπορούσε να ζει απ’ αυτό. Κοινώς έχει πιάσει το νόημα.

«Άμαν έβγει απέ τη θάλασσα» = αφού ολοκληρώσει το task κι εξακολουθεί να είναι σε καλή κατάσταση. Το άμαν είναι επίσης ενδιαφέρον. Κατά παρέκκλιση του κανόνα για τη χρήση του τελικού «νι» που αφορά σε άρθρα κτλ εδώ εφαρμόζεται σε σύνδεσμο. Πολύ κοινό στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.

«Τον εβλέπεις» = τον παραδέχεσαι, του αναγνωρίζεις την αξία που ισχυρίστηκε ο ίδιος ή άλλοι ότι έχει.

Γερόντια σε καφετέρια:

Γεράσιμος: -Έναν σκέτο ελληνικό... Θέλω γλυκό, αλλά θα μ’ ανέβει το ζάχαρο στα ύψη... :( Πολυξένη: - Να σου λείπουν τα γλυκά Γεράσιμε. Για μένα ένα υποβρύχιο, μια ψυχή που ’ναι να βγει...
Περίανδρος: -Εγώ θα πάρω το μπανάνα σπιλτ με τρεις μπάλες παγωτό, σαντιγές και τα ρέστα!
Πολυξένη: - Μπράβο κουράγια Περίανδρε! ’α το κατηφέρεις;
Περίανδρος: -Θα του γαμήσω τη μάνα!
Γεράσιμος: -Για΄δε και τον κολυμπητή, άμαν έβγει απέ τη θάλασσα τον εβλέπεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι στιγμές που σε πνίγει το δίκιο. Σε τσεκάρεις μήπως χειραγωγείς την κατάστα, μήπως ο θυμός σου είναι παράλογος, μήπως κάτι δεν έχεις πιάσει και τελικά καταλαβαίνεις ότι και δίκιο έχεις και σωστά θυμώνεις και πέρα από εγωισμούς είσαι. Οπότε μιλάς κι έχει τον ατελείωτο η κουβέντα, επιμένεις να λύσεις το θέμα ον δα σποτ και προσπαθείς εντατικά να εξασφαλίσεις ότι τα κίνητρα είναι τα ίδια εκατέρωθεν.

Ο άλλος όμως; Ε, ο άλλος έχει τα δικά του δαιμόνια και βλέπει τα κίνητρά σου για τούγκουντ τουμπιτρού, προσπάθειες χειραγώγησης κτλ.

Οπότε μύλος.

Πας λοιπόν στον κολλητό/ή, ξαναπαίζεις τον δίσκο και κλείνεις το παρολί δηλώνοντας «ό,τι είπα, ένα μπούτσο κατάλαβε». Σύνδεση με Κάιρο δηλαδή.

— «Ρε παιδάκι μου» της λέω, «το κακό σου θέλω γω; Τι κουβαλήθηκα εδώ πέρα από την άλλη άκρη της γης; Για να ελέγχω που πας και τι κάνεις; Τι σόι σχέση εξ αποστάσεως είναι αυτή άμα θέλεις χώρο κι όταν είμαστε μαζί;»
— Και τι σου είπε;
— Φωνές, κακό, φασαρία... Ότι τάχα την πνίγω, ότι έχει ξαναπεράσει από σχέση που δεν της επέτρεπαν να βλέπει τους φίλους της. Λες και της απαγόρευσα να τους βλέπει. Έξι μέρες έκανε ό,τι πλάνα ήθελε. «Πάμε στον έτσι, πάμε στου αλλιώς», μέσα έγω. Το Σάββατο όμως ήθελα πριβέ χαλαρές καταστάσεις, όχι να κοιτάμε το ρολόι και να τρέχουμε από το ένα νησί στο άλλο.
— Καλά και δε συμφώνησε; Δεν είναι και καμιά φοβερή παραχώρηση... — Ό,τι είπα ένα μπούτσο κατάλαβε. Πήγε με τις φίλες της για ντίνερ, είναι καθιερωμένο βλέπεις γαμώ τα σεξεντδασίτυ μου γαμώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οικεία προσφώνηση σε φίλο, γνωστό, συγγενή του οποίου το επίθετο προσεγγίζει ηχητικά, λ.χ. Κατσικογιάννης, Κατσικογιώργης κ.ο.κ.

- Νάτος... Πού 'σαι, ρε Κατσικογάμηηηηηηηηηηη!!
- Γειά σας, ήρθα και 'γω!

(Το παράδειγμα, όπως το βλέπετε, απαράλλαχτο έχει παιχτεί και στην πραγματικότητα στη Σκουφά)

Γιώργος Κατσικογιάννης (από allivegp, 31/01/10)Κατσικογαμημένος... (από kondr, 31/01/10)Κατσικοπόδαρος (από HODJAS, 02/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ό,τι ακριβώς σημαίνει και αγγλιστί: ιδιωτικό. Κατ'επέκταση ΙΧ.

Ψαρωτικό, όπως το «βολάν» παλιότερα, αλλά τίποτα περισσότερο από το κοινό «όχημα».

Ημίζ - Νωρίς

«Πού να παρκάρω τώρα, μα κοίτα τον γελοίο, παρκάρισε το πέρσοναλ σε χώρο γι' άλλα δύο»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν είσαι ποδοσφαιρόφιλος, εναλλακτικά αν έχεις ακούσει τα ανδραγαθήματα του Χρυσόστομου του Ψωμιάδη, ή αν θυμάσαι τις σχετικές μιμήσεις του Μητσικώστα, ή αν απλά έχεις δει τις διαφημίσεις της Wind και σου λέει κάτι το όνομα Τάκης Σπυριδάκης τότε ξέρεις και τι σημαίνει το «αγαπούλα».

Αν δεν έχεις ιδέα, τότε απλά σχημάτισε στο μυαλό σου την εικόνα ενός αρχιμαφιόζου που μιλάει σε όλους τρυφερά λίγο πριν τον καβαλήκουν τα δαιμόνια κι αρχίσει τα νταηλίκια – υποβοηθούμενος πάντα από υποτακτικούς φουσκωτούς. Εικόνα σύμφωνη με αυτήν του κοινωνικά απροσάρμοστου ψυχοπαθή που φτιάχνει μεσ’ το μυαλό του τις κατάλληλες συνθήκες για να κλείσει μεν σπίτια αλλά να μπορεί να κοιμάται ήσυχος το βράδυ με τις μαλακίες που έχει κάνει γιατί, «με είδες πως του μίλαγα.. τα ζήταγε όμως ο κώλος του». Θέλει χοντρή πέτσα και σιδερένιο στομάχι το επάγγελμα και οι μάπες δεν χαρίζονται γιατί για ένα όνομα ζούμε σ αυτήν την κενωνία.

Προφέρεται με αλάνικο τουπέ – σαν να έχεις κεράσια στο στόμα και να προσπαθείς ταυτόχρονα να μιλήσεις. Ταιριάζει σε συνθήκες τ. «πω πω μας τα ζάλισες, αλλά θα κάνω μια τελική προσπάθεια να κρατήσω την ψυχραιμία μου και να σου δώσω άλλη μια ευκαιρία να μαζευτείς γιατί είμαι larger than life τύπος» αλλά και σε χαβαλέ φάση μεταξύ σερνικών με αυτοπεποίθηση που καταλαβαίνουν ότι η αντρίλα είναι πάνω απ’ όλα ρόλος που πρέπει να υποδυθούν.

  1. Πλάτων: Ρε μαλάκα Γιώργο, να σου πω παντρεύεσαι;
    Γιώργος: Ναι λέμε.
    Πλάτων: Ρε μαλάκα, πας καλά; Γιώργος: Έχω κλείσει ήδη παπά.
    Πλάτων: Ρε μαλάκα σοβαρά;
    Γιώργος: Αγαπούλα, κοφ’ τα «ρε μαλάκα». Είπαμε, παντρεύομαι. Πλάτων: Ρε αγαπούλα είσαι μαλάκας. Δεν παίρνεις από λόγια.

  2. Πλάτων: Πες του δεν έχω κρασί, να φέρει ένα όπως έρχεται.
    Γιώργος: Λέει δεν έχει κρασί, να φέρεις ένα όπως έρχεσαι.
    Δημήτρης: Τι κρασί θέλει;
    Γιώργος: Τι κρασί;
    Πλάτων: Το ίδιο που πήρε και την άλλη φορά.
    Γιώργος: Το ίδιο που πήρες και την άλλη φορά
    Δημήτρης: Νεμέα;
    Γιώργος: Νεμέα;
    Πλάτων: Ε, δε θυμάμαι τώρα
    Γιώργος: Ρε μαλάκες πώς την έχετε δει, αγαπούλα πούλα; Παρ' τον να του τα πεις εσύ. Σταδιάλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την πελοποννησιακή αργκό και σε μακρινή αντιστοιχία με το αμερικάνικο maverick, σημαίνει κατά κυριολεξία το νεαρό μοσχάρι που:

  • είτε δεν μπορεί να σταθεί καλά στα πόδια του και κουτουλάει όπου βρει,
  • ή / και έχει το σπιρτόζο βλέμμα του ροφού.

Μεταφορικά σημαίνει τον ανερμάτιστο άνθρωπο που δε σκέφτεται καθόλου πριν μιλήσει ή πράξει και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τα δεινά που θα του συμβούν.

Το αμερικανικό maverick αντίστοιχα έχει ανάμεικτο connotation, αφού πρόκειται για το αμαρκάριστο μοσχάρι που δημιουργεί, σαφώς άθελά του, προβλήματα - κυρίως κυριότητας - ενώ το γεγονός ότι δεν ανήκει σε κανέναν, συνεπάγεται ότι δεν ακολουθεί και τη συμπεριφορά του κοπαδιού κι έτσι σημαίνει - κι εδώ βρίσκεται η ενδιαφέρουσα αντιστοιχία με το μπουζάκι - τον ανορθόδοξο άνθρωπο, του οποίου οι μέθοδοι ενδέχεται να του βγουν σε καλό.

- Και για να΄χουμε καλό ερώτημα, εσύ Πολύκαρπε τι θα ψηφίσεις;
- Δεν το πολυσκέφτομαι ρε πατέρα, θα το ρίξω στον Καρατζαφέρη να τελειώνω και μετά θα πάω για τσίπουρα.
- Καρατζαφέρη, ε;
- Ναι... Καρατζαφέρη.
- Και γιατί Καρατζαφέρη;
- Ξέρω 'γω, έτσι.
- Ε, μηνjείσαι μπουζάκι τώρα...

(από vanias, 29/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κακαμούνιας.αυτό.

Πλάτων: και τι θα πει μουνίκακας είπαμε;

Γιώργος : θα πει κακαμούνιας. Αυτό.

σ.σ Όποιος εικάσει ότι ξέρει έτυμα και συνθετικά και ορισμούς και αντώνυμα και λοιπές χρήσεις και τα τοιαύτα να ρθει να με βρει. Ραντεβού έχω στο κάραβελ.Να φέρει και το μαχαίρι του.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που μπροστά στην ευχαρίστησή του δε βάζει τίποτα άλλο. Κατά συνέπεια αυτός που δεν μπορείς να εμπιστευτείς, που δεν μπορείς να στηριχτείς πάνω του κτλ.

'Ερχεται και σαν συνοδευτικό του «πούστης» για να επιτείνει ακόμα περισσότερο τον ήδη προσβλητικό χαρακτηρισμό.

Κατά πάσα πιθανότητα δεν υπάρχει θετική χρήση της λέξης ενώ παραλλάγές της όπως παλιοξεκωλιάρης, (το πάλιο-) ξεκώλι, (ο παλιο-) ξεκώλης επιδιώκουν το ίδιο ακριβώς εννοιολογικό αποτέλεσμα.

- Είναι πούστης ο Βρασίδας;
- Πούστης, ξεκωλιάρης...
- Δηλαδή, τον παίρνει..
- Ναι ρε, ξεκώλι...
- Δηλαδή, τον έχεις δει;
- Τι θε ρε, με τον Βρασίδα; Μπας κι είσαι και συ κάνα παλιοξεκώλι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified