Σα να λέμε φτυσ' τα μπούτια σου, πού πα ρε Καραμήτρο κ.ο.κ. Θυμίζει λίγο από σενάριο ξανθοπουλέικο κι άμα το καλοσκεφτείς, τον καιρό που φορμαρίστηκε η έκφραση, που οι δάσκαλοι πληρώνονταν τρεις κι εξήντα, χωρίς μαύρα λεφτά και ιδιαίτερα, λογικά με καμιά φτωχιά θα στήνανε τσαρδί.

Ο χρήστης -συνήθως ταβλαδόρος- είναι φουλ έξτρα κάργα ειρωνικός απέναντι στον δέκτη που δε λέει να καταλάβει ότι το παίγνιο ή και η παρτίς η ίδια εχάθη κι αυτός εξακολουθεί να παθιάζεται και να ζητάει ζάρι.

Επιβάλλεται επίσκεψη στο Νέο Μοναστήρι για να τα ακούσεις απ’ την πηγή και ειδικά από τους Πρόσφυγες Ανατολικής Ρωμυλίας.

- Έλα μια μαύρες (εξάρες, όλα μαύρα) ρε κωλόζαρο... μας ξέσκισες σήμερα!
- Τι τς θες; χαμένο το ’χεις...
- Έτσι, για να γυρίσει λιγούλι και να σε μάθω τάβλι..
- Κι ένας δάσκαλος θυμάσαι τι έκανε... αγάπησε μια φτωχιά...
- Καλάαααα...
-. ..και την πήρε. Φάνη στο 'χω ξαναπεί: άσ' το τάβλι για τους πελάτες και πιάσε δυο ουζάκια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέραν από την προφανή ρίζα και την κυρίαρχη χρήση της σλανγκοπεριγραφής του ανδρικού ενδύματος, το παρόν λήμμα προέρχεται από τον αγγλικό όρο «customization», ήτοι επί το ελληνικότερον κι επικουρικότερον την «προσαρμογή» και χρησιμοποιείται εν προκειμένω για να περιγράψει την μετατροπή που υπέστη κάτι.

Ειδικότερα, αφορά σε κατά παραγγελία κατασκευή/προσθήκη η οποία υπέστη τροποποίηση ως προς το σχήμα και το μέγεθος προκειμένου να εξατομικευθεί, συνιστώσα σαφώς ενοχή είδους κι ουχί γένους, που βγάζει μάτι ότι μετρήθηκε, σχεδιάστηκε, τοποθετήθηκε και εντέλει κούμπωσε με ακρίβεια και μεράκι (και συνήθως ένα σκασμό λεφτά) πάνω στις ιδιόμορφες ανάγκες του όποιου την παρήγγειλε και η οποία επουδενί θα μπορούσε να συγκριθεί προς το αγοραστό τυπικών γιουνιβέρσαλ διαστάσεων πράγμα.

  1. Γιώργος: Πλάτωνα έβαλα το γαμιστερό "Χ" ηχοσύστημα στο πέρσοναλ για να κάνουμε την κάθε διαδρομή πανηγύρι. Καλό;
    Πλάτων: Πλάκα κάνεις!; Αυτό έχει μεγαλύτερα ηχεία από τη μπάκα μου, που τα χώρεσες;
    Γιώργος: Μην ξεχνάς σαμπγούφερ, πυκνωτές και ενισχυτές. Κουστουμιά στο πορμπαγάζ. Πλέον θα παίρνεις τις βαλίτσες στα πόδια σου.
    Πλάτων: βάλε και χαντρολαίμι, θα στο ματιάσει κάνας κάγκουρας.

  2. Πλάτων: #!@^@@ το τάμπλετ μου μέσα.. μα δεν πουλάει κανείς #$!!%^ μια @^$&* θήκη για οθόνη 12,1";
    Γιώργος: Εμ πήγες και πήρες ό,τι πιο γκουμούτσα κυκλοφορούσε. Μόνο κουστουμιά σε βιοτεχνία αδερφέ.
    Πλάτων: Μήπως να πουλήσω και το τάμπλετ για να ράψω τη θήκη;
    Γιώργος: Εγώ φταίω.

Βλ. και καστομιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από που να ξεκινήσεις και που να τελειώσεις... Από τη μισητή μορφή του Ισκαριώτη; Από το γεγονός ότι ο ρουφιάνος χαιρόταν τον έρωτα; Από τα φιλιά που έδινε αβέρτα που να μη σώσει; Από τον πλεονασμό του «γαμώ τα γαμήσια»; Απ' όπου και να το καρκατζαλώσεις μέσα είσαι.

Σε ένα γενικότερο πλαίσιο του γαμώ αντιχρίστους, διαβόλους, τριβόλους κλπ, θέλω δηλαδή να βρίσω θεία –αλλά όχι, δε θα το επιτρέψω στον εαυτό μου. Αλλά ναι. Αλλά όχι... Στήσου Ιούδα να ξεχαρμανιάσω γιατί τα θέλει ο κώλος σου...

— Κωστάκη πήρε ο Κώστας και είπε ότι η παραγγελιά του Ντίνου ακυρώθηκε. Kρίμα ρε γαμώτο, τόση ώρα φάγαμε στα τηλέφωνα...
— Δώμου το τηλέφωνο μη γαμήσω τίποτα... Έλα ρε Κώτσο, τι έγινε ρε γαμώ τα γαμήσια του Ιούδα γαμώ το γαμώ μου μέσα γαμώ;
— Άστα γαμηθήκαμε...

Δες και γαμώ + αντικείμενο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρυφερό κομμάτι σάρκας, άλλοι το τοποθετούν στο εσωτερικό του μηρού και άλλοι, περισσότεροι, στο κομμάτι του δέρματος που καλύπτει τον πλατύ ραχιαίο μυ. Γενικά και σχεδόν απροσδιόριστα το ευαίσθητο και εξαιρετικά επώδυνο για χαλάουες και λοιπές αισθητικές παρεμβάσεις σημείο του σώματος που ο αφελής πιστεύει εσφαλμένα ότι θα το κουράρει αποτελεσματικότερα με δυνατές κραυγές παρά με τις λοιπές μεσαιωνικής σύλληψης μεθόδους (βλ. «Άτλας της Χιώτικης Ανατομίας»).

- Πάρε μια ανάσα και «χρααααατς».
- ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑχχχχ (λυγμ)
- Εχμφ, αφού σου 'χω πει ότι πονάει η γαδαροψυχή. Κάθε φορά φωνάζεις λες και σου παίρνω την παρθενιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολυφορεμένη, λιτή, περιεκτική κι ίσως αποκλειστική της ελληνικής πιάτσας ατάκα που μετουσιώνει μια κάποια ανωτερότητα με πινελιές συμπάθειας ή/και ζοχάδας του αποστολέα προς τον παραλήπτη.

Ελέγχεται παρόλα αυτά το ενδεχόμενο να αναρωτιούνται αλλοδαποί "me you found" και να εννοούν ότι "υπάρχουν άλλοι, πιο πρόσφοροι να πας να πεις το ποίημα, πως κατέληξες σε εμένα". Αν όντως χρησιμοποιεί την εν λόγω ατάκα άλλος λαός, τότε οι πιθανότητες είναι να τους την μάθανε Έλληνες.

Φοριέται άνετα απέναντι σε χαβαλετζήδες, απατεωνίσκους, θρασείς τύπους, γενικότερα απέναντι σε όποιον "πάσχει από ένδεια επιχειρημάτων" αλλά δεν το αντιλαμβάνεται.

χαβαλετζήδες

Πλάτων: Γιώργο σε συζητάν δίχως "γιατί" και όχι άδικα.

Γιώργος: Αρχίσαμε..

Πλάτων: Δεν κάνω πλάκα, γκόμεναι συζητούν περί των προσόντων σου και ορκίζονται στις ανατομικές σου διαστάσεις.

Γιώργος: κόφτο ρε, δεν έχω όρεξη.

Ωτακουστής: Ισχύει, το έχω ακούσει κι εγώ.

Γιώργος: ρε ταγάρια, εμένα βρήκατε;

απατεωνίσκοι

Γιώργος: Ρολεξάκι ντεητόνα; έχω και πατέκ φιλίπ.

Πλάτων: Άσε μας ρε φίλε.

Γιώργος: Τρακόσα ευρώ λόγω ανάγκης.

Πλάτων: Γνήσιο;

Γιώργος: Ναι με πιστοποιητικό.. Εμένα βρήκες;

θρασείς απατεωνίσκοι χαβαλετζήδες, πάσχοντες από ένδεια επιχειρημάτων

Αρτέμης: έχω εικοσιεφτά δις χρέος στο Ελληνικό Δημόσιο

Πλάτων: Έλα! Για δεν κάνεις μια ρύθμιση;

Αρτέμης: Γιατί τους έχω δώσει εξακόσα δις να πληρώσουν τα χρέη της Ελλάδας και δεν τα δέχονται.

Πλάτων: Ανθέλληνες παιδί μου, εγκάθετοι κερατάδες που τους - να μην πω τι τους κάνει η γυναίκα τους. Έχουν πρόβλημα φύλου.

Αρτέμης: Εμένα βρήκες ρε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με παχύ «λλ» ή με «λj», δεν παίζει ρόλο...

Ο θείος ο Ηλίας είναι ο ειδικός, ο μάστερ, που σε βάζει σε σειρά, σε τακτοποιεί, ειδικά στο τάβλι και σε παρεμφερή ανταγωνιστικά παίγνια. Ταυτόχρονα, με τη χρήση, ο χρήστης τοποθετείται σε θέση κατά τι ανώτερη από τον δέκτη - αφού τον έχει πλέον ανηψιό - αλλά διατηρεί και μια οικειότητα - «αφού δεν ξέρεις, να μη μάθεις; έλα στο θείο να σε διδάξει».

Εναλλακτικά ο θείος είναι ο αδικημένος του παίγνιου που όμως γυρίζει το παιχνίδι, κόντρα στην τύχη αλλά με φουλ τεχνική και ειδικά χάρη στην υπομονή που επέδειξε ενώ θεοί και δαίμονες ήτο εναντίον του. Η έκφραση έρχεται για να τον δικαιώσει και να αποκαταστήσει τη φυσική τάξη που ο αντίπαλός του, με μηδέν τεχνική και φουλ τύχη, είχε αναστατώσει.

Τα εργαλεία υπονοούν ότι ο θείος είναι και μάστορας, λαϊκός τύπος με μόρφωση του πεζοδρομίου που του επιτρέπει να ανταπεξέλθει σε κάθε δοθείσα δυσκολία, γιατί διαθέτει τεχνική στα πάντα. Μπορεί να φορεθεί και από ακαδημαϊκούς, πάντως.

- Ρίξε ένα ασόδυο, να δω πως θα το παίξεις, ρε φάντασμα...
- (ρίχνει τα ζάρια) Ασόδυο! τι λε ρε... του 'κατσε...
- 'Ελα στο θείο τον Ηλία πο' χει όλα τα εργαλεία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πελοποννησιακής προελεύσεως, που προκύπτει από το «καβαλήκει» ή «με καβαλίκεψαν», «μ' έχουν καβαλικέψει», με πάνε καβάλα τέλος πάντων, με άλλα λόγια «έχω γίνει άλογο» με αναβάτες τα δαιμόνια (μικρά δαιμονόπ'λα, βελζεβούληδες, κακά πνεύματα) και αυτή τη στιγμή αδυνατώ να φερθώ διπλωματικά, δεν το 'χω, μη με τσιγκλάτε άλλο, σταματήστε το εδώ κτλ.

Ο χρήστης έχει εξοργιστεί και προειδοποιεί τον δέκτη να σταματήσει αυτό που κάνει ή να φύγει «για να μην πάρει τα ρέστα». Ταυτόχρονα δημιουργεί τις προϋποθέσεις να του συγχωρεθεί ό,τι κι αν κάνει στο εξής γιατί «δεν είναι ο εαυτός του».

— Τελικά και δε σε πλήρωσε και σου την είπε κι από πάνω...
— Με παρατάς με το μαλάκα; Πες τίποτα άλλο.
— (ψιθυρίζει συνωμοτικά να μην ακούσει το αφεντικό) Καλά σου 'κανε... αφού μαλακίστηκες... εγώ σ' τα λεγα και δε μ' άκουγες...
— (γράπωμα από γιακά) Κόφτο ρε, ΣΟΥ ΛΕΩ Μ' ΕΧΟΥΝ ΚΑΒΑΛΗΚΕΙ ΤΑ ΔΑΙΜΟΝΙΑ!
— Καλά ρε αδερφέ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση αλλάζει ανάλογα με το χρόνο που έγινε αυτό που επιδιώκει να περιγράψει - δηλαδή, έφριξε το σκυλί ή θα φρίξει το σκυλί. Το συναντάμε και ως έφριξε/θα φρίξει το σκυλοκούταβο.

Κοντολογίς σημαίνει της πουτάνας το κάγκελο ή χαμός και αναφέρεται σε κατάσταση που ο έλεγχος είχε, εντελώς κομπλίτλυ και άττερλυ, χαθεί, ή θα χαθεί όπως προβλέπεται.

Το σκυλί που φρίττει είναι ενδεικτικό του πόσο χάθηκε/θα χαθεί ο έλεγχος, καθότι ο σκύλος - που δεν ήταν πάντα στην Ελλάδα το χαριτωμένο κατοικίδιο αλλά ένας κόπρος που άλλοτε τύχαινε να σου «βγει» χρήσιμος κι άλλοτε όχι - δε χαμπαριάζει τίποτα.

Έλα μου, όμως, που ο σκύλος της έκφρασης όχι μόνο χαμπαριάζει αλλά φρικάρει τελείως με την εν λόγω κατάσταση, οπότε αυτόματα έρχεται αυτός που την προξένησε (και οι συμμετέχοντες, σαφώς, αφού σιωπηρά ή μη την αποδέχονται) στη θέση του κοπρίτη που δεν χαμπαριάζει και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που να κάνει τους ορίτζιναλ κοπρίτες που δε χαμπαριάζουν (δηλαδή, το σκυλί) να φρικάρουν.

- Καλά, έχασες χτες... αυτό δεν ήταν μπάτσελορ... ζωντανό πορνό ήτανε... έφριξε το σκυλί.
- Γαμώ τη μου, όλα τα καλά χάνω.

Το σκυλjί κάνει και ωραία ρίμα με το καυλjί (από Khan, 13/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και διάφορα άλλα εις -ιξ γιατί είναι τρελοί αυτοί οι γαλάτες και εμπάση περιπτώσει τους πάμε γιατί κάτι αδιευκρίνιστο μας θυμίζουν. Λίγο οι καυγάδες μεταξύ τους, λίγο η ψωροπερηφάνεια τους κι οι μαλακισμένες φοβίες τους, ένας ελάχιστος φόρος τιμής δένκακος.

Τεσπά τα γκομενέτα, γκόμενες, γκομενάκια, γκόμνες κτλ είναι μεγάλο κομμάτι του all time classic προτύπου της ελληνικής ανδρικής επιτυχίας, το συνώνυμο του εγχώριου ανδρικού κουλ, οπότε ρίχτουτου σε κουλσλανγκιές τ. γκομενίξ που υποδηλώνουν έμμεσα την οικειότητα με το αντικείμενο, κατ' επέκταση τη βαθιά γνώση του, που επιτρέπει να υποβαθμιστεί ο έρως (και) σε κόμικ, καθότι η μεγάλη εικόνα δηλαδή.

Εσχάτως και οι κορασίδες χρησιμοποιούν τις αυτές εκφράσεις: «ωραίο μουνί ο Θόδωρας» κλπ.

  1. Τα γκομενίξ δε θέλουν πολύ σκοτούρα αγόρι μου. Άμα κατέχεις δεν τα αφήνεις να μεγαλώσουν ποτέ.

  2. Έχει τίποτα γκομενίξ ή θα κοιταζόμαστε;

  3. Γκομενίξ έχει αρκετά δε χρειάζεται να φέρει κανείς.

Ο Οβελίξ και η Γαλά... τισσα Φαλμπάλα (Laetitia Casta) (από GATZMAN, 09/06/11)γκομενίξ (από vanias, 09/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέραν του βασικού ορισμού περί θυμού, το θέμα προσεγγίζεται από τη μεριά της ταχύτητας στην οποία καίγεται η πυρίτιδα λίγο πριν την έκρηξη, και το οποίο φαινόμενο στο σύνολό του προκαλεί ζωηρό ενθουσιασμό σε Πελοποννησίους όλων των ηλικιών. Η προστακτική «γίνου μπαρούτι από δω χάμω» ή και σκέτο «'αρούτ’», αλλά και η χρήση στο context «έγινε μπαρούτι», παίρνει τη σημασία του «εξαφανίσου-εξαφανίστηκε», «απήδα την-την απήδηκε», «γίνου καπινός-γίνηκε καπινός (και πήγε στο σταθιμό των τρένωνε)» κ.ο.κ. Ουσιαστικά λοιπόν επιβεβαιώνει το επείγον μιας κατάστασης που ενδεχομένως ακολουθεί το γεγονός ότι κάποιος έχει γίνει μπαρούτι κατά τον πρώτο ορισμό, οπότε κάποιος άλλος πρέπει να γίνει μπαρούτι κατά το hereby.

Πάντως δεν αποκλείεται να περιγράφει και επείγουσα κατάσταση όπου ο δέκτης πρέπει να βιαστεί μπας και την σώσει.

Σ.σ. Γενικά οι Πελοποννήσιοι έχουν φοβερό έρωτα με το να θολώνουν ένα ξεκάθαρο εκφραστικά τοπίο γεμίζοντάς το υπονοούμενα. Επιπλέον, με τις εκρηκτικές ύλες διατηρεί στοργική σχέση κάθε πελοποννήσιος που σέβεται τον εαυτό του. Αξίζει να σημειωθεί ότι σημαντικό κομμάτι της χειραφέτησής του νεαρού Πελοποννησίου είναι και η πρώτη του επαφή με αυτοσχέδιους δυναμίτες στο πλαίσιο ψαρέματος –ο θεός να το κάνει– σε ποτάμια κτλ.

  1. — Ήθελα να 'ξερα τι θα γινόμασταν εδώ μέσα αν δεν είχαμε πιάσει συγγένεια με την Πελοπόννησο. Περί τα 6.000 λήμματα λιγότερα υπολογίζω.
    — Ναι ρε, ευτυχώς να λες.
    — Τι άλλα... Αμάν τι ώρα πήγε;
    — Μιάμιση, γίνου μπαρούτι.

  2. Εγώ φταίω που κάθομαι και ασχολούμαι.
    — Γι' αυτό γίνου μπαρούτι μην ασχοληθώ κι εγώ.

(από Khan, 02/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified