Γενικώς το καζανάκι. Γιαγιαδισμός. Στην Καναδία ξέρουμε τι είναι. Κι αν αυτοί οι ξενέρωτοι νομίζουν ότι στην Ελλάδα δεν έχουμε, γελιούνται οικτρά. Υπάρχει σε κάθε σπίτι που υπάρχει και γιαγιά *. Πρόκειται για το δικό μας καταρράκτη τσέπης.

Κατά κυριολεξία, όχι οποιοδήποτε καζανάκι, αλλά εκείνο το κακοφορμισμένο, επίτοιχο ** από βαρέως τύπου μαντέμι με το αυτοσχέδιας στήριξης πλέον φλοτέρ και την ορφανή από χερούλι καδένα που δε λέει, όπως κι ο ορίτζιναλ νιαγάρας να σταματήσει να τρέχει στη λεκάνη μα και την πλάτη του επικαθημένου εις τον θρόνον (σε απόλυτη αρμονία με τη λαϊκή σοφία των ελληνικών καφενείων: οι θέσεις δεν πρέπει να είναι αναπαυτικές, προκειμένου να ανανεώνονται ταχύτερα οι πελάτες).

*πέριξ της επταετίας η Ελλάς επλημμύρισε (sic) από νιαγάρας που τοποθετούντο σχεδόν σε κάθε δημόσιο κτήριο (σχολειά – γυμναστήρια-κτελ-δημόσιες τουαλέτες) αλλά και πλασάροντο στους ιδιώτας ως τα αθάνατα καζανάκια. Είχε εγγίσει πλέον η ώρα να γίνει το λουτρό σύστημα και να κοπεί η συνήθεια της υπαιθρίου πραγματοποίησης της ανάγκης.

** "Τύπου νιαγάρα" τα ονομάζει πια η αγορά - υπήρχε και επιγραφή στα γνήσια "δα μπεστ ναϊάγκρα", "δα νιού μπεστ ναϊάγκρα", "δα βέρυ μπεστ ναϊάγκρα" κ.ο.κ. Με δεδομένο ότι κάποια αντικείμενα εδραιώθηκαν στην καθομιλουμένη με το όνομα της μάρκας τους αντί της ιδιότητάς τους (βλ. άβα αντί για υγρό πλυσίματος πιάτων κι ας ήταν πάλμολιβ, τάιντ αντί απορρυπαντικού ρούχων κι ας ήταν ρολ κτλ), ήταν λογικό να επικρατήσει ο νιαγάρας που ακούγεται στο επαρχιώτικο αυτί αστικότερος, πιο κοσμοπολίτικος και συνεπώς πιο ελεγκάντ από το υποκοριστικό του καζανιού.

Γιαγιά Γιώργου: Τράβηξες το νιαγάρα;
Γιώργος: Άσε μας ρε γιαγιά..
Πλάτωνας: Τράβηξέ τον νιαγάρα ρε παλιομαλάκα, καλά σου λέει η γυναίκα θα μας ψοφήσεις πάλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το σχολείο και την οικογένεια, μέχρι τη γειτονιά και τον στρατό, κι από τη σχέση του κράτους με τους πολίτες (δυστυχώς) μέχρι τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, όπου πίπτει θέμα ιεραρχίας και δυνατότητα επικύρωσής της, άλλως κι επικουρικά τρόμος αμφισβήτησής της, πίπτει και νταηλίκι. Από το τούρκικο dayilik [φιλοτάραχο, φασαρία]. Η αγγλική απόδοση είναι bullying -όπως σωστά σημείωσε ο χρήστης acpbl- κι η επί το ελληνικότερο απόδοση είναι ο εκφοβισμός, ο εξαναγκασμός.

Οι φυσικοί φιλόσοφοι έλεγαν ότι ο ανθρώπινος νόμος υπάρχει για να προστατεύει τον αδύνατο, αφού για τον ισχυρό υπάρχει το δικό του, άγραφο, φυσικό δίκαιο που εφαρμόζεται από καταβολής κόσμου. Ο νταής είναι ένας ενδιάμεσος κρίκος μεταξύ του αδύναμου και του ισχυρού, που μετατίθεται κατά βούληση πότε στο ένα και πότε στο άλλο στρατόπεδο, ανάλογα με αυτόν που έχει απέναντί του. Το νταηλίκι λοιπόν -ως εν γένει συμπεριφορά του νταή- κατά το ήμισυ αφορά στον εκφοβισμό των αδυνάτων και κατά το υπόλοιπο μισό στην εφαρμογή τουμπεκί -καθότι «δε μας παίρνει».

Κατά συνέπεια, το νταηλίκι είναι άμεσα συνδεδεμένο με την αντίληψη που έχει ο νταής για το περιβάλλον του, ο οποίος συστηματικά χωρίζει βάσει πολυάριθμων κριτηρίων (φυλή, θρησκεία, ιδιότητα, ηλικία, περιουσιακή κατάσταση, πολιτική επιρροή κλπ) τους ανθρώπους γύρω του σε λιγότερο και περισσότερο δυνατούς από αυτόν και κεφαλαιοποιεί αναλόγως, καθότι, ως κακοποιημένο παιδί και μετέπειτα πρόωρος εκσπερματιστής / ανέραστη γυνή, λίγες πια ηδονές αλλά πλείστα απωθημένα του έχουν μείνει σε αυτή τη ζωή.

Πάντως δεν αποκλείεται οι θηλυκοί νταήδες να ολοκληρώνουν την πράξη σε βάρος των συντρόφων τους, ενώ τα θύματά τους έχει παρατηρηθεί ότι συχνά υποφέρουν κι αυτά από πρόωρη εκσπερμάτιση, οπότε δεν μπορεί κανείς να εξάγει ασφαλή συμπεράσματα περί της σύνδεσης της νταηλίδικης συμπεριφοράς με το ανέραστο αποτέλεσμα για τον θύτη. Από την άλλη είναι ένας χαιρέκακος συνειρμός κι όπως επανειλημμένα έχουμε πει το λακριντί είναι τζάμπα.

Συνεπώς, η παραβίαση του χρυσού κανόνα επιβάλλει οι νταήδες να τελειώνουν γρήγορα ή να μην τελειώνουν καθόλου. Όπως λέει κι ο ποιητής «αυτοί που μας προδώσανε ανέραστοι να μείνουν».

Ου γαρ έρχεται μόνον, διότι για όλα (πρέπει να) υπάρχει ένα κόστος –έτσι μας μάθανε, ή τουλάχιστον έτσι θέλουμε να πιστεύουμε εμείς οι νομοτελειακοί. Γιατί έτσι. Τέλος.

Τα παραδείγματα αφιερώνονται στον πλήρως αποπροσανατολισμένο νταή που αποφασίζει και διατάζει και δεν κωλώνει απέναντί μας, αλλά ξεβρακώνεται με ανυπομονησία μπροστά στα συμφέροντα και τους ξένους. Παραγνωριστήκαμε μου φαίνεται...

Ο εκφοβισμός:
Το Δημόσιο αγνοώντας αποφάσεις δικαστηρίων ζητεί ακόμα και προσωποκρατήσεις πολιτών για χρέη εδώ

Η τουμπέκα: Πέντε χρόνια μετά την εκχώρηση του Διεθνούς Κέντρου Ραδιοτηλεόρασης των Ολυμπιακών Αγώνων, έκτασης 53.835 τ.μ. στη Lamda Development του ομίλου Λάτση, την υποβολή προσφυγών κατά της απόφασης αυτής και 2,5 χρόνια μετά τη λειτουργία του πολυτελούς εμπορικού κέντρου Golden Hall, που κατασκευάστηκε εκεί, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας αποφάσισε, οριστικά, ότι το εμπορικό κέντρο (που είχε χαρακτηριστεί μαζί με το παρακείμενο Mall) ως το «μεγαλύτερο αυθαίρετο της Ευρώπης» δεν είναι αυθαίρετο και έδωσε την τελικη έγκριση για τη λειτουργία του.
Πίσω από την απόφαση αυτή για το Golden Hall, όπως και για όλα τα εμπορικά κέντρα που ανεγείρονται το ένα μετά το άλλο, κρύβεται ένας ανελέητος πόλεμος συμφερόντων, που ιδιαίτερα στην περίπτωση του Golden Hall και του Mall του ομίλου Λάτση έφθασε μέχρι τη Βουλή και προκάλεσε την παρέμβαση τριών πρώην πρωθυπουργών, του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, του Κώστα Σημίτη και του Κώστα Καραμανλή.εδώ

Ο συνδυασμός των δύο από τον βραβευμένο με όσκαρ, χολλυγουντιανό σούπερσταρ, Λούκας Παπάντιμος:
«Η Ευρώπη μας δίνει ψήφο εμπιστοσύνης, ας μην την διαψεύσουμε, αντίθετα ας διαψεύσουμε όσους πιστεύουν ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να τα καταφέρει…
…Σε ερώτηση για τον χρόνο των εκλογών και εάν στην επόμενη Σύνοδο του Ιουνίου θα βρίσκεται στην ίδια θέση απάντησε: «όταν η κυβέρνηση ολοκληρώσει το έργο της, θα ληφθούν οι αποφάσεις για την ημερομηνία προκήρυξης εκλογών. Κι άλλες σχετικές αποφάσεις θα ληφθούν μετά τις εκλογές».εδώ

Καμιά φορά ξεβρακώνεται ο νταής. (από patsis, 12/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που μπροστά στην ευχαρίστησή του δε βάζει τίποτα άλλο. Κατά συνέπεια αυτός που δεν μπορείς να εμπιστευτείς, που δεν μπορείς να στηριχτείς πάνω του κτλ.

'Ερχεται και σαν συνοδευτικό του «πούστης» για να επιτείνει ακόμα περισσότερο τον ήδη προσβλητικό χαρακτηρισμό.

Κατά πάσα πιθανότητα δεν υπάρχει θετική χρήση της λέξης ενώ παραλλάγές της όπως παλιοξεκωλιάρης, (το πάλιο-) ξεκώλι, (ο παλιο-) ξεκώλης επιδιώκουν το ίδιο ακριβώς εννοιολογικό αποτέλεσμα.

- Είναι πούστης ο Βρασίδας;
- Πούστης, ξεκωλιάρης...
- Δηλαδή, τον παίρνει..
- Ναι ρε, ξεκώλι...
- Δηλαδή, τον έχεις δει;
- Τι θε ρε, με τον Βρασίδα; Μπας κι είσαι και συ κάνα παλιοξεκώλι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι στιγμές που σε πνίγει το δίκιο. Σε τσεκάρεις μήπως χειραγωγείς την κατάστα, μήπως ο θυμός σου είναι παράλογος, μήπως κάτι δεν έχεις πιάσει και τελικά καταλαβαίνεις ότι και δίκιο έχεις και σωστά θυμώνεις και πέρα από εγωισμούς είσαι. Οπότε μιλάς κι έχει τον ατελείωτο η κουβέντα, επιμένεις να λύσεις το θέμα ον δα σποτ και προσπαθείς εντατικά να εξασφαλίσεις ότι τα κίνητρα είναι τα ίδια εκατέρωθεν.

Ο άλλος όμως; Ε, ο άλλος έχει τα δικά του δαιμόνια και βλέπει τα κίνητρά σου για τούγκουντ τουμπιτρού, προσπάθειες χειραγώγησης κτλ.

Οπότε μύλος.

Πας λοιπόν στον κολλητό/ή, ξαναπαίζεις τον δίσκο και κλείνεις το παρολί δηλώνοντας «ό,τι είπα, ένα μπούτσο κατάλαβε». Σύνδεση με Κάιρο δηλαδή.

— «Ρε παιδάκι μου» της λέω, «το κακό σου θέλω γω; Τι κουβαλήθηκα εδώ πέρα από την άλλη άκρη της γης; Για να ελέγχω που πας και τι κάνεις; Τι σόι σχέση εξ αποστάσεως είναι αυτή άμα θέλεις χώρο κι όταν είμαστε μαζί;»
— Και τι σου είπε;
— Φωνές, κακό, φασαρία... Ότι τάχα την πνίγω, ότι έχει ξαναπεράσει από σχέση που δεν της επέτρεπαν να βλέπει τους φίλους της. Λες και της απαγόρευσα να τους βλέπει. Έξι μέρες έκανε ό,τι πλάνα ήθελε. «Πάμε στον έτσι, πάμε στου αλλιώς», μέσα έγω. Το Σάββατο όμως ήθελα πριβέ χαλαρές καταστάσεις, όχι να κοιτάμε το ρολόι και να τρέχουμε από το ένα νησί στο άλλο.
— Καλά και δε συμφώνησε; Δεν είναι και καμιά φοβερή παραχώρηση... — Ό,τι είπα ένα μπούτσο κατάλαβε. Πήγε με τις φίλες της για ντίνερ, είναι καθιερωμένο βλέπεις γαμώ τα σεξεντδασίτυ μου γαμώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λήμμα πασπαρτού με ευέλικτη χρήση. Από το παπάρι και το versatile τουρκοδάνειο –λίκι, δηλαδή διπλά μειωτικός χαρακτηρισμός.

Γενικά, πρόκειται για σλανγκοπουτανιά (όλοι θα το χρησιμοποιήσουν, δίνοντας διαφορετικό ορισμό κάθε φορά, στον ενικό ή στον πληθυντικό –άνευ ουσίας) που θέλει να παγιωθεί κι η χαρά δεν την αφήνει.

  1. Μία από τις χρήσεις είναι η πρώτη που περιγράφεται στο καβλιτζέκι-μα(ν)τζαφλάρι και που χρησιμοποιείται κατά κόρον σε τεχνικές σχολές/ σχολές μηχανικών/ συνεργεία:

Κοντολογίς, όπου δεν υπάρχει σαφής ονομασία για εξάρτημα που ενδέχεται να περιστοιχίζεται από άλλα όμοιά του (οπότε τα πιάσαμε)το περί ου ο λόγος βαφτίζεται παπαριλίκι (ανεξαρτήτως μεγέθους / σχήματος κι εδώ υπερχειλίζει τους περιορισμούς του καβλιτζεκίου-μαντζαφλαριού), προκειμένου να ξεπεραστεί η αχρείαστη στενωπός της ορολογίας, να προαχθεί η επικοινωνία και να προχωρήσει η δουλειά (που συνήθως είναι λεπτή, επείγει και κάνει τον μάστορα edgy και self important-εξ ου και το διπλά μειωτικό).

  1. Μπορεί να περιγράφει ωσαύτως κάποια αποτυχημένη αγορά, ή αμφιβόλου, ή αγνώστου χρησιμότητας αντικείμενο που, αντίστοιχα, είτε δεν σου κάνει ή στο σπρώξανε, ή/και δεν ξέρεις τι να το κάνεις.

  2. Χρησιμοποιείται και ως συνώνυμο–καρπός της παπαριάς, χρωματισμένο απ’ όλο το φάσμα της διάθεσης του χρήστη (περιπαικτική, ειρωνική, αμυντική, επιθετική,αντρίκεια γειωτική κ.ο.κ).

  3. Ανοιχτό για σλαγκοπουτανιές.

1.«για έλα λίγο γρήγορα..το βλέπεις εκείνο το καβλιτζέκι; Σήκωσέ το προσεκτικά-προσεκτικά και τράβα έξω το παπαριλίκι. πρόσεχε λέμε..ΠΡΟΣΕΧΕ..άστο θα το κάνω μόνος μου. Έλα ρε παπαριλίκι βγες μη σουγαμ..»

2.«τι πούστηδες είναι όμως,ε; Για ένα ζευγάρι παπούτσα μπήκα κι έφυγα μ’ ένα σωρό παπαριλίκια. Κορδόνια, δεύτερα κορδόνια, κεριά για το δερμα, σπρέυ για τη βροχή, πανιά, μουνόπανα και χύσ’ τα μέσα. Ούτε που θυμάμαι τι πήρα. Έτσι και ξαναπάω και μου σπρώξει στοκαδούρα η καριόλα ο πωλητής θα του αλλάξω τα φώτα

3.«τι ν’ αυτά τα παπαριλίκια που μου τσαμπου(ρ)νάς»

4……………………………………………………………………………………………………………………………

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

...μου φαίνεται. a.k.a μαζέψου (βλ. λινκ κυριολεκτικά), σύνελθε κλπ.

Η οικειότητα φέρνει θράσος, με την έννοια του παράλογου θάρρους, δηλαδή της υπέρμετρης κι ανεξήγητης ευκολίας που μας διακρίνει ως ράτσα να κακοποιούμε λεκτικά, σωματικά ή/και ψυχολογικά αυτούς που θεωρούμε δεδομένους. Όλα αυτά, τη στιγμή που είμαστε εξόχως ευγενικοί απέναντι σε όσους δεν έχουν καταστεί δεδομένοι -ακόμα- προκειμένου εν ευθέτω χρόνω, να τους φέρουμε στα νερά μας και να τους δείξουμε ποιοι πραγματικά είμαστε και ποια τα θεάρεστα έργα μας.

Άλλο πράγμα να είσαι ο εαυτός σου κι άλλο να βγάζεις τα απωθημένα σου στον πιο εύκαιρο κατά την κρίση σου στόχο. Επίσης, άλλο να ανέχεσαι περιοδικά την τρέλα του άλλου κι άλλο να καταντάει αυτή η ανοχή αντικείμενο εκμετάλλευσης.

Η ατάκα έρχεται στο στέρεμα της υπομονής για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους σε στυλ «κάνε reset, μπας και γλιτώσεις το format».

  1. Μήπως παραγνωριστήκαμε;
    Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε βρεθεί σε συναντήσεις,έχουμε φωτογραφηθεί και έχω την εντύπωση ότι οι φωτογραφίες μας κυκλοφορούν σχεδόν ελεύθερες μέσα στο μούλτι…
    …Προσωπικά θεωρώ ότι δεν φοβάμαι να εκτίθεμαι σε πενήντα άτομα που συμπαθώ και σε εκατό που δεν με ενδιαφέρουν.Αλλά δεν μου αρέσει να εκτίθεμαι σε άτομα που αντιπαθώ.
    Και ερωτώ,μήπως τελικά παραγνωριστήκαμε; (Από φόρουμ)

  2. - Ελένη που είναι οι παντόφλες γαμώ το γαμώ μου;
    - Κάτω από το κρεβάτι Αντωνάκη..
    - Ελένη, που κάτω απ' το κρεβάτι το γαμώ μου γαμώ;
    - Στάσου έρχομαι... να τες.
    - Ρε Ελένη γαμώτ.. - Α, για να σου πω, παραγνωριστήκαμε..
    - Έτσι ε; Παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω!
    - Στάσου βρε Αντωνάκη μου..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ό,τι ακριβώς σημαίνει και αγγλιστί: ιδιωτικό. Κατ'επέκταση ΙΧ.

Ψαρωτικό, όπως το «βολάν» παλιότερα, αλλά τίποτα περισσότερο από το κοινό «όχημα».

Ημίζ - Νωρίς

«Πού να παρκάρω τώρα, μα κοίτα τον γελοίο, παρκάρισε το πέρσοναλ σε χώρο γι' άλλα δύο»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρ."πιάνω" με διττή σημασία. Αφενός με την έννοια του "αγγίζω" αφετέρου με την έννοια του "φυτρώνω/μου φύτρωσε". Το «μαλλί» δεν είν’ άλλο από το ηβικό τρίχωμα. Κατά κυριολεξία ομιλούμε για την μεταβατική εκείνη περίοδο από την παιδική ηλικία στην εφηβεία, οπότε και "το δέρμα, που καλύπτει το εφηβαίο/εφήβαιο, εμφανίζει τρίχωμα."

Πελοποννησιακής κατασκευής και προελεύσεως απευθύνεται κατά κανόνα σε αρσενικούς και σημαίνει το βάπτισμα του πυρός, την ενηλικίωση, την άνδρωση, την ωρίμανση, το κόψιμο των μαλακιών και επιτέλους την ανάληψη ευθυνών.

Πέον να σημειωθεί ότι χρησιμοποιείται κυρίως αποθετικά (τ. «δεν έχει πιάσει μαλλί ακόμα»), όπως ο κύριος όγκος των πελοποννησιακών εκφράσεων που το΄χουν σε κακό να πουν ένα καλό λόγο κι επιφυλάσσουν τα εγκώμια για πολιτικές συγκεντρώσεις.

Περαιτέρω, ο εν λόγω χαρακτηρισμός συνοδεύεται από (εντελώς-τελείως) τοπικά επιρρημοεμπρόθετα (από κα'/ 'κει κα΄/ ΄σα κα΄) κι ενίοτε τον ακολουθούν λιτές -άνευ λογικής σύνδεσης- ιστορίες από την νοτιοελλαδική ύπαιθρο, τις οποίες οι προ εξήνταζ γεννημένοι Πελοποννήσιοι- τηλικαύτης ευκαιρίας δοθείσης- αναμασούν κατά καιρούς και ορθώς ποιούν ενόψει του τρόμου να απωλεσθεί εις την λήθην ένα ελληνικότατο παρελθόν. Αν ο Νταλί ήτο Έλλην; Από την Γορτυνία θα κατήγετο αδιαμφισβήτητα*.

Συμπερασματικά, στα μάτια του γέροντος Πελοποννησίου -του οποίου η βουκολικά πλασμένη φαντασία ταξιδεύει συχνά σε ολβίες εποχές όπου έφηβοι τσοπανάκοι ήσαν πια έτοιμοι να φυλάξουν προβατάκια- ο φέρελπις νέος, νιούμπης, νιούφης, ρούκης και τα τοιαύτα, δείχνει να έχει ευρωστία, νεότητα, ενθουσιασμό, όχι όμως και εμπειρία, αφού είναι ακόμα άτριχος, “δεν έχει πιάσει μαλλί” (δεν τον εμπιστεύεσαι ούτε για προβατοφύλαξη δλδ, ως επίκειται να του επισημανθεί).

Συνώνυμο, αλλά και αντώνυμο, πρέπει να είναι το βαρβατσέλι (= βαρβάτο νεαρό ζώο) καθότι η πελοποννησιακή αργκό μπορεί να είναι πολλά πράγματα, αλλά άκαμπτη δεν τη λες.

*μια απλή ανάγνωση τυχαίων στίχων από τα δημοτικά τραγούδια της περιοχής αρκεί για να πείσει οιονδήποτε για του λόγου το αληθές.

Γερο- Πλάτων: Μια βοσκοπουυυούλα αγαααάπησα, μια ζηλεμεεεεένη κοοόρη, και την αγααααάπησα πολυυυυυύ, ήμουν αλαααααάλητο πουλιιιιί, δέκα χρονών αγοοοοόρι.
Γερο- Γιώργος - Αφού δεν είχες πιάσει μαgλλί από κα’ ρε μπουζάκι , μηνjήθελες να την μαρκαgλίσεις κιόλα; Κι όμως, θυμάσαι δέκα χρονώνε που τραβάγαμε αχάραγο για το φυστίκι με μια τσιγαρίδα στην τσέπη για πρωινό;
Γερο- Πλάτων: Από τη μέεεεση με άααααρπαξε, με φιιιίλησε στο στοοοόμα και μούπε για αναστεναγμουουουουοούς, για της αγάπης τους καϋμουουουουούς είσαι μικρός ακοοοοοόμα.
Γερο -Γιώργος: κρίμα ρε, τέτοιο βαρβατσέgλι και να μην επωφεgληθεί η παράgλυτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως φοβάται ο διάολος το λιβάνι. Ακόμα μία all time classic πελοποννήζιαν έκφραση που, για ανεξήγητους λόγους, το νετ την αρμενίζει ως παροιμία. Εννοείται ότι υπάρχει διδακτικό περιεχόμενο – αν το δεις, το βλέπεις ε, vikar;

Ο κούρος, το κούρεμα, η κουρά των αιγοπροβάτων είναι παράδοση να γίνεται σε γιορτινό κλίμα με σφαχτάρια, με κρασά και με μπόλικο βέλαγμα γιδός στη θέα του ψαλιδιού. Συνολικά πρόκειται για θέαμα που προκαλεί τον γέλωτα του Πελοποννησίου και τρέφει τον εγωισμό του, καθότι ο ίδιος θα βίωνε την ίδια διαδικασία με αντρισμό. Μια μόνιμη φοβία έχει λοιπόν η μπίτι αναξιοπρεπής γίδα στην πολυκούρευτη ζωή της κι αυτή δεν είναι άλλη από το σκουριασμένο τριζάτο ψαλίδι του βοσκού.

Πριν τις μηχανές κουράς και τις λοιπά σύγχρονα κομφόρ που ακόμα δεν τα λες καθιερωμένα στο γιουνανιστάν, το ψαλίδι έκοβε (και κόβει) για κάθε τούφα μαλλί και μια λωρίδα πέτσα. Θέλει τέχνη το όλο κόλπο κι αμα δεν ξέρεις και δουλειά δε γίνεται και πάει η παναγία σύννεφο. Αν επιχειρήσω δε να μπω στο μυαλό της γίδας, η ακινητοποίηση και τα χρατς χρουτς γύρω απ’ την ουρά μου μάλλον δε μου χρειάζονται. Κι ας λένε οι βοσκοί ότι υποφέρω από τη ζέστη. Καλά κάνω.

Ειρήσθω εν παρόδω, αν τολμήσεις να μιλήσεις για animal rights κάτω απ’ τ’αυλάκι, ετοιμάσου για κράξιμο που δεν έχεις ματαξαναφαγωμένο. Ζώο και πετ είναι έννοιες ασυμβίβαστες, για να μην πω ότι η δεύτερη είναι άγνωστη και ως λέξη και ως ιδιότητα ζωντανού στους άνω των –άντα πελοποννησίους, μονίμως διαβιούντες στη νήσο.

- Ε, λοιπόν δεν πάω προφορικά ρε Μηνά, πώς το λένε; Με τον κάθε καραγκιόζο καθηγηταρά που την έχει δει επιστήμων. Δε μου φτάνει το άγχος μου, πρέπει να δω και την φάτσα τους στο ένα μέτρο; Και την ειρωνεία; Και τα χαρτάκια που περνάει ο ένας μαλάκας στον άλλον; Ένα μάθημα θέλω να τελειώνω, ας μ’ αφήσουν να γράψω... Μήπως πρέπει να τους την παίξω κιόλας;
- Σιγά μωρή ρούσα πως κάνεις έτσι; Σαν τη γίδα από το ψαλίδι... Πήγαινε δώστο να πάει στο διάολο να πάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρικ για να ξεχωρίζεις κατά που πέφτουν τα αριστερά (κρομμύδι) και που τα δεξιά (σκόρδο). Συνοδεύεται από μακρόσυρτο «ρέεεεεεει» κι ακολουθεί εκφράσεις τ. «τι κάνει το νούμερο», «πού πάει ρε ο μαλάκας», κλπ.

Πιο δυνατή η οσμή, η γεύση και οι επιπτώσεις τού ενός σε σχέση με το άλλο, άρα δικαίως το σκόρδο αντιπροσωπεύει το δεξί και πάμε τώρα Ντανμπραουνικές θεωρίες περί παγκόσμιας ιστορικής συνωμοσίας να αναδειχτεί το δεξί σε βάρος του αριστερού και διάφορα τέτοια μεγαλοφυή και τετριμμένα. Ειρήσθω σχετικά το ιταλικό sinistra απ’ όπου προκύπτει η λέξη sinister, η διπλή σημασία του right στα Αγγλικά, του droit/ à droite στα Γαλλικά κλπ. Άντε, να γίνει και μια μνεία στους μονίμως αδικημένους αριστεράντζες και τους ζερβοχέρηδες που αναγκάζονταν μέχρι και μια γενιά πίσω να μάθουν να γράφουν με το δεξί.

Όσοι πιστοί δε βαριέστε, χώστε παραδείγματα.

Εναλλακτικά και απείρως ορθότερα και πρακτικότερα, να δεχτούμε ότι είναι τούρκικης προέλευσης η έκφραση, καθώς αφενός υπάρχει και χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα, αφετέρου εξυπηρετεί κυρίως την υπόμνηση της κατάλληλης λέξης. Το «σκόρδο» τουρκιστί λέγεται Sarımsak και το «δεξιά» sağ ενώ το «κρομμύδι» λέγεται Soğan και το «αριστερά» sol κι αυτός είναι ένας εύκολος τρόπος να μαθαίνουν και να θυμούνται το διαχωρισμό οι γείτονες βάσει των πρώτων δυο κοινών γραμμάτων των λέξεων.

Ευλόγως λοιπόν χρησιμοποιείται κυρίως από Μικρασιάτες.

- Πιάσε μία τον αναπτήρα ρε συ...
- Πού είναι;
- Αριστερά.
- Πούντος;
- Στα αριστερά σου.
- Δεν τον βλέπω...
- Σκόρδο-κρομμύδι ρε. Κοίτα κι από την άλλη γαμώ το φιλότιμό σου.

(από vanias, 03/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified