Τηλεφωνική συσκευή που είναι προγραμματισμένη να χτυπά ακριβώς δύο λεπτά αφότου μπεις να κάνεις μπάνιο. Το υδρολέφωνο είναι επίσης προγραμματισμένο να σταματήσει να χτυπά μόλις το σηκώσεις, ενώ στάζεις νερά παντού και κινδυνεύεις από πνευμονία.

Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς, Πλαθολόγιο Λέξεων, Intro, 2006.

- Προσπαθούσα όλο το απόγευμα να σε βρω και δεν μπορούσα!
- Α, εσύ ήσουν στο υδρολέφωνο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απώλεια του ενδιαφέροντός σου για ένα παιχνίδι ταβλιού όταν σου καθίσταται πλέον πρόδηλο ότι χάνεις.

Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς, Πλαθολόγιο Λέξεων, Intro, 2006.

Επέμενε ο σπασαρχίδης να συνεχίσουμε το παιχνίδι, παρόλο που μου είχε πιάσει την παραμάνα. Ταβλαρέθηκα την ζωή μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι κυλόττες και τα σλιπάκια που δεν θεωρείς τόσο σέξι όσο τα άλλα που έχεις. Τα κοινολάκια τα φοράς στη δουλειά ή όπου αλλού κρίνεις ότι δεν πρόκειται να τα χαρεί κανείς.

Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς, Πλαθολόγιο Λέξεων, Intro, 2007.

Με φρίκη η Κική διαπίστωσε ότι όλα τα καλά της κυλοτάκια ήταν για πλύσιμο και θ' αναγκαζόταν να φορέσει κοινολάκι στο ραντεβού της με τον ενδιαφέροντα τύπο που γνώρισε προχθές.

βλ. και περιοδόβρακο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αφετηριακή βρισιά που σημαίνει προφάνουσλυ συνουσιάζεσαι ως παθητικός ερωμένος /-η, ήγουν λαμβάνεις τον μπαργαλάτσον, και από την οποία προκύπτει πληθώρα εκφράσεων, όπως είναι γάτα κι αλεπού και τον παίρνει πού και πού, παππού παππού, τον παίρνεις πού και πού;, τον παίρνει καδρόνι και τον βγάζει ροκανίδι, τον παίρνει κι απ' τα αυτιά, τον παίρνει κι απ' τα ρουθούνια, τον παίρνεις και γέρνεις.

(από Khan, 23/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρεζάκιας με την έννοια του κουταλάκια, από το κοχλιάριον ή χουχλάρι στα πιο λαϊκά, επειδή το κουτάλι είναι ανάμεσα στα σέα του πρεζάκια.

Πηγή: John Black.

ΑΣΜΑ
«Ο κοχλαράκιας» (1935)
στ.: Γ. Βιτάλης
Μουσ.: Β. Μεσολογγίτης
Ερμηνεία: Β. Μεσολογγίτης

-Ρε πώς έτσι μ’ αδερφούλη μου σαν μπαγιάτικος παστουρμάς είσαι να πούμε
-Ανακριτή σ’ έβαλα ρε ε Αν είμαι παστουρμάς ή αν είμαι σουτζούκι
-Όχι ρε, από φιλικά σε ρωτάω. Να ξέρεις δηλαδή
-Φίλος δεν υπάρχει σ’ αυτό τον κόσμο. Συμφέρον μοναχά
Ο καλύτερος φίλος του εμαυτού σου είναι ο εμαυτός σου, για να ξέρεις
-Καλά ντε, συγνώμη ρε αδερφούλη μου

Τι σας νοιάζει αν έγινα πρεζάκιας
Και γυρίζω στους δρόμους κοχλαράκιας
Τι σας μέλει που με περιφρονάνε
Δεν με ξέρουνε και πια δεν μου μιλάνε
Αν γυρίζω στους δρόμους κουρελιάρης
Τιποτένιος τεμπέλης και αλανιάρης
Μη ρωτήσεις κοσμάκη την αιτία
Το πώς έπεσα κι εγώ στην αλητεία

Απλά κορυφαίο! (από Khan, 27/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νίκη σε εκλογική αναμέτρηση που επιτυγχάνεται λίγο μετά από οικολογικό ολοκαύτωμα από την πύρινη λαίλαπα. Και η οποία νίκη αποδεικνύεται Πύρρειος νίκη.

Τελικά αποδείχτηκε πύρειος η νίκη του Καραμανλή στις τελευταίες εκλογές. Να δούμε τώρα ποιος θα πετύχει την πύρειο νίκη, κατά τις δημοσκοπήσεις ο G.A.P..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης, όπως μας θύμισε ο Electron, τσολιάς είναι το «προπορευόμενο πούλι στο πλακωτό (τάβλι), το οποίο πάει ή ταν ή επί τας (ή πλακώνει και ηγείται της επιθέσεως, ή πλακώνεται και δίνει πάτημα στον αντίπαλο, οπότε πάει χαμένο). Η αυταπάρνηση του συγκεκριμένου πουλιού, θυμίζει τους «ηρωικούς τσολιάδες, του 40». Θα προσέθετα: και η λεβέντικη περπατησιά του και το καμάρι του. Πολλάκις ο τσολιάς είναι και σώγαμπρος, αλλά όχι απαραίτητα.

Τελικά, είχε δεν είχε ο τσολιάς, μου την έφαγε την παραμάνα.

Κάπως έτσι (από Khan, 14/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Γουτσιστική προσφώνηση προς μαυρούκους και μαυρούκες που τυγχάνουν σκοτεινά αντικείμενα του ερωτικού μας πόθου. Πρβλ. μουνί τσοκολάτα και σοκολάτα βιενουά. Ακόμη πιο γουτσιστικά: σοκολατάκι.

  2. Όλως αντιθέτως, το αηδιαστικό υπόλειμμα κοπράνων στο πίσω μέρος του βρακιού μας. Πρβλ. σοκολάτα-μπανάνα.

- Αχ, αυτό το σοκολατάκι θα το φάω! Γρρρρ! (σ.ς.: Ερωτική ιαχή αρκούδου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην σλανγκ του μπάσκετ είναι το rebound. Κι ο παίκτης που έχει μεγάλη έφεση στα rebounds λέγεται σκουπιδιάρης. Λανθάνει μια υποτιμητική χροιά για τον σκουπιδοφάγο που μαζεύει αυτά που οι άλλοι πετάνε (ήτοι τα άστοχα σούτια). Αποκαλείται άλλωστε και χαμάλης. Κι όμως στα σκουπίδια κρίνονται πολλοί αγώνες.

Μεγάλος σκουπιδιάρης ο Ντένις Ρόντμαν. Μάζευε καμιά δεκαοχτάρα σκουπίδια σε κάθε αγώνα.

Καβουροκαλαθόσαυρος (από Vrastaman, 21/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Επίσης, η κάνναβη, όπως και χόρτο.

Στα πράσα κυριολεκτικά πιάστηκε ένας νεαρός με κάνναβη στη Δράμα. Το περιστατικό συνέβη τη νύχτα της Τετάρτης σε αγροτική περιοχή στο Καλαμπάκι Δράμας όταν αστυνομικοί βρήκαν τον 22χρονο να περιποιείται μέσα σε χωράφι με καλαμπόκια τρία καλλιεργημένα φυτά κάνναβης.

Δες εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published