Νέας κοπής συνώνυμο για το του γλυκού νερού. Εννοείται αυτός που δεν κάνει κάτι σπουδαίο in real life, αλλά κορδώνεται πίσω από την ασφάλεια του ηλεκτρονικού υπολογιστή ως θρασύδειλος τηλέμαχος. Επίσης, αυτός που δεν έχει βιωματική εμπλοκή σε αυτά που γράφει και αυτός που δεν έχει κινδυνεύσει, ο άκαπνος.

Συνήθη τα μάγκας / νταής / αγωνιστής / επαναστάτης / αντάρτης του πληκτρολογίου, στα οποία θα προσέθετα το αυτοαναφορικό Σλάνγκος του πληκτρολογίου. Γενικότερο είναι το παιδί του πληκτρολογίου. Το τελευταίο το έχω δει και σε προσπάθεια χρήστη που διεκδικεί ότι είναι αληθινός μάγκας παρά την περιστασιακή χρήση του Διαδικτύου σε φράσεις τ. «Τι με πέρασες; Δεν είμαι και κανά παιδί του πληκτρολογίου».

  1. Εκείνο που με ενοχλεί είναι η υποκρισία (σου). Δήθεν κατηγορείς τους άλλους για τσιράκια των αφεντικών, απολογητές του καπιταλισμού, ενώ είσαι μια από τα ίδια. Αγωνιστής του πληκτρολογίου, αφήνοντας τα δύσκολα για τους υπολοίπους. Δηλαδή ενώ αγωνιστικά κάνεις τα ίδια με εμένα και το μισό φόρουμ, δηλαδή τίποτα, κορδώνεσαι ως αγωνιστής, που δεν είσαι, τουλάχιστον real life αγωνιστής, είσαι αγωνιστής του πληκτρολογίου, αντιφα φορουμικός πολεμιστής. (Εδώ).

  2. ΩΡΕ ΑΓΩΝΙΣΤΗ ΣΟΥ ΛΕΩ ΠΙΟ ΣΙΓΑ ΤΑ ΠΛΗΚΤΡΑ ! ΚΑΤΑΛΑΒΑΜΕ ΕΙΣΑΙ Ο ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ ΤΟΥ ΠΛΗΚΤΡΟΛΟΓΙΟΥ ΤΟ ΕΜΠΕΔΩΣΑΜΕ , ΠΙΟ ΣΙΓΑ ΤΑ ΠΛΗΚΤΡΑ ΝΤΕ, ΣΚΙΑΧΤΗΚΕ Ο ΡΑΓΚΟΥΣΗΣ ΤΟΣΟ ΔΥΝΑΤΑ ΠΟΥ ΧΤΥΠΑΣ ΤΟ ΠΛΗΚΤΡΟΛΟΓΙΟ. (Εδώ).

  3. ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΤΩΡΑ: ΑΝΤΑΡΤΕΣ ΤΟΥ ΠΛΗΚΤΡΟΛΟΓΙΟΥ ΘΑ ΕΙΣΤΕ ΕΚΕΙ ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ... (Εδώ).

  4. Κάθε μάγκας του πληκτρολογίου και ύψιστος κριτής των πάντων μας πλημμυρίζει στη μαλακία, έλεος πια !!!! (Εδώ).

  5. μαλακοπιτουρα φασιστα επειδη εσυ εσαι απογονος του χιτλερ πρεπει να τους λες βουτυροπαιδα ρε νταη του πληκτρολογιου; (Εδώ).

(από Khan, 31/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Αθλητική βρισιά προς αντίπαλο, πολύ διαδεδομένη, που ανήκει πλέον στην πολιτισμική μας κληρονομιά. Κυριολεκτικά σημαίνει τον ξεσκισμένο, αυτόν που έχουν γίνει τα ρούχα του κουρέλια, και κυριολεκτικά τον ξεσκισμένο από την ήττα. Ήταν πολύ συνηθισμένο στην ένδοξη δεκαετία των ογδόνταζ.

Πάσα (Δ.Π.): Χαλικούτης.

  1. Κουρέλες Αριανοί! Κουρέλες! Ούξου! Πρωτηθλητή σ'όλα τα σπορ παντοτινε ρε μουνιά! (Εδώ).

  2. Κουρέλες γερμανοί EURO 2008. Το σκορ θα ήταν Κύπρος Γερμανία 2-1 αν δεν υπήρχε ακύρωση του δεύτερου τέρματος του Γιαννάκη Οκκά από ανύπαρκτο οφσάιντ. (Εδώ).

  3. «Κουρέλες, σάς σκίσαμε», θα μπορούν να πουν - και να ακριβολογούν - οι νικητές στους ηττημένους του τελικού. (Εδώ).

  4. «Κουρέλες κουρέλες, με πράσινες φανέλες» (σύνθημα εναντίον του Παναθηναϊκού).

  5. «Βρυξέλες Βρυξέλες έρχονται οι κουρέλες» (Πάμε λουκέτο).

Νίκος Κουρέλας, παίκτης της Α.Ε.Κ. (από Khan, 31/05/13)Νησιά Κουρίλες (από Khan, 31/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρισιά (με υπονοούμενο) οπαδών αθλητικής ομάδας που λέγεται όταν η ομάδα τους ξεπεράσει αντίπαλη ομάδα στην βαθμολογία.

Πάσα (Δ.Π.): Κροκόδειλος.

  1. ΑΠΟ ΚΑΤΩ ΚΑΙ ΝΑ ΣΚΟΥΖΕΤΕ, ΒΑΖΕΛΟ-ΑΕΚΟ-ΠΑΟΚΑΚΙΑ!!
    ΕΝΑ ΠΡΑΓΜΑ ΝΑ ΘΥΜΑΣΑΙ ΜΟΝΟ, Ο ΘΡΥΛΟΣ ΘΑ ΣΟΥ ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΠΟΛΥ ΠΟΝΟ!! (Εδώ).

  2. Γατάκια αυτή είναι η διαφορά μας και για αυτό θα είστε αιώνια καρπαζοεισπράκτορες. Εσείς θα είστε μια ζωή στην κλάψα και την καρπαζιά όσο δεν κάνετε την αυτοκριτική σας και εμείς οι αιώνιοι επιβήτορές σας. Από κάτω και να σκούζετε... (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Σεξουαλική στάση κατά την οποία ο εραστής είναι όρθιος, η/ο ερωμένη/ος είναι ανάποδα, με το κεφάλι κάτω, τα πόδια ψηλά και ανοιχτά, οι αγκώνες της ακουμπούν στο πάτωμα και ρυθμίζει το ύψος του κορμού της ώστε να διευκολύνει την διείσδυση. Ο εραστής κρατάει τα πόδια της. Με λίγη φαντασία, το σύμπλεγμα θυμίζει να παίρνεις στα χέρια σου καροτσάκι.

Πάσα: Αυτοχτό.

  1. Στα τέσσερα, καροτσάκι: δυναμικές κινήσεις του άντρα (women only).

  2. χαχαχαχαχαχαχαχα καλε αυτη η σταση καροτσακι πολυ δυσκολη !πως να το κανω ετσι με το κεφαλι προς τα κατω σα νυχτεριδα χαχαχαχαχαχα (Εδώ).

βλ. και τρενάκι / τραινάκι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφυπνίζομαι από πνευματικό λήθαργο και αποκτώ εγρήγορση για όσα συμβαίνουν στο κοινωνικό μου περιβάλλον, πετώντας τις όποιες παρωπίδες μου.

Συνήθως λέγεται στο πλαίσιο προτροπής να «ξυπνήσουμε», την οποία πολύ συχνά κάνουν αγωνιστές του πληκτρολογίου μαζί με την ανακοίνωση είδησης- σοκ.

  1. ΑΝΤΕ ΣΥΝΕΛΛΗΝΕΣ ΒΓΑΛΤΕ ΤΙΣ ΤΣΙΜΠΛΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΑΣ (Εδώ).

  2. Βγάλτε τις τσίμπλες επιτέλους! Κάτι τέτοια βλέπουν οι εκπρόσωποι της Νέας Τάξης Πραγμάτων και πιστεύουν ότι πάντα θα 'χουν υλικό να εκμεταλλεύονται… (Εδώ).

  3. Βγάλτε τις τσίμπλες απ' τα μάτια συντρόφια! Εδώ

  4. Βγάλτε τις τσίμπλες απο τα μάτια της καρδιάς σας και δείτε ΚΑΘΑΡΑ το κόσμο, ΔΕΙΤΕ καθαρά αυτό που είστε, δείτε καθαρά τις ΖΩΕΣ σας. (Εδώ).

  5. ΟΤΑΝ ΛΕΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΜΑΔΑ Ε ΚΑΙ ΠΟΛΛΟΙ ΔΕΝ ΠΙΣΤΕΥΑΤΕ ΔΕΙΤΕ ΤΩΡΑ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ ΚΑΙ ΒΓΑΛΤΕ ΤΙς ΤΣΙΜΠΛΕΣ (Από Φέισμπουκ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο αρκαδικό ιδίωμα είναι η κοπριά ζώου, ο μικρός σωρός από ακαθαρσίες (δες). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταφορικά-υβριστικά.

Πάσα (Δ.Π.): Επίκουρος.

  1. Ρε συ τι γκουβουνα ειναι αυτη μεσα στη λεκανη :o ;Ποιος την εκανε ;Ειναι ανθρωπινη :D ;Αυτος που την εκανε πως περπαταγε μετα ;Πηγε κατω με το καζανακι ; 'Η φωναξανε την ομαδα των ειδικων καταστροφων για να την εξολοθρευσει ; Περιμενω με αγωνια τις απαντησεις σου !! (Εδώ).

  2. Τα υπόλοιπα δεν ασχολούμαι, είναι σαχλαμάρες του γκουβούνα μαθητή σκατάλαβα. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψεύτης, ο παραμυθάς, εκ της λέξης πατσάρι που, στο ιδίωμα των Ιωαννίνων, σημαίνει ψέμα.

Βλ. και πατσαρδέ.

Πάσα (Δ.Π.): Craftsman.

  1. Το τι …πατσιάρια ρίχνουν, δεν περιγράφεται. Και οι αθεόφοβοι τα ίδια πατσιάρια τα λένε και μεταξύ τους. Ρε αυτοί αλληλοκοροϊδεύονται στην ψύχρα και κοιτάζονται στα μάτια σαν απολιθωμένα. Αν τους ακούσετε, σίγουρα θα ξεράσετε από τις …πλάτες. Ο πρώτος μπορεί να πει ότι χτύπησε …αγριογούρουνο στο φτερό, και ο δεύτερος ότι έσπασε το καμάκι του πάνω στην …αθερίνα. Γι’ αυτό προσέξτε τι θα πείτε και μακριά από τα ..πατσιάρια.

  2. [...] Φίλοι, πατσάρια λένε οι γιαννιώτες τα μεγάλα ψέμματα. Από εκεί προέρχεται και η λέξη πατσαριανός. Δηλαδή κάτι σαν ... gianniotis. Άντε και πάλι καλώς όρισες και καλόν χειμώνα πατσαριανέ. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που και καλά έχει μύτη σαν γουρουνιού, δηλαδή ανυψωμένη και πλακουτσωτή σαν ένα μεγάλο ρύγχος με μεγάλα ρουθούνια, και ωσεκτουτού φέρνει λιγάκι σε πόρκι. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βρισιά σχετική με εμφάνιση ή για να χαρακτηρίσει «όποιον χώνει την μύτη του παντού» μεταφορικώς (δες).
    Έχει όμως και κάποιες πιο συγκεκριμένες εφαρμογές, όπως:

  2. Στις αρχές του 20ου αιώνα αποτελούσε στερεοτυπική ρατσιστική βρισιά ειδικά για τους Βούλγαρους, τον βόρειο γείτονά μας με τον οποίο βρισκόμασταν σε αιματηρό ανταγωνισμό για τη Μακεδονία και τη Θράκη. Οι Βούλγαροι θεωρούνταν ρατσιστικώς ως «χοντρομυτάδες» κι έτσι βρίσκουμε την βρισιά αυτή να τους χαρακτηρίζει σε κείμενα της εποχής ή και λίγο μεταγενέστερα.

  3. Το είδος ψαριού που επιστημονικώς αποκαλείται Chondrostoma Vardarensis (sic), λόγω του εξογκωμένου σκληρού κερατοποιημένου ρύγχους του, και το οποίο ζει στον Αξιό, τον Έβρο, το Νέστο, τη λίμνη Δοϊράνη και άλλες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας, για περισσότερα δες εδώ και εδώ.

  4. Παρατσούκλι κατασκοπευτικού αεροσκάφους των ΗΠΑ RC-135, που έχει περάσει και από την Σούδα της Κρήτης στο πλαίσιο του πολέμου κατά της Λιβύης του Καντάφι, και φημίζεται για τις ικανότητες παρακολούθησης που διαθέτει.

  1. αυτη τη γουρουνομυτη δεν την αντεχω αλλο Εδώ
  2. α. - Βρε γουρουνομύτη, για ποιον δουλεύεις; ρώτησε. Για τον θείο σου ή για μένα;
    Θλιμμένα είπε ο μικρός:
    - Για σένα. Μα γιατί με λες γουρουνομύτη;
    - Γιατί είσαι Βούλγαρος· και όλοι οι Βούλγαροι είναι χοντρομυτάδες, γουρουνομύτες! Κοίταξε τον Γιωβάν, κι εμπρός στη θλιμμένη του όψη γλύκανε.
    - Η δική σου μύτη είναι ίσια και λιγνή, δεν σε βρίζω- έννοια σου.
    (Από το μυθιστόρημα της Πηνελόπης Δέλτα «Στα Μυστικά του Βάλτου», 1η εκδ. το 1937, δες).
    β. Όποιος μας κατηγορήσει για σωβίνους είναι γουρουνομύτης! (Paokmania.gr).

  3. Έχουν αναφερθεί και σπανιώτερα είδη, όπως το χέλι, το τυλινάρι, ο γουρουνομύτης, η μουρμουρίτσα, η βιργιάνα, η πεταλούδα, το κουνουπόψαρο. (Λίμνη Δοϊράνη).

  4. α. Στη Σούδα, βρίσκεται ο περίφημος “γουρουνομύτης” το αεροπλάνο που έχει τη δυνατότητα να παρακολουθεί όλες τις συνομιλίες στη Λιβύη, αλλά και Γερμανοί πεζοναύτες. Τις προηγούμενες μέρες, από την Κρήτη πέρασαν εκατοντάδες πεζοναύτες των ΗΠΑ οι οποίοι επιβιβάστηκαν στα πλοία που έσπευσαν στον θαλάσσιο χώρο της Λιβύης. (Εδώ)
    β. Από την αμερικανική αεροπορική βάση της Σούδας το αμερικανικό αεροσκάφος RC-135 γνωστό ως «γουρουνομύτης» κάνει καθημερινά πολλές ώρες πτήσης συλλέγοντας πληροφορίες από συνομιλίες ή από κινήσεις αεροσκαφών. (Εδώ).

Chondrostoma Vardarense, το και "γουρουνομύτης" επονομαζόμενον (από Khan, 29/06/13)Chondrostoma Vardarense, το και "γουρουνομύτης" επονομαζόμενον (από Khan, 29/06/13) To RC-135 Rivet Joint aka γουρουνομύτης. (από Khan, 29/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παγκοσμίου φήμης άγνωστος.

  1. Χρησιμοποιούμε τον όρο κυρίως για κάποιον ο οποίος κάνει μια αξιομνημόνευτη πράξη, αλλά όταν ψάχνουμε να δούμε ποιος κρύβεται πίσω από αυτήν την πράξη, διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για κάποιον παντελώς άγνωστο, τόσο ώστε δύσκολα μπορεί να του αποδοθεί ευθύνη για την πράξη. Λ.χ. γράφεται ένα σημαντικό ή προκλητικό άρθρο σε ένα έντυπο και όταν ψάχνουμε ποιος είναι ο προκλητικός συντάκτης, διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για κάποιον τελείως ασήμαντο, οπότε το κείμενο εγείρει πρόβλημα ως προς την πατρότητά του. Επίσης, σε κοινωνικά μήδια ή άλλα σάιτ του Διαδικτύου, κάποιος που κάνει προκλητικά σχόλια, χωρίς να έχει μια σταθερή ταυτότητα- λογαριασμό, ώστε να μπορεί να έχει κάποιο είδος διαδικτυακής υπευθυνότητας σε βάθος χρόνου. Σε παρόμοιες περιπτώσεις, το να είναι κάποιος πουθενάκιας γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης με την έννοια ότι οι πουθενάκηδες χρησιμοποιούνται για την εκτέλεση συμφερόντων ή απλώς προκλήσεων, χωρίς να υπάρχει υπευθυνότητα.

  2. Ο τίποτας ή ανθυποτίποτας, ο παντελώς ασήμαντος. Και εδώ όμως η έκφραση χρησιμοποιείται διαλεκτικά ή για κάποιον που κάνει μια σημαντική πράξη ή έχει μια σημαντική εξέλιξη ενώ ήταν ασήμαντος στο παρελθόν. Βλέπουμε δηλαδή κάποιον αίφνης να γίνεται διάσημος και αξιόλογος, έχοντας έρθει από το πουθενά, ουρανοκατέβατος. Ή για κάποιον που έχει έναν σημαντικό τίτλο ή θέση, ενώ στην ζωή του δεν κάνει τίποτα, και εδώ που τα λέμε, ίσως αυτό να είναι και το μυστικό του χάρη στο οποίο προόδευσε.

  3. Μπορεί να είναι και ο πουθενάς με την έννοια αυτού που δεν τον βρίσκεις ποτέ στο πόστο του.

1.α. Και άντε σου λέω ότι κάποιος Πουθενάκιας, έγραψε ό,τι έγραψε. Δουλειά του αρχισυντάκτη δεν είναι να διαπιστώσει κατά πόσον ισχύει κάτι; (Εδώ).

β. Κλασικός πουθενάκιας. Πετάει μια μαλακια το βοδι που ειδαν στη tv και τρεχει να το κανει ρτ (Από το Τουίτερ)

  1. α. Ο «πουθενάκιας» Τζόρβας από το σκούπισμα του πάγκου της Παλέρμο στην προεπιλογή της εθνικής και ένας από τους κορυφαίους τερματοφύλακες του φετινού. (Από το Φέισμπουκ)

β. Πρώην συνδικαλιστής της αστυνομίας νυν βουλευτής, περισπούδαστος πουθενάκιας, φαφλατάς ολκής και αν δεν μιλούσαμε σε δημόσιο βήμα θα του έδινα τον γνωστό χαρακτηρισμό που δίνουν οι Έλληνες μεταξύ των. (Εδώ).

  1. Ένας θιασώτης της κατάληψης, ένας φοιτητής πουθενάκιας, ένας ανώνυμος είρωνας ή ένας κουκουλοφόρος; Δύσκολη επιλογή! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο φοιτητικό ιδίωμα μπορεί να δηλώσει τον πρωτοετή φοιτητή, σε αντίθεση με αιώνιο φοιτητή προχωρημένου έτους, που αποκαλείται δέντρο.

Περάσαμε μια βόλτα και από τα γραφεία της ΔΑΠ να δούμε τι μπουμπούκια έχουν σκάσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified