Η αρχική έκφραση φαίνεται ότι είναι αλλάζω τα πέταλα. Μάλλον πρόκειται για μια σειρά από πράγματα που είναι κοπιαστική η αλλαγή τους, οπότε η έκφραση έχει τη σημασία εξουθενώνω. Ο Νίκος Σαραντάκος εδώ αναφέρει δύο κατηγορίες εκφράσεων με το αλλάζω. Η μία είναι οι θρησκευτικές, όπως όταν αλλάζουμε τον Χριστό, την Παναγία, την πίστη, τον αδόξαστο (=τον διάβολο), οπότε η εξουθένωση αφορά σε κάποιο είδος αλλαξοπιστίας. Οι δεύτερες είναι οι τεχνικές που αφορούν σε μία αλλαγή που είναι τεχνικώς κοπιαστικό να γίνει, όπως λ.χ. όταν αλλάζουμε τα φώτα, τα ράμματα, τα λάδια / πετρέλαια και τα πέταλα. Πρόκειται για εκφράσεις που αναφέρονται σε κοπιαστικές, εξουθενωτικές εργασίες, οπότε δηλώνουν μια σχετική εξουθένωση και βασανισμό. Στην τελευταία εννοείται μάλλον η δύσκολη αλλαγή πετάλων αλόγου (δες) ή άλλου ζώου με πέταλα. Υπάρχει και η παραλλαγή αλλάζω τα καρφοπέταλα που λένε στο χωριό του Στέφανου Χίου και όχι μόνο.

"Εδώ μέσα θα σας αλλάξουμε τα καρφοπέταλα", μετά το 1.30 προς το τέλος

Σταδιακά η έκφραση ειπώθηκε και ως γαμάω τα πέταλα, σε στυλ γαμώ + αντικείμενο, όπως λ.χ. γαμώ τα πρέκια, τα βάρδουλα κ.ο.κ. Ανάλογη εξέλιξη έχουμε από το αλλάζω τα ράμματα σε γαμάω τα ράμματα. Βλ. και γαμοπέταλος. Πιθανόν να υπήρξε και έλξη από την έκφραση τινάζω τα πέταλα, όπου αναφέρεται όμως στον θάνατο του ζώου. Αντιθέτως, το γαμάω τα πέταλα μάλλον προέρχεται από την αλλαγή πετάλου, (χωρίς να αποκλείεται να συνδέονται τα δύο).

Του αλλάζει τα πέταλα

  1. Του γαμησε τα πεταλα η γκομενα στο ρεφραιν [...] ασε που τα μπίτια αυτα ειναι ιερα και του γαμησε τα πεταλα. (Εδώ).
  2. 162000χλμ και τα φρένα δεν έχουν κάνει κιχ (και του γαμαω και τα πεταλα στα φρενίδια πλεον) (Εδώ).
  3. Η διοικηση να τους γαμησει τα πεταλα στα δικαστηρια. (Εδώ).
  4. Καυλοβοών: Θα σου γαμήσω τα πέταλα! Καυλάουρα: Αγάπη μου, δεν μπορείς να είσαι πιο ρομαντικός; Καυλοβοών: Καλά, θα σου γαμήσω τα ροδοπέταλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή/ός που είναι μανούλα στα τσιμπούκια, στο στοματικό σεξ. Φανταζόμαστε ενδεχομένως μια περιποιητική μιλφομάνα σε ρόλο ψωλοβυζάχτρας. Κάποια κλικ πιο μεταφορικά, αυτός που γίνεται πουτανάκι κάποιου, που είναι γλειφτρόνι, εθελόδουλος, που ανελίσσεται επαγγελματικώς παίρνοντας πίπες σύμφωνα με τους επικριτές του. Και γενικότερα, αποτελεί βρισιά για κάποιον/αν που κατά τη γνώμη του χρησιμοποιούντος τη βρισιά δεν θα έπρεπε καθόλου να μιλάει αλλά να ασχολείται με τη ρόκα/ πίπα του.

  1. Αυτή η τσόντα που ανοιγει το στομα της σαν τσιμπουκομανα πια είναι ???? Σιγουρα συνδικαλιστρια , εργαζομενη σε δεκο , δημοσα υπηρεσια. (Από τον Στόκο).

  2. -το επικοινωνιακο γκομενακι του μΠΑτΣΟΚ. ψηφισε και το μεσοπροθεσμο η ξανθια μπάρμπι. ελεος -ΜΗ ΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΕΙΤΕ ΡΕ ΠΑΙΔΙΑ. ΜΕΓΑΛΗ ΤΣΙΜΠΟΥΚΟΜΑΝΑ Η ''ΚΥΡΙΑ'' ! (Εδώ).

  3. τρελη τσιμπουκομανα ο γαύρος εδω και χρονια. (Από το youtube)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι το γλυκό, η ζάχαρη, το ζαχαρωτό, πιθανώς εκ του γαλλικού sucre= ζάχαρη. Κατ' επέκταση, ό,τι είναι γλυκό.

Τζασλή για το σουκρό μου,το χορχορότεκνο το πανθηράκι πανούθε γκούρμπαντος είναι ή θεοκάλιαρντος; ισάντες κουελοσφαλάετε για φακιροπίπιζες και φλοκαρίσματα ή μόνο ροσολιμαντέ; Αβέλω νάψες και δικέλω λούγκρες ολούθε... (Από μπενάβοντα την καλιαρντήν σε μπουρδελοσάη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά σημαίνει μιλάω, φλυαρώ, κουτσομπολεύω. Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, 1971) το εξηγεί από το άναψες επειδή με τη φλυαρία και το κουτσομπολιό ανάβουν φωτιές. Σημαίνει δηλαδή λίγο πολύ ανάβω φωτιές με τα λόγια μου. Νάψα σκέτο δεν λέγεται.

  1. Άβελε αποκατε Σκορπινο.. Θελω να σε λατσαμπενεψω στην σαρμέλλα μου...:ρρρρρ. Οτι δεν μπενάβεις και τζινάβεις...θα στα αβελω ναψες πριβε (Αποκατέ).

  2. Τζασλή για το σουκρό μου,το χορχορότεκνο το πανθηράκι πανούθε γκούρμπαντος είναι ή θεοκάλιαρντος; ισάντες κουελοσφαλάετε για φακιροπίπιζες και φλοκαρίσματα ή μόνο ροσολιμαντέ; Άβελω νάψες και δικέλω λούγκρες ολούθε... (Από μπουρδελοσάη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

χιπστεράδικο, χιψτεράδικο

Το μέρος όπου συχνάζουν χιπστεράδες, ἠ που βγάζει μια χίπστερ αισθητική, ένα χίπστερ ζενεσεκουά.

Για να αποφευχθεί βεβαίως ένας στατικός και ωσεκτουτού αυτοαναιρούμενος ορισμός του εν λόγω -άδικου οφείλουμε να υπενθυμίσουμε ότι: 1. Ένας χίπστερ που σέβεται τον εαυτό του δεν θα παραδεχτεί ότι είναι χίπστερ. Κατά συνέπεια και το σωστό χιπστεράδικο δεν θα παραδεχτεί ότι είναι χιπστεράδικο. 2. Τα χιπστέρια χαρακτηρίζονται από νομαδισμό, οπότε το χιπστεράδικο του χθες δεν θα είναι αενάως χιπστεράδικο, ενώ ένα καινούργιο έως πρότινος υπέρ άνω κάθε υποψίας χιπστερισμού μέρος μπορεί να καταστεί χιπστεράδικο σε χρόνο ντετέ. Συνέπεια των ως άνω είναι και το ότι ο όρος χιπστεράδικο ενδέχεται να μην δοθεί από τους ίδιους τους χίπστερς, που αν σέβονται τον εαυτό τους, δεν θα παραδεχτούν ότι είναι χίπστερς, αλλά από τους εκτός, ή από τους συμπαθούντες, λ.χ. από δημοσιοκάφρους και άλλους άσχετους.

Για να μην το κουράσω άλλο, ορισμένα παραδείγματα.

1.To χιπστεράδικο ταχυφαγείο στο Μετς που διαπρέπει στο αυθεντικό burger και την τραγανή πίτσα. (Εδώ).

2.Πίνω ποτό σε χιπστεραδικο και έχω δίπλα μου δύο βουλευτές της ΧΑ. Θέλετε να μεταφέρω κάτι; (Από το Τουίτερ).

3.Το Σέμπρικο με ψήνει περισσότερο λόγω της ατμόσφαιρας παντοπωλείου αν και στα μάτια μου χιπστεράδικο είναι κι αυτό. (Εδώ).

Εν ολίγοις, εμείς οι έξω τείνουμε να χαρακτηρίσουμε ως χιπστεράδικο ένα μέρος με βίντατζ αισθητική, που θα μπορούσε λέμε τώρα να διαδραματιστεί μια παρόμοια σκηνή χωρίς να δημιουργηθεί αναστάτωση:

Η Μαρίνα Σταυράκη Πατούλη με αέρα τζαζ βιντατζιάς

Ή ένα μέρος, όπου διάφορα αντικείμενα θα έχουν υποστεί ένα désoeuvrement που λέμε και στο χωριό μου δηλαδή μία εγκατάλειψη της καθαυτό χρηστικής τους σημασίας και μια απόκτηση άλλης αναπάντεχης (μετα-)χρηστικής αξίας. Εν ολίγοις, εννοώ ότι σε ένα χιπστεράδικο μπορεί να σου σερβίρουν το φαγητό:

με τελική λογική κατάληξη:

Το μη-πιάτο

ή σε δόση κατάλληλη μόνο για ανορεξικά χιπστέρια:

Σούπα για χίπστερζ

Πάντως, μία βόλτα στον γούγλη δείχνει ότι πιο συνηθισμένο είναι γενικά το επίθετο χιπστεράδικος,-η,-ο, από το οποίο το ουσιαστικοποιημένο επίθετο χιπστεράδικο ως -άδικο δεν είναι παρά μια μάλλον μικρή υποπερίπτωση. Λ.χ. παραδείγματα του χιπστεράδικου ως επιθέτου:

  1. Το γλυκό χιπστεράδικο κόμμα του Σταύρου. (Εδώ).
  2. Και περιμένει τον ράπερ που με τη σειρά του φορά του καλύτερό του χιπστεράδικο καρό πουκάμισο. (Εδώ).
  3. Ούτε απαιτείται κανένα διδακτορικό από κανένα χιπστεράδικο πανεπιστήμιο πάνω στα media για να το διαπιστώσει κανείς. (Εδώ).
  4. Κι αυτό προϋποθέτει να παίξει σε ένα έδαφος πιο πολιτισμικά φιλελεύθερο, φιλανθρωπικό, απολίτικο και χιπστεράδικο, εργαλειακό, ωφελιμιστικό. (Απεργώντας στην Αμυγδαλέζα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η -ίλα του να είσαι σουάγκ (SWAG). (Βλ. τους πολλούς ορισμούς μας και τη Bίκυ για τα περαιτέρω). Κι όταν λέμε σουαγκίλα εννοούμε κάτι σαν αυτό:

Swag Σημίτης

Ή αυτό:

Swag Λαφαζάνης

  1. Ο καιρός επιβάλλει καφέ,κότσο και σουαγκίλα! (Εδώ).
  2. Κατουραει σουαγκιλα ρε αυτο το παιδί (Εδώ).
  3. Διακρινω μια σουαγκιλα-κωλοποζεριά.. (Εδώ).

Σουαγκίλα η απλή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρισιά που σημαίνει ότι μία γυναίκα ή κόρη δεν είναι καθόλου σικ, είναι πολύ χαμηλού επιπέδου, βλαχάρα, τρε μπανάλ, καθόλου καλόγουστη με τον τρόπο που αρμόζει σε μια πελούσια. Βλ. και τελευτιλίκι.

Βρίσκω εν προκειμένω σωστό τον επιτονισμό του Παναγιώτη Χατζηστεφάνου:

"Βλάχα, βλαχάρα, τελευταία"

Όταν έβριζαν την Σώτη, δε μίλησα. Όταν έβριζαν τη Ζωή, δε μίλησα. Τώρα που βρίζετε όμως τα Louboutin θα μιλήσω. Αν δεν έχεις περπατήσει για πάνω από 3 λεπτά φορώντας τα και διατηρώντας την μπαλαρινίσια χάρη σου, βούλωσε το, ανόητη, βλάχα, βλαχάρα, τελευταία. (Από σόσιαλ μήδεια).

-Άμα είσαι πελούσια πρέπει και να το δείχνεις, αγάπη μου! Εμ τι, να μας περάσουνε για καμιά τελευταία;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δοκίμως αφορά στην παρασκευή λαδιού από τις ελιές, στο λιοτρίβι. Αποτελεί όμως και ελαφρό σλανγιωτατισμό στο ιδίωμα των μπουρδελιάρηδων, για να δηλώσει το μασατζίδικο, όπου προσφέρεται μασάζ με ειδικά έλαια από τις λαδοκόρες, και εν συνεχεία λειτουργεί και ως ελαιοκωλοτριβείο, όπου προσφέρονται διάφορες σεξουαλικές "υπηρεσίες". Συνώνυμα: λαδάδικο, λαδομάγαζο.

1.Δευτερη επισκεψη μεσα σ ενα μηνα στο ελαιοτριβειο κ ο λογος ηταν οτι ειχα μπανισει μια θεια γυρω στα 50 η οποια απο φατσα δεν ελεγε τιποτα αλλα ηθελα σαν τρελος να αμησω μια granny!

2.Είχα πάρα πολύ καιρό να έρθω σε αυτό το ελαιοτριβείο. Αρχικά κάθισα στο γραφείο της Καίτης να τα πούμε λίγο και στην συνέχεια με συνόδευσε στο δωμάτιο ώστε να έρθουν οι κοπέλες να τις δω.

3.Εις το ευαγές αυτό ελαιοτριβείο έχω ρίξει τις καλύτερες φλοκιές μου! (Όλα από μπουρδελοσάη)

Στα λαδάδικα πουλάν αυτό που θες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη από το ιδίωμα των μπουρδελιάρηδων που σημαίνει τη στιγμή όπου οι εκδιδόμενες κάνουν ένα είδος "πασαρέλας" σε ένα είδος σαλονιού που διαθέτει το όποιο ευαγές ίδρυμα, ώστε ο καφροσέξουαλ μπουρδελιάρης να διαλέξει και να πορευθεί στα ενδότερα.

1.Τα εργαζόμενα κορίτσια η Μιράντα και η Αλέξια, σαλονάρισαν με χάρη και με χαμόγελο.

2.Στη συνεχεια της τσάρκας μας βρεθηκαμε στο ... κατω. εκει μας σαλοναρισαν η αμαλια και η μαρκελλα. η αμαλια μου κανε παραπονα οτι δεν την εχω παρει ποτε και οτι σημερα εχει τεραστια αναγκη να δει το καβλί μου. ανθρωπος ειμαι και γω,λυγισα και αποφασισα να περασω στο δωματιο

Τα δύο αυτά παραδείγματα ήταν τα μόνα κάπως γατουλογαμούλικα που παίζουν. Τα υπόλοιπα ήταν υπερβολικά καφροσέξουαλ για να αναπαραχθούν. Βρήκα πάντως κι ένα πιο μεταφορικό:

Γυροι χοιρινοι, γυροι κοτοπουλο κλπ δεν δοκιμαστηκαν ακομα αλλα αν καποια στιγμη με φερει ξανα ο δρομος μου προς τα εκει θα γινει κι αυτο! Α να μην ξεχασω το μαγαζι εχει και πολυ ωραια θεα... οσο καθισα εκει "σαλοναρισαν" η Σασα Μπαστα και η Χριστινα Κολετσα! Θηρια ανημερα.... σαν τα καλαμακια του ένα πράγμα! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά σημαίνει μαγνητίζω, δηλαδή και καλά αγκιστρώνω μέσα από τον αέρα όπως ένας μαγνήτης, που στα καλιαρντά λέγεται αεραγκίστρω. Μπορεί να λάβει επίσης και τις μεταφορικές ερωτικές ή άλλες σημασίες του μαγνήτη, που βλέπουμε σε μια πλειάδα εκφράσεων, όπως γκομενομαγνήτης, μαλακομαγνήτης, καυλομαγνήτης, μουνομαγνήτης, τρελομαγνήτης, τσιμπουκομαγνήτης κ.τ.ό.

Τι έχω πάθει και αεραγκιστρώνω όλες τις φίφες αυτό θα ήθελα να ξέρω γαμώ την τύχη μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified