Κωλάτεραλ και κωλάντεραλ ντάματζ δεν είναι η παράπλευρη απώλεια (collateral damage), αλλά η ζημιά που προκαλείται στην κωλοτρυπίδα σου, όταν ο εραστής σου σου δώσει το κωλάντερο στο χέρι. Ως παράπλευρη απώλεια μπορεί να εννοηθεί βεβαίως και η απώλεια της άλλης παρθενιάς, παραπλεύρως του αιδοίου.

Πάσα: Χότζας (encore), xalikoutis.

  1. Κατάφερε η Αφροξυλάνθη να μείνει παρθένα μέχρι τον γάμο της, μόνο που είχε μερικές παράπλευρες απώλειες.

  2. Βασικά για το Λίλιαν πήγαινε ο Βάγγουρας. Ο Πέρι ήταν απλώς μια κωλάτεραλ ντάματζ.

I\'m gonna get medieval on your ass (από Vrastaman, 14/08/10)(από Khan, 28/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλιά για το ναρκωτικό μεφεδρόνη. Πιθανόν προέρχεται από το ότι το ναρκωτικό ονομάζεται και 4-methylmethcathinone / 4-MM-CΑΤ, που θυμίζει (η αρχή του τελευταίου συνθετικού) την αγγλική λέξη για την γάτα, βλ. το αστικό λεξικό. Προσοχή, λοιπόν, στα τεχνητά γατόνια. Οι όροι μιάου και μιάου μιάου έχουν περάσει και στα ελληνικά, όπως με διαβεβαίωσε άγνωστός μου που περιμέναμε μαζί στην ουρά για το ΙΚΑ.

Η μεφεδρόνη, γνωστή στην «πιάτσα» των ναρκωτικών σαν «ντρόουν», «Μ-Κατ» και «μιάου μιάου», προκαλεί την ίδια ευφορία που δημιουργεί το ecstasy και οι αμφεταμίνες. Η επίδραση αρχίζει μισή ώρα μετά τη λήψη της και διαρκεί ως και τέσσερις ώρες. Ο χρήστης ενδέχεται να παρουσιάσει απότομες αλλαγές στη θερμοκρασία του σώματος, ταχυκαρδία, κρίσεις πανικού και μυϊκούς σπασμούς, ενώ έχουν αναφερθεί και περιπτώσεις χρηστών που είχαν παραισθήσεις. Πέρυσι, ένας νεαρός στη Βρετανία παραλίγο να αποκόψει το μόριό του υπό την επήρεια της μεφεδρόνης, ενώ πριν από λίγες ημέρες ένας άλλος συμπατριώτης του αυτοπυροβολήθηκε με περίστροφο στο κεφάλι.

(Δες)

Ωδή στην ψυχεδελική γάτα του Syd Barrett (από Vrastaman, 09/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α ΠΡΟ.ΠΟ. που το Υπουργείο Δημοσίας Τάξης μετονομάστηκε σε Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, για να ακούγεται λιγότερο παρώ και λίγο περισσότερο προχώ, του βγήκε αμέσως το αρκτικόλεξο ΠΡΟ(στασία).ΠΟ(λίτη) (πώς λέμε ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. ένα πράμα;) που θυμίζει το ομώνυμο τυχερό παίγνιο (και τα δύο σχετικά με ποδόσφαιρο εξάλλου). Ωσεκτουτού, ο Υπουργός ΠΡΟ.ΠΟ., εν προκειμένω ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, ονομάζεται προπατζής. Το χρησιμοποιούν κυρίως δεξιοί για να σατιρίσουν τον κατά την γνώμη τους καικαλουισμό της μετονομασίας, αλλά και γενικότερα όσοι θα έβαζαν τον εν λόγω Υπουργό ως στόχο για βελάκια.

  1. Ο ΠΡΟΠΑΤΖΗΣ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΚΑΝΕΙ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΑΠΟ ΘΕΜΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΗΝ ΠΙΟ ΑΝΑΣΦΑΛΗ ΧΩΡΑ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΚΗ ΤΗΣ ΝΔ,ΤΟ ΕΧΩ ΠΕΙ ΑΠΕΙΡΕΣ ΦΟΡΕΣ ΠΑΠΑΡΑ ΠΡΟΠΑΤΖΗ ΘΑ ΓΙΝΕΙΣ Ο ΠΑΚΗΣ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ,ΑΛΗΘΕΙΑ ΡΕ ΥΠΟΥΡΓΕ ΠΡΟΠΑΤΖΗ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΕΠΕΙΣΟΔΙΩΝ ΑΠΟ ΓΑΥΡΟΥΣ ΚΑΙ ΒΑΖΕΛΟΥΣ ΘΑ ΤΟΥΣ ΤΙΜΩΡΗΣΕΙΣ ΜΕ ΥΠΟΒΙΒΑΣΜΟ ΚΑι θα τουσ αποκλεισεισ απο τισ ευρωπαικεσ διοργανωσεισ,σιγα ρε μασησαμε,ειπαμε εχθροσ σου ειμαστε εμεισ ο λαοσ του παοκ,αντε ρε καραγκιοζη προπατζη,απελασε ολουσ τουσ εγκληματιεσ λαθρομεταναστεσ που μπαινουν οποτε θελουν στην χωρα μασ και τα ξαναλεμε.
    (Φωνακλάς, ατονιστης και ασιγματιστήσ εναντίον προπατζή σε εθνικοσοσιαλιστικό βλόγιον).

  2. Αυτά ο Προπατζής τα βλέπει...;;; Τα ΜΜΕ θα τα δούνε...;;; ΝΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΑΙΣΧΟΣ...!!! Πόση ανοχή ακόμα...;;;
    (Αγανάχτηση στον Ελκόσμο).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη, δημοφιλής μορφή του άι γαμήσου (άντε και γαμήσου, σάλτ(σ)α και γαμήσου κ.τ.ό.), θα μπορούσε και να θεωρηθεί υποκοριστικό του λόγω γραμματικής μορφής, ή, πιθανέστερα, αποτελεί συντόμευση του άι στα γαμίδια. Σε σχέση με το άι γαμήσου που είναι πιο σοβαρό, πιο δηλωσάρα, το άι γαμίδια δείχνει μάλλον πιο πολύ έναν συνδυασμό αγανάκτησης και περιφρόνησης προς ον απευθύνεται («οὐ φρονήματι μόνον ἀλλὰ καὶ καταφρονήματι», όπως γράφει ο Θουκυδίδης). Ένα πράμα σαν να στέλνουμε κάποιον να κάνει παρέα στον τόπο όπου έχουν εξοβελιστεί τα πάσης φύσεως γαμίδια, πράγματα τε και πρόσωπα.

Επίσης: α γαμίδια, άντε γαμίδια, άντε και γαμίδια, άι γαμίδια και σιχτίρια.

  1. Άι γαμίδια γκιόσες (ναι, κι εσένα που το διαβάζεις και κάνεις το ίδιο!) Κομμένα ρε τα «Σειρά σου τώρα»! Την επόμενη φορά που θα δείτε μια μη-μάνα θα το βουλώσετε και θα σεβαστείτε το ότι δεν έχει παιδιά όπως κι εμείς πρέπει να τρώμε στην μάπα και να σεβόμαστε εσάς. Καπίσι ωρέ; Και τώρα την κάνω γιατί δεν θα προλάβω το παιχνιδάδικο και θέλω να πάρω έναν Γουίνι δε που με τον τίγρη που μου γυάλισαν :D ακούτε:. (Δώθε)

  2. Πραγματικά θα ήθελα να μου πει κάποιος πώς θα έλεγε ένας Αγγλάρας το «άι στα γαμίδια, μωρή παλιολουγκρίτσα…». Εδώ σας θέλω. Γιατί έτσι αποκαλεί ένας ντόπιος στη Ρόδο τον Άγγλο που κατεβάζει τα βρακιά του τον Αύγουστο στο Φαληράκι. Και εκείνος τον κοιτάει αποβλακωμένος λες και είναι από άλλον πλανήτη. Και εκεί που προσπαθεί ο Αγγλάρας να συνέλθει από τα γαμοσταυρίδια, τρώει και μια γεμάτη μούτζα και ξαναζαλίζεται.
    (Κείθε).

(από Galadriel, 14/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πούλος στα ποδανά.

Κυρίως με την έννοια, παίρνω/πάρε τον πούλο, δηλαδή, ώρα να φύγω/ ή ώρα να φύγεις (=άι γαμίδια κ.ο.κ.).

Πάσα: Χότζας.

Trivium: Κατά το πρότυπο του Τηγκάνιγγος (<τηγκανά < την κάνω), όπου η αναφορά είναι στην πλατεία Κάνιγγος, σχηματίζονται και άλλες εκφράσεις, όπου με αυξημένο βαθμό σλανγκικής ολίσθησης την θέση της Κάνιγγος παίρνουν άλλες πλατείες. Λ.χ. - Άντε, την κλαυθμώνος, γιατρέ μου.

Ομοίως: Τηγκολιάτσου, Την Βάθης, Την Μαβίλη κ.ο.κ.

Αντε λοσπου λεμε. Αιντε που θα ανοιξουμε και κουβεντα για να γραψεις τις μαλακιτσες σου. Εγω μονο με Ελληνες συνομιλαω

(Ρατσιστικό παπαραλήρημα ατονιστη σε φλώρουμ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η οικιακή βοηθός εν γένει, ανεξάρτητα από το αν κατάγεται από την συμπαθή χώρα των Φιλιππινών ή όχι. Οι φίλοι της (;;;) την φωνάζουν Φιλίππα. Παρετυμολογείται και από την πινέζα για να χαρακτηρίσει μια ακαθορίστου ηλικίας Asian πιπινέζα.

  2. Μία από τις πλέον σλανγκ στιγμές του Μπάμπη είναι ότι όρισε την φιλιππινέζα και ως «πρόσωπο που χρησιμοποιείται σε βοηθητικές ή δευτερεύουσας σημασίας δουλειές». Το γεγονός αυτό μαζί με τον ορισμό της Φιλιππινέζας ως «οικιακής βοηθού» κόστισε στον Μπάμπη ένα διάβημα από την πρεσβεία των Φιλιππινών, ή τουλάστιχον έτσι το θέλει ο αστικός μύθος.

  3. Ό,τι και η ορντινάντσα. Αναπαράγω τον εύγλωττο ορισμό Ηλεκτρώνος του εν σλανγκ αδελφού:
    «Ο στρατιώτης που εκτελούσε χρέη υπηρέτη και ακόλουθου ενός υψηλόβαθμου στρατιωτικού. Συνήθως κατοικούσε στο σπίτι του στρατιωτικού, αποσπασμένος, και τον βοηθούσε σε οτιδήποτε, από το άνοιγμα της αλληλογραφίας, μέχρι και το ντύσιμο. Ενίοτε, ήταν και αυτός που βόλευε την γυναίκα ή την κόρη του αφέντη, ή και τον ίδιο τον αφέντη, πήγαινε για ψώνια, κράταγε το λαμπατέρ κ.λ.π.». Με αυτήν την έννοια, φιλιππινέζα μπορεί να χαρακτηριστεί λ.χ. ο μεταπτυχιακός φοιτητής που κουβαλάει τον προτζέκτορα ενός Καθηγητή Πανεπιστημίου, ή ένας θαλαμηπόλος στο Ναυτικό (βλ. σχόλιο Χότζα στην ορντινάντσα), ένας επίμονος κηπουρός κ.ο.κ.

  4. Προσφάτως χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει ειδικά τον εκτελούντα χρέη σωματοφύλακα - σεκιουριτά σημαντικού προσώπου που χρήζει προστασίας έναντι τρομοκρατικών απειλών.

  1. - Ανησυχώ Σούλα μου, γιατί τώρα τελευταία πιάνω τον Μάκη να γλυκοκοιτάει την φιλιππινέζα μας...
    - Μα και συ γλυκιά μου, παίρνεις φιλιππινέζα ξανθιά, γαλανομάτα και 1.80 να σου μεγαλώσει το παιδί; Δεν είδες τι έπαθε ο Jude Law;

  2. Η ασκούμενη δικηγόρος είναι η φιλιππινέζα του γραφείου. Κάνει όλες τις άλλες δουλειές εκτός από το να δικηγορεί.
    (Το παράδειγμα του Μπάμπη).

  3. «Δεν μπορούμε να κάνουμε τη Φιλιππινέζα του υπουργείου. Να ξεκινήσουν άμεσα οι εργασίες για το λιμάνι της Σχοινούσας»
    (Δες)

  4. [...] Διέθετε (σ.ς.: εννοείται το θύμα) δύο Φιλιππινέζες που άλλαζαν μεταξύ τους συνήθως ανά βδομάδα. Ο πρώτος ήταν νεαρός 25-30 χρονών με fitness στυλάκι, που συνήθως χάζευε παίζοντας με το κινητό του και χρησιμοποιούσε μηχανή μαύρη-ασημί μάρκας TDM ενώ ο δεύτερος ήταν πιο έμπειρος, 40άρης γκριζομάλλης, είχε αγαπημένη συνήθεια να διαβάζει εφημερίδα πάνω στη μηχανή, να περπατάει σαν να έχει καρπούζια κάτω από τις μασχάλες ενώ χρησιμοποιούσε και αυτός μηχανή on-off transalp. [...]
    (Από την προκήρυξη της Σέχτας Επαναστατών 28/7/2010).

Η φιλιππινέζα Μαίρη Παναγιωταρά  (από GATZMAN, 02/08/10)(από electron, 02/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαζώνω με σφαίρες.

Σύγκρινε: το ράβω.

Η αρχική μας σκέψη ήταν να τους χτυπήσουμε μαζί. Χρησιμοποιώντας βαρύ όχημα θα εμβολίζαμε την πρώτη μηχανή πατώντας τον γορίλα και με διαφορετική δύναμη πυρός θα ράβαμε τους άλλους δύο. Περισσότεροι στόχοι, περισσότερη αποτελεσματικότητα.

(Από την Προκήρυξη της Σέχτας Επαναστατών, 28/7/2010)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαριτωμενίστικος τρόπος να πεις «α, καλά», εννοείται περιφρονώντας κάτι ως αναξιόπιστο, στερούμενο σοβαρότητας ή και αληθείας. Προφάνουσλυ το λολοπαίγνιο αφορά στο γνωστό ποτό Kahlua, μη βάζω λίνκι το ξέρουμε όλοι μας. Πρβλ. και καλούα, καικαλούας.

- Αυτό που σου λέω είναι πολύ σημαντικό! Μόνο εγώ, εσύ κι ο Σάκης το ξέρουν!
- Α καλούα! Στο πρακτορείο Ρόιτερς βρήκες να πεις τα σώψυχά σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανθρωπότυπος που ξέρεις ότι άμα του πεις κάτι εμπιστευτικά, θα το πει σε όλους. Και μάλιστα συστηματικά, λακωνικά, συνοπτικά και περιεκτικά, όπως είναι τα δελτία του Πρακτορείου Reuters, που μετά αναπαράγονται διεθνώς.

- Αυτό που σου λέω είναι πολύ σημαντικό! Μόνο εγώ, εσύ κι ο Σάκης το ξέρουν!
- Α καλούα! Στο πρακτορείο Ρόιτερς βρήκες να πεις τα σώψυχά σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως παραλία και παραλιακή ονομάζεται (συχνά) ο κεντρικός δρόμος μιας πόλης ή προαστίου που έχει όλα τα μαγαζά, τα μπαράκια, τα κλαμπάκια, γενικώς το τζέρτζελο, ακόμη κι όταν η τοιαύτη πόλη / προάστιο δεν είναι παραθαλάσσια, μα καθόλου όμως.

Στην πολιτισμική γεωγραφία υπονοείται ότι η παραλία είναι ο αέρας, το άνοιγμα, η άπλα, το σεργιάνι, η συναναστροφή με το καινούργιο, η έκπληξη μιας νέας σχέσης. Αυτά κατά κανόνα συμβαίνουν στις ένδοξες παραλιακές που διαθέτουν οι σημαντικότερες ελληνικές πόλεις, οπότε η έννοια μεταφέρεται και σ' αυτές που δεν διαθέτουν.

Πέρασα την προηγούμενη εβδομάδα με τον ξάδερφό μου που σπουδάζει στην Κομοτηνή. Μιλάμε τρελά γκομενάκια η παραλία Κομοτηνής!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified