Το πρόβλημα. Το λες πιο ουδέτερα (θέμα αντί για πρόβλημα) και στο υποκοριστικό, χάριν ευφημισμού και για να φύγει η αμηχανία. Πολύ συχνή και η έκφραση «έχει ένα θεματάκι με», που υπονοεί τουλάχιστον ότι ο άλλος είναι ψυχανώμαλος.

Χρησιμοποιείται πολύ και από γιαλόμες, ψυχολόγους και ψυχιάτρους, στο στυλ «έχεις ένα θεματάκι με τον ναρκισσισμό / την εξουσία / το πατρικό πρότυπο» κ.ο.κ., όπου το θεματάκι είναι ψυχολογική εμπλοκή που απαιτεί ανάλα.

  1. Λοιπον προεκυψε καινουργιο θεματακι τωρα.
    το να του κανω εγω στοματικο!!!!!!! Οταν το συζηταγαμε,του ειπα πως δεν μ αρεσει να κανω.
    Να μου κανουν ναι ,αλλα να κανω οχι.
    αυτος μου κανει,εγω δεν του χω κανει ακομη,και τον λυπαμαι γιατι ξερω οτι του αρεσει κι οτι το θελει.
    Δεν ξερω.Μπορει να ακουστει βλακεια αυτο που θα πω,αλλα νομιζω οτι θα με περασει για προστυχη αν του κανω στοματικο,
    αν γονατισω και το βαλω στο στομα μου.
    (βλακεια μου.το ξερω!!!)
    εχω την εντυπωση οτι μετα δεν θα μ αγαπα το ιδιο αγνα και καθαρα, κι οτι θα με κοιταει πιο βρωμικα μετα κι οτι θα χαθει η εικονα που εχει για μενα.
    (Απ' το σχέσεις.γρου).

  2. Ένα θεματάκι με το αυτοκίνητο: Εχω παρατηρησει οτι οταν ειμαι πχ σε μια ανηφορα και ειμαι ακινητοποιημενος,ή γενικοτερα σε δρομο με κατηφορικη κλιση(και εκει ακινητοποιημενος-πχ σε κινηση) και εχω πατημενο το φρενο,οταν το αφηνω ακουγεται ενας περιεργος ηχος,σαν να χτυπαει κατι απο το πατωμα του αυτοκινητου, ξερω γω η αναρτηση..Ειναι λογικο αυτο;;
    (Από φοράδα).

  3. - Τελικά, για να παντρευτεί την Σούλα, έπρεπε να πεθάνει πρώτα η μάνα του.
    - Μα ναι, ο Αρίσταρχος είχε πάντα ένα θεματάκι με την μάνα του. Θα κάνουν ένα γαμομνημόσυνο τζιτζί τώρα.

(από Vrastaman, 23/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του τα παίρνω στο κρανίο. Με μια οιονεί ομηρική χροιά, το μυαλό, οι φρένες εντοπίζονται ως ένα υλικό στοιχείο μεν, κέντρο του ψυχοσωματικού μας συναμφοτέρου δεν. Όταν πλήττεται το μυαλό μας από μια προσβόλα, παθαίνουμε ολόκληροι έναν ψυχοπνευματικό ντουβρουτζά και δεν ελέγχουμε πλέον τις πράξεις μας.

Trivium: Επ' ευκαιρία, θα ήθελα να εισαγάγω και τον όρο εγκεφαλογάμι, για να αποδοθεί στα ελληνικά το αγγλικό brain-fuck. Κυρίως με ενδιαφέρει η σημασία ότι κάποιος/α σε γαμεί εγκεφαλικά, απευθυνόμενος στον ψυχισμό σου και σε ελλείμματά του και μετά σε κάνει σκυλάκι του/της, όπως η Γιόκο Όνο τον John Lennon. Δευτερευόντως και τις άλλες σημασίες, βλ. και βικούλα.

Πάσα: Χότζας.

  1. Κι όταν μου είπε το menagot ότι τόσα χρόνια το εκμεταλλευόμουν, τά 'φαγα στο μυαλό, και τού 'κλεισα το τηλέφωνο.

  2. Της έχει κάνει εγκεφαλογάμι. Της δίδαξε ότι είναι πολύ προχώ να πηγαίνει και με τις φίλες της, και τώρα, άμα προκύψει θεματάκι τον υποστηρίζει κιόλας. Και είναι μια πιπινέζα σούπερ ντούπερ, όχι σαν τον άλλο, τον καραφλοχαίτουλα...

(από Vrastaman, 23/08/10)(από Khan, 22/08/13)

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικά, σημαίνει:

  1. Ανθρωπότυπος θηριωδώς μυώδης τ. σφίχτερμαν, σβάρτσος, μπονταίος κ.τ.ό., που να είναι όμως και ντουλάπας σε όγκο, ίσως και τριχωτός (όχι απαραίτητα), επίσης όμως και ανεγκέφαλος (λ.χ. ένα μπιλντέρι που θα διάβαζε Baudrillard δεν θα μπορούσε να ονομαστεί γορίλας).

  2. Ο σωματοφύλακας / μπράβος, κυρίως, αλλά και, λιγότερο, ο εκτελών χρέη πόρτας. Έχω την εντύπωση ότι χρησιμοποιείται σε προτάσεις αντιθετικά, για να πούμε ότι ένας φλώρος, αδύναμος, λουλούκος, ή υπερβολικά εγκεφαλικός τυπάς κυκλοφορεί με ζωώδεις γορίλες (μπράβους) μαζί του.

  3. Η αποκρουστική ζωώδης γκόμενα, βαθμολογίας 30 τεκιλών στην αντίστροφη πιτσιλισαμπίλιτυ. Σημειωτέον, ότι κατά Μπάμπη, η ονομασία του ζώου προήλθε από θρυλούμενη φυλή δήθεν τριχωτών γυναικών της Αφρικής, που ονομάστηκαν γορίλλαι.

Πολύ περισσότερα στοιχεία μας δίνει ο επιφανής συσλανγκιστής Σαραντάκος εδώ. Μην χάσετε την απίθανη ιστορία του Άννωνος τον 5ο αιώνα π.Χ., που δίνει και ένα χιντ γιατί η έννοια γορίλας έχει συσχετιστεί ειδικά με γυναίκες. Στο ίδιο κείμενο προκρίνεται η γραφή με ένα λάμδα, την οποία ακολούθησα, λόγω του ότι είναι σε τελική ανάλυση ξενικό δάνειο (είναι πολύ ενδιαφέρον ότι πιθανόν προέρχεται από αφρικανική ρίζα που σημαίνει άνθρωπος!).

Τέλος, πρβλ. και τα λήμματά μας πίσω γορίλα! και γωριλάς.

  1. Τριάντα «Γορίλλες» με τέσσερα αυτόματα περίστροφα στην τσέπη ο καθένας σχημάτισαν προστατευτικό ‘ανθρώπινο τείχος’ γύρω από τον στρατηγό Ντε Γκωλ.
    (δες Σαραντάκο)

  2. Κι αν είστε δικαστής με τήβεννο… προσοχή στον γορίλα!
    (Συμβουλή Σαραντάκου).

  3. Ακόμη οι φονιάδες-μπράβοι-γορίλλες-γίγαντες της ΟΝΝΕΔ κατεβαίνουν στην επέτειο του Πολυτεχνείου (τι δουλειά έχουν κάθε χρόνο αυτοί εκεί; ένας θεός ξέρει) και αφήνουν στεφάνι με στρατιωτικό βηματισμό και προκλητική συνθηματολογία (Από το indymedia)

  4. Δυστυχώς, όχι μόνο στη Μύκονο, αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα, το επίπεδο των πορτιέρηδων είναι από μηδενικό έως ανύπαρκτο. Δεν είναι τελικά και τόσο άστοχος ο χαρακτηρισμός που τους έχει αποδοθεί: γορίλες... Κρίμα σε εκείνο το παιδί που έφυγε, κρίμα για την οικογένειά του και κρίμα για τα τόσα άλλα παιδιά που χτυπήθηκαν από τα κτήνη που μόνο να μουγκριζουν ξέρουν, ούτε καν να καλησπερίζουν.
    (Από το φατσοβιβλίο).

(από ΠΡΩΤΕΥΣ, 20/08/10)(από Khan, 20/08/10)(από Khan, 20/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως εμφάνιση, ο ανθρωπότυπος αρκούδα δεν είναι απλώς ο εύχοντρος, όπως μας λέει ο ορισμός του Azargled, αλλά ο εύχοντρος και τριχωτός. Η διαφορά της αρκούδας από τον γκάλη και τον γκρηκ λόβερ με τρίχα για πουλόβερ είναι, κυρίως, ότι η αρκούδα έχει τρίχωμα και στην πλάτη (έτσι γίνεται η διαφορική διάγνωση) και επίσης ότι η αρκούδα είναι εύχοντρος, ντουλάπα, με λεπτούς ώμους (αρσενική αχλαδομούνα ένα πράμα) και μεγάλη κοιλιά, ενώ περπατάει και πολύ βαριά.

Ψυχολογικά, είναι καλοκάγαθος κουλ τύπος, ενώ όταν ζευγαρώνει έχει τάσεις να εκτρέπεται στον λουλουκισμό. Νταξ, ο όρος αρκούδα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για κάποιον που έχει μερικές μόνο από τις παραπάνω ιδιότητες.

- Πάρε την αρκούδα πού 'ρθε να κάνει μπάνιο!...
- Πάλι πρέπει να αλλάξουμε παραλjία γαμώ την αγανάκτησή μου, γαμώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει κάμποσες τρίχες στο στέρνο του και παραπάνω, ήτοι ερωτικό χαλί, το σταυρουδάκι να χάνεται στην φλοκάτη, γκρηκ λόβερ με τρίχα για πουλόβερ ένα πράμα. Πρόκειται για hommage στον (κατά πολλούς) γενάρχη του ελληνικού μπάσκετ Νίκο Γκάλη, του οποίου η θρυλική εϊτάδικη κίτρινη φανέλα (για τον Άρη μιλάμε όχι για βάζελους) άφηνε να φαίνεται το ερωτικό χαλί του. Οι κακές γλώσσες λένε ότι ήταν ένα από τα μυστικά του Γκάλη στο σκοράρισμα, γιατί ο αντίπαλος αμυντικός σιχαινόταν να κάνει άμυνα. Σημειωτέον, ότι οι τρίχες του γκάλη που σέβεται τον εαυτό του πρέπει να είναι και ιδρωμένες.

Επίσης, είναι άτομο που θυμίζει πολύ τα ένδοξα έιτηζ, για τον οποίο βλ. τα λήμματα γκάλης κούπερ και εϊτίλα.

Πάσα: Vikar.

- Πιάσε τρίχα!... Είναι γκάλης ο μπούστης...

(από Khan, 20/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το air-condition, λόγω περαιτέρω ολίσθησης του σλανγκοσημαίνοντος αρκουδίσιον. Ίσως και λόγω του ότι εν μέσω καύσωνος ευελπιστούμε να βρεθούμε σε περιβάλλον με πολικές, και, -γιατί όχι;-, με βολικές αρκούδες.

Επίσης, το ψέμα, η αρκουδιά, βλ. και αρκούδες.

Και τρίτη αρκούδα αναγκάστηκα να πάρω, μία για την κρεβατοκάμαρα, μία για το σαλόνι, και μία για την κουζίνα να μαγειρεύει η Σούλα, γαμώ την τρύπα του όζοντος, γαμώ!

.. (από MXΣ, 18/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην περίοδο του ελληνικού Εμφυλίου πολέμου σήμαινε το αναγνωριστικό αεροσκάφος, επειδή ερχόταν πάντα πρώτο το πρωί, (όπως οι γαλατάδες), πριν από τα βομβαρδιστικά. Δεν έχω τσεκάρει αν χρησιμοποιήθηκε ο όρος και σε άλλες πολεμικές συνάφειες.

«Ένα πρωί βγήκαμε σε μια πλαγιά, αρκετές οκογένειες, με έξι-εφτά αντάρτες συνοδούς. Ξάφνου κάνει την εμφάνισή του ένας γαλατάς. Έπειτα ακολούθησε το βομβαρδιστικό. Σκεπασμένοι με τις κουβέρτες περιμέναμε να περάσει και άκουγα τις βόμβες να σκάνε ολόγυρα».
Ηλίας Παπαθεοδώρου, επιζών, στην Καθημερινή της 14/8/2010.

Ο γαλατάς. Μυδασίστ: Δεινόσαυρος. (από Khan, 05/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Από τον μαμαδισμό, τον λεγόμενο και κατοχικό σύνδρομο, ότι άμα το παιδί δεν μπουκωθεί μέχρι σκασμού όσο είναι στην ανάπτυξη, τότε η μαμά δεν κάνει καλά την δουλειά της, προκύπτει η μπα(ρ)μπαδίστικη ειρωνική τροπή που σημαίνει απλώς διεκδίκηση δικαιώματος να φάμε το καταπέτασμα / περίδρομο / άμπακα. Δηλαδή πρόκειται για ένα παλαιάς κοπής συνώνυμο του νεώτερου είμαι στον όγκο.

- Καλά πάρε και καμιά ανάσα ρε Μπάμπη, θα πνιγείς...
- Ε... ε... είμαι στην ανάπτυξη, δεν πειράζει...
- ...;
- Καλά, αν όχι προς τα πάνω τότε προς τα πλάγια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα με ωραίο, πεταχτό και μεγάλο κώλο. Πορτοκαλίζεται από το «αυτή έχει έξω λέμε όλο της το βιος».

Πάσα: Χαλικούτης.

- Ώπα ώπα πάρε το μεναγκό! Εξωλέμβιος η δικιά σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες κώλων:

Αφενός, ο κώλος- μονόδρομος, όπου λειτουργεί μόνο η έξοδος για την αφόδευση.

Και, αφεδύο, ο κώλος- Ιόνια Οδός, που αποτελεί ευρύτερο δρόμο διπλής κατεύθυνσης με έξοδο και είσοδο.

Η στιγμή της αλήθειας εδώ:

[...]
Μανωλίδου. Πες μου, είσαι από χωριό ή από πόλη;
Πούστης. Από χωριό.
Μανωλίδου. Ντρέπεσαι για αυτό;
Πούστης. Φυσικά και ντρέπομαι, άκου ερώτηση! Έλληνας δεν είμαι;
Μανωλίδου. Θεωρείς τους συγχωριανούς σου ως κατώτερους από εσένα;
Πούστης. Και βέβαια, διότι εγώ είμαι εξελιγμένο μοντέλο.
Μανωλίδου. Υπό ποία έννοια;
Πούστης. Εμένα ο κώλος μου είναι διπλής κατεύθυνσης, λειτουργεί και προς τα έξω και προς τα μέσα, ενώ εκείνοι τον έχουν κάνει μονόδρομο, μόνο προς τα έξω επιτρέπεται.
ΑΛΗΘΕΙΑ!
[...]

Fun fun fun in ze Autobahn (από Vrastaman, 16/08/10)Η στιγμή της αλήθειας για τις ειδικές δυνάμεις (από Khan, 16/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published