Μια από τις -ίλες νέας κοπής, που μπορεί να ετυμολογηθεί με δύο τρόπους.

Αφενός από την αγγλική λέξη mood (δες εδώ για ετυμολογία), οπότε μιλάμε για mood-ίλα, για ένα ειδικό mood που χαρακτηρίζεται από κατήφεια, νταούνιασμα, ελαφρά κατάθλιψη και απαισιοδοξία. Η μουντίλα ωστόσο δεν μπορεί να προσδιοριστεί τόσο εύκολα. Είναι ένα απροσδιόριστο ζενεσεκουά στη διάθεσή μας που μπορεί και να σημαίνει ότι κάποιος είναι μελαγχολικό αγόρι ή κορίτσι με ευαισθησίες, που νιώθει τη βροχή, που είναι

in the mood for love

και άλλα χιπστεροειδή παρόμοια.

Η κυρίως ετυμολογία, όμως, είναι από το μουντός (<αρχαίο μυνδός = βουβός), οπότε έχει και πάλι μια παραπλήσια σημασία, καταχνιάς, σκοτεινίλας, νταρκίλας και μελαγχολίας. Ασφάλουσλυ αυτή η δεύτερη ετυμολογία είναι η επικρατούσα, αλλά τελευταίως μπορεί να συσχετισθεί παρετυμολογικώς με το mood που λέγεται ολοένα και περισσότερο.

  1. Βαρεθήκατε την μουντίλα και την βροχή; Μην ανησυχείτε ο καιρός φτιάχνει!
  2. «Πολύ μουντίλα, κυρία Τρέμη μου!» Τι χρώμα είναι αυτό, πεθαμενί; Δεν ξεπενθήσατε ακόμη το μακαρίτη; (Από το Ιντερνέτι)
  3. Εναντια στη «μουντιλα» και «απαισιοδοξια» που κυριαρχει τις μερες μας, ξεκιναμε κατι νεο γεματο θετικη ενεργεια και αισιοδοξια με αποστολη μας να σας προσφερουμε μονο τα καλυτερα. (Από το Φέισμπουκ).

Υπάρχει εξάλλου και η ινσέψιο περίπτωση η μουντίλα/ moodίλα να οφείλεται στο ότι μόλις σε έχει υποβιβάσει η Moody's.

Πάσα: Σούλτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς ο μπατσόκαρδος, δηλαδή αυτός που βαθιά στην ψυχή του πουστάρει αστυνομία, μπάτσους, ησυχία, τάξη και ασφάλεια, εξουσία. Κι αν είναι πολιτικός, όπως λέει ο Χότζας, υποθάλπει αυθαιρεσίες αστυνομικών.

  1. θα ηθελα ολη εσεις να ειστε στην θεση του πρωτου μπατσοψυχοι και φασιστες, δεμενοι και κλωτσιες στην μουρη θα σας αρεσε???? ουστ φασιστες. (Εδώ).
  2. Ο μέσος Συριζαίος του Φουμπού: Με δύο ποστ τη μέρα αυτομαστιγώνεται για τον Πάνο Καμμένο. Με τρία ποστ την μέρα θυμάται τον Άρη Βελουχιώτη και την ρήξη. Με τέσσερα ποστ θυμάται πως πρέπει να μείνουμε στο ευρώ και κάνει RealPolitik. Με δέκα ποστ βρίζει τον Πανούση, τον μπατσόψυχο. Κάνει λάικ σε σελίδα Θανάση. Κάνει λάικ σε σελίδα Μπερλίνγκουερ. Μία φορά την μέρα (αργά νύχτα) ποστάρει Μανόλη Αναγνωστάκη. Μία φορά την μέρα ποστάρει φωτό από κάμπινγκ σε Σχοινούσα. Μια φορά την μέρα ποστάρει φωτό με τσίπουρο χωρίς γλυκάνισο, αμπαλαέα. Κάνει λάϊκ σε σελίδα Στάθη Δρογώση. (Από το Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι η λαϊκή τραγουδίστρια εκ των καημός και μπουρού (δηλαδή το όστρακο που αντηχεί και κάνει βουητό, εκ του τουρκικού boru). Είναι 'λαδή σαν να λέμε αυτή που βουίζει με καημό. Κατ' επέκταση και όποιος άλλος βουίζει ή βοά με καημό και οδύνη.

Αγαπημένες καλιαρντές φιλεναδίτσες, οι ντελεκτουέλ κατσικοπόδαρες και καημομπουρούδες, άσεφτες αβέλωτες κακομοίρες, σας αβέλω καλιαρντομπέναμα... Προσέξτε καλά... θα αρπάξω την ψωμοσάκουλα και θα αβέλω καλιαρντά χαλέματα... Προσέξτε θα πάτε ατζινάβωτες απ'το καλιαρντό ντούπ και απ'το τσουρνό... Θα σας αβέλω συνεχώς στο ανεμοτζάσιμο και στην γκοντάχαλη μέχρι να τζάσουν τα παγκριά σας και να αφρίσουν τα μουτζά σας... Όσο για εσάς τις άλλες τις σαρμελοτζουσαριστές, θα σας βγάλω στο γυρωδιακονιάρισμα... Λούγκρες Έλλεεινες... Σας αβέλω κόντρα τέμπο σε όλους τους κατέδες που μπενάβουν καλιαρντά. Θα σας αβέλω μπαξ και λατσή καλιαρντό τζαστικό μέχρι η πούλη σας να κροταλάει στον κατήφορο. Σας δικέλω να τζάτε τα τιραχά και να αδικοκουτιαζόσαστε. Αυτά λοιπόν καλιαρντές φιλενάδες μου ούψα και στο λατσοδίκελμα, μπλαντορούφες καλιαρντές. Σας ΑΓΑΠΩ. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη που σημαίνει την κόρη, τη θυγατέρα, ετυμολογούμενη από το ηράκλω (<rakli, rakhli = κοπέλα, κόρη ξένη στη ρομανί) και το μουτζό (<mindž = αιδοίο στη ρομανί). Βλ. και ηρακλοβιρτζίνω.

Αβέλετε τζαστικό μωρή γκαζοζού, που μου μου θέλετε και κουραβέλτες με την ηρακλομουτζού. (Από το μπου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τη βρώμα στα καλιαρντά. Μάλλον από το τυρί γοργοντζόλα (βλ. εδώ για ετυμολογία) που έχει μια χαρακτηριστική οξεία οσμή.

Λοιπόν νάμαι κι εγώ εδώ η δειλή!!! Εξκιούσμι Λουκίες μου αλλά τέτοιο ξεκατίνιασμα δεν έχω δικέλει ποτές !!! τέτοια γοργόντζα πια, να βγάνετε τα άπλυτά σας στη φόρα και να καταριόσαστε μεταξύ σας, εσείς πρώην φιλινάδες και συναγωνίστριες, σα τις σαρμούτες για τα τσέτουλα, λυσσαγμάν πια!!!! (Αποκατέ).

-ΤΑ ΕΒΑΛΑ στο φαι που τρως μαν.
-Καλη σας ορεξη.
-Μπά μωρή γοργόντζα... Που να βουέλετε πιασμαντό σε μουτζό και φακιροπίπιζα να γίνεται... (Από το μπου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει χούι να ρωτάει συνέχεια για τα πάντα, και γίνεται έτσι μεγάλος σπασαρχίδης.

  1. Ο κλασοπόμολος ήταν πάντα ερωτησάκιας και πρηξαρχίδης, τόσο στο σχολείο, όσο και στο πανεπιστήμιο και η θητεία δεν αποτελεί εξαίρεση. Αν κάνεις το λάθος να σταθείς δίπλα του για πάνω από μια περιστροφή ηλεκτρονίου, την πάτησες. Θα σου βάλει να ακούσεις την πλήρη δισκογραφία: από τις κλασικές επιτυχίες «Πού μας πάνε τώρα;», «Τι φαΐ έχει σήμερα;» και «Τι ώρα είναι η αναφορά;», μέχρι πιο σπάνια indie κομματάκια όπως «Την αρβύλα τη γυαλίζουμε δεξιόστροφα;» και «Σε ποια θέση μπαίνει η ασφάλεια του G3 για να μην πυροβολάει;». Ακόμα και οι αστεράτοι ωχριούν μπροστά στο ανελέητο πρηξοπούτσι του! Ο τύπος είναι ικανός να βγει το πρωί στο τάγμα για να αναφέρει ότι στην χθεσινοβραδυνή περίπολο είδε 5 σταγόνες λάδι κάτω από ένα Στάγιερ. (Ο Mikeius χαρτογραφεί φαντάρους).
  2. Δεν με πειράζει, κανένα ερώτημα σου! Ίσα ίσα χαίρομαι με όσα ρωτάς γιατί σε πάω. Εγώ πάλι όταν ερωτώ, ερωτώ για να πάρω απάντηση, αν όχι λύση, άλλωστε την λύση μ' αρέσει να την δίνω εγώ στο τέλος αφού συλλογιστώ και τις διάφορες απαντήσεις που πήρα. Τα ερωτήματα, είναι my best! εγώ ερωτησάκιας είμαι! Τώρα όλα αυτά που λες, η απώλεια αισθημάτων, η συναίσθηση της ανυπαρξίας, του άχρονου χώρου τα βάζω στο κουτάκι, φαντασία. (Εδώ).
  3. Άναυδος κι ερωτησάκιας μια ζωή. Τι έγινε ρε παιδιά, πότε, πώς, πούουουου ου ου; Πού το καημένο το κορκοδειλάκι, σαν πούυυυυ (πάμε με το ένα δύο τρία λέμε…ενωμένα τα χειλάκια και απορία στο μάτι μέχρι να σκάσει γάιδαρο και πουουουου ούλοι μαζί για συμπαράσταση) έγινε το κακό και δεν το πήρα πάαααααλι χαμπάρι; Και πότε ρε θεέ πότε με την φορέσανε και κιχ δεν είπα; Και γιατί βρε μάνα εσύ που όλα τα με ξέρεις και όλα τα συ λέω γιατί ενώ με είπανε μόδα είναι το χαμηλοκάβαλο τώρα μη τον επιάνουνε κι ας πρόσεχες μη λιένε; (Εντεταλμένη επιθετικοποίηση της θάλασσας).

Askhole αγγλιστί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά καπνολεκές σημαίνει μουντζούρα, αλλά μπενάβω καπνολεκέδες σημαίνει κουτσομπολεύω, κάνω κους κους, με την έννοια λέω βρωμιές.

Μπενάβω καπνολεκέδες στο φόνι τώρα,αβέλω τζαστικό. (Κλείσιμο σε συμβουλές μπενάβοντος σε γυναίκα εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη εκ των λέξεων της ρομανί džal, džala, džal-tar που σημαίνουν φεύγω. Τζαστικό σημαίνει φευγιό, φυγή, διώξιμο και λέγεται συνήθως ως αβέλω τζαστικό δηλαδή φεύγω, παίρνω δρόμο, την κάνω, την κανά.

  1. Θα σας αβέλωνα πιασμάν τώρα μωρή γκαζοζού, αλλά εντός ολίγου πρέπει να αβελώσω τζαστικό. (Από το μπου).
  2. Ωρα να βουέλω τζαστικο. Ουψα και στο λατσοδίκελμα. (Από το μπου).
  3. εξκιούζμι τώρα αλλά αβέλω τζαστικό γιατί έχω ραντεβού μ’ένα κέκ στη παραλία που έχει όλα τα δόντια του. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν οδηγείς με πολύ μεγάλη ταχύτητα, πλακώνοντας το γκάζι, όταν πας δηλαδή σανιδωμένος, κομμάτια, μαλλιοκούβαρα, πουτάνα κ.τ.ό. Εκτός από αυτοκίνητα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλα οχήματα.

  1. Είμαι που λες δικέ μου, αραγμένος στα Λέδερ θερμαινόμενα καθίσματα σκέτος βούδας υπερδιπλάσιε. Μόλις έχω παραλάβει το καινούριο Φεράρι τούρμπο κάμπριο ενερτζάιζερ με εί μπι ε και αερόσακο και έχω βγει κολλητέ μου στην εθνική για ροντάρισμα. Κάτσε καλά ογκόλιθε έτσι; Μιλάμε για δέκα χιλιάδες κυβικά μηχάνημα δεκαπεντάρι κιβώτιο ταχυτήτων και δεκαπέντε κιβώτια γαριδάκια στο πορτ μπαγκάζ. Έχω γεμίσει και το ρεζερβουάρ σε μία Σι Ελ και κατεβαίνω πλακωμένος στην Εθνική, δίπλα η κυρία, διαβάζει το Μόδα Μπάνιο για να διαλέξει τι μπιντέ θα βάλουμε στο αυθαίρετο. (Χάρρυ Κλυνν, βλ. μήδι).
  2. Όταν ο άλλος κατεβαίνει πλακωμένος από Χαλκιδική (για παράδειγμα), και σου ανάβει και τα φώτα γιατί πας μόλις με 100 (και λόγω βροχής), ε κάτι φταίει. Και αυτό που φταίει, είναι κάτι που λέγεται οδηγική παιδεία (ή πιο σωστά, η απουσία της). Σκέψου μάλιστα, όταν στο κάνει στη δεξιά λωρίδα! (Σαράντα νεκροί σε τροχαίο).
  3. Άρα, αν ερχόταν πλακωμένος ανάποδα τον μονόδρομο στην αριστερή πλευρά του δρόμου και όχι την δεξιά (δηλαδή ο δρόμος δεν είχε ποδηλατόδρομο και στις δύο πλευρές) τότε δεν ήταν σύμφωνα με τον νόμο. (Εδώ).

Στην αρχή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη εκ των λίγδα και μπερντές, που σημαίνει τον πολύ φτωχό. Η λίγδα ετυμολογείται από το αρχαίο λίγδην = με τριβή, ακροθιγώς, εκ της ινδοευρωπαϊκής ρίζας (s)leig- που έχει ένα φάσμα σημασιών σχετικών με το γλοιώδες, το αηδιαστικό και το ολισθηρό. Για τη λίγδα στο σλανγκρ βλ. λιγδοκοκόρετσο, λιγδοκώλης, λιγδοτάγαρο, λιγδοτάμπαρο.

Ενώ ο λαός, λιγδομπερντές, δικελοσβουριασμένος, ατζινάβωτος και αναιμιάρης συνεχώς στο ανεμοτζάσιμο και στη γκοντάχαλη, αβέλει διακόνα στο μπερντέ και έχει πέσει στην αχαλού και στο γυρωδιακονιάρισμα.

Στο 0.34

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified