Ο πλαστικός κουβάς.

Κουβάλησα τρία σατίλια νερό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατσαρίδα.

Μαρί γιμίσαμε κουμπάνς... (στο χωριό η μια κυρά στην άλλη.)

periplaneta americana (από tryager, 28/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρεύμα αέρα μέσα στα στενά σοκάκια.

Πάμε να φύγουμε από εδώ, σοκακιάζει και θα κρυώσουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμός του κουβά ο οποίος είναι κατασκευασμένος από μεγάλο δοχείο λαδιού (17kg νομίζω). Με την σωστή μετατροπή του μετάφεραν νερό.

  1. Έφαγα μια μπούγλα νερό στα μούτρα.

  2. Θα φας καμιά μπουγλιά! (=απειλή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γιαγιά.

Χαρακτηρισμός που συναντιέται κυρίως στα χωριά της ηπείρου και όχι μόνο. Πολλές φορές έλεγαν έτσι και την μεγαλύτερη γυναίκα στην παρέα.

- Κάηκε η βάβω στο κουρκούτι και φυσάει και το γιαούρτι…
(παροιμία)

Baba Yaga (από poniroskylo, 09/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος ασήμαντος, χαζός ή τιποτένιος.

Εκ του αρχαίου κνώδαλον (άγριο πλάσμα, κτήνος].

  1. - Άντε να μου χαθείς ρε κνώδαλο. Ούτε μια σωστή δουλειά δεν μπορείς να κάνεις ντιπ άχρηστος είσαι!

  2. Ο Π. Ζερβός αποκαλεί κνώδαλο τον Ν. Ηλιόπουλο στην ταινία «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες». Στο έργο επίσης εξαπολύονται τα εξής κοσμητικά επίθετα:

  • Όρνιο
  • Ρεντίκολο της κοινωνίας
  • Κνώδαλο
  • Μούλωξες ρε κοπρόσκυλο
  • Αίσχος του Κουτσόπυργου
  • Ρεζίλ μπασή
  • Ανάπηρο κορμί
  • Άχρηστο τομάρι
  • Τρεμουλιασμένο ψωρόγιδο
  • Ψοφίμι
  • Ψοφάλογο
  • Ζοντόβολο
  • Καρνάβαλε
  • Αρχιρεζίλι του Κουτσόπυργου και αίσχος των Κοντογιώργηδων
  • Τρεμολέων
  • Αίσχος της φαμίλιας μας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λήμμα που χρησιμοποιούν οι οικοδόμοι για τον βοηθό τους. Ο μικρός μάστορας - μαθητής.

Η δουλειά του να φτιάχνει λάσπη, να κουβαλάει τούβλα και να καθαρίζει τα πάντα.

- Ρε Τάσο, ψάχνω για μαχτίδι, έχεις κανέναν υπόψη σου;
- Ναι ρε φίλε θα σου στείλω ένα καλό παιδί, πρώτος στην λάσπη και δυνατός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάφλας λέγεται ο τσίγκος, ένα μεγάλο κομμάτι από τσίγκο που καλύπτει διάφορα μέρη από κατασκευές, μπαλώματα στα παλιά σπίτια, διότι φθηνό και βολικό.

— Έχεις κανένα κομμάτι πάφλα να καλύψω το γκαράζ γιατί γέμισε νερά;
— Φίλε ό,τι θες, μόνο κάρφωσέ το καλά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παφίλια λέγαμε μικρότεροι τα μεταλλικά καπάκια από τα αναψυκτικά.

Για να εξηγήσω, παίρναμε τα καπάκια, τα χτυπάγαμε μέχρι να γίνουν λεία. Τα μεταφέραμε σε σακούλες και μαζευόμασταν και τα παίζαμε στα χαρτιά, ελλείψει χρημάτων. Ενίοτε τα παίζαμε σαν τράπουλα, αν δεν είχαμε χαρτιά. Η ονομασία από τον πάφλα που ανάφερα πριν.

— Μια σακούλα παφίλια έφερα, δεν μου την γλυτώνεις σήμερα.
— Μπα, δεν σε βλέπω ικανό, θα τα κλαις σε λίγο φίλε μου.

Δίπλα στην Παπαρήγα την καλή, ο μόνος ίσως κουστουμαρισμένος & γραβατωμένος βουλευτής του ΚΚΕ. Ο Θανάσης Παφίλης (από GATZMAN, 05/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι σαν να λέμε σήμερα ντουλάπα. Ο γίκος στα παλιά σπίτια ήταν το μέρος όπου στοιβάζονταν σε διάφορα μέρη, καθώς δεν υπήρχε χώρος, παπλώματα, κουβέρτες, βελέτζες κ.λ.π. η μια πάνω στην άλλη, και τα κάλυπταν με ένα σεντόνι. Χώρος αποθήκευσης.

  1. Χειμώνιασε, πρέπει να βγάλουμε τις βελέτζες από τον γίκο να πάρουν αέρα.

  2. Τράβα στον γίκο και κατέβασε τις κουβέρτες, άντε γιατί το βράδυ θα κρυώσουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified