Ολόκληρη η φράση έχει ως εξής : «Στ' αρχίδια μου και τρία μύγδαλα».

Δηλώνει αυξημένο βαθμό αδιαφορίας για το πρόσωπο / ζώο / πράγμα / πόλη, χώρα / γεγονός / ιστορία / υπόθεση κλπ, που γράφουμε στ' αρχίδια μας. Είναι δηλαδή επιτατικό (πιστεύω να το είπα σωστά αυτό το κέρατο).

Το και τρία μύγδαλα ένιωσε πολύ σίγουρο για τον εαυτό του, αποκόπηκε και πλέον μπορεί να κάνει και αυτόνομη σόλο καριέρα, όταν θέλουμε και μάγκες να ακουγόμαστε και κακές λέξεις να μη λέμε. Βλ. παράδειγμα 1.

Μετά από πολλές μάταιες προσπάθειες αναζήτησης της προέλευσης ή της λογικής της φράσης, (γιατί τα μύγδαλα να είναι τρία;;, γιατί να μην είναι καρύδια;; κλπ), ο γράφων την αποδίδει στον παραδοσιακό σουρεαλισμό της ελληνικής γλώσσας. Εκτός αν υπάρχει αδιόρατη εκλεκτική συγγένεια μεταξύ αρχιδιών και αμυγδάλων, αφού όπως πληροφορούμαστε στο λήμμα αρχίδια - μάντολες, οι μάντολες είναι τα αμύγδαλα. Ήδη δηλαδή τα ως άνω ξελιξίδια έχουν ξανασυναντηθεί στο παρελθόν.

Βλ. επίσης και στ' αρχίδια μου κι οχτώ αυγά Τουρκίας κι έξι τούβλα όρθια, καθώς και στ' αρχίδια μου κιόλας.

  1. Πέρα από την πλάκα, κάτι ήξερα εγώ που είπα θα το γράφω.... το δείχνει ο ΑΝΤ-1; το βλέπω την άλλη μέρα με την ησυχία μου. Δεν το δείχνει ο ΑΝΤ-1; ... και τρία μύγδαλα... delete και πάλι delete!

Από εδώ, στα σχόλια

  1. - Τα 'μαθες;; Η διοίκηση θα προχωρήσει σε απολύσεις. - Στ 'αρχίδια μου και τρία μύγδαλα. Αφού έξι μήνες τώρα, αυτοί κάνουνε πως μας πληρώνουνε και γω κάνω πως δουλεύω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι χαρακτηρίζουμε ένα άτομο sui generis, αδέσποτο, ανένταχτο και περίεργο (όχι όμως πάντα με την σεξουαλική έννοια). Μπορεί να είναι ανωμαλιάρης ή και αχαρτογράφητος ή απλώς μπορεί να μην έχει την τυπική εμφάνιση και συμπεριφορά που θα περίμενε από αυτόν η παρέα του. Το σίγουρο είναι ότι φέρνει τον περίγυρό του σε αμηχανία με τον λόγο, τις πράξεις ή τις επιλογές του.

Παρόμοιο το: μια κατηγορία μόνος του.

Η έκφραση πέρασε στην γλώσσα προφανώς εξ αιτίας των ανωμάλων ρημάτων της αρχαίας ελληνικής και της δυσκολίας εκμάθησής τους. Σήμερα μάλλον είναι ή ακούγεται μπαμπαδίστικη. Μπορείς να την πεις και φιλολογική αργκό.

Βλ. και εδώ για σοβαρή γλωσσολογική ανάλυση. Μπάμπη, φάε τη σκόνη μου ουάν μορ τάιμ.

  1. Ξύπνα ρε, αυτή η χώρα που ζούμε είναι το πιο ανώμαλο ρήμα του κόσμου... Βούρλο!

Από τον «Οργισμένο Βαλκάνιο» του Νίκου Νικολαϊδη.

  1. - Έλα, μας χτυπάνε ο Τάκης και ο Γιώργος να κατεβούμε να πάμε στο πάρτυ.
    - Όχι πάλι ο Γιώργος, θα μας ξεφτιλίσει, είναι ανώμαλο ρήμα ο τύπος. Τις προάλλες στο σπίτι της Κατερίνας μέθυσε, έσκισε μια πολυθρόνα με μαχαίρι και μετά προσπάθησε να τη γαμήσει.
    - Σιγά ρε, πώς κάνεις έτσι, και 'γω μια φορά γάμησα ένα πουφ.
    - Την Κατερίνα εννοούσα.
    - Μπίρες πήρες;

βλ. και ου μπλέξεις με ανώμαλα ρήματα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τίποτα παραπάνω από αυτό που λέει.

Παροιμιακή φράση που υμνεί τις γυναίκες και τα φυσικά τους κάλλη. Φράση ερωτική αλλά και βαθιά δημοκρατική, ενάντια σε όλους τους αποκλεισμούς, αφού κάθε γυναίκα διαθέτει και μπορεί να αναδείξει τις ομορφιές αυτές, ανεξάρτητα από καταγωγή, χώρα γέννησης, χρώμα δέρματος, θρησκεία, πορτοφόλι, εξυπνάδα, σωματότυπο και λοιπούς πλαστούς διαχωρισμούς.

Eναλλακτικά: το βυζί και το μαλλί, των γυναικώνε η στολή.

Οι παροιμίες δεν είναι αργκό, τούτη εδώ όμως έχει βυζιά μέσα, οπότε υποθέτω ότι περνάει.

Παροιμία είναι, πώς να φτιάξω παράδειγμα;

Σκεφτείτε π.χ. ανδροπαρέα στο καφενείο να χαζεύει το μπεγίρι που περνάει απ' έξω, έχοντας σε πρώτο πλάνο τα συγκεκριμένα κάλλη και ένας απ' αυτούς να σχολιάζει με την εν λόγω φράση.

Κάπως έτσι: - Πάρε το μωρό που περνάει απέναντι. Πολύ με φτιάχνει με το μαλλί ως τον κώλο. - Και έχει και ζιβύ πρώτης. - Εμ, το βυζί και το μαλλί, καθημερνή στολή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και μαλακίες.

Πολλές φορές στον προφορικό λόγο, πρέπει να μεταφέρουμε στον συνομιλητή μας κάτι που κάποιος άλλος είπε. Είναι ο γνωστός πλάγιος λόγος που μας μαθαίνανε στο σχολείο: «Ο Γιωργάκης (τυχαίο όνομα) είπε ότι...». Όταν θέλουμε όμως να μεταφέρουμε αυτά που είπε ο Γιωργάκης, δηλώνοντας ταυτοχρόνως ότι αυτά που είπε ο Γιωργάκης:

α) είναι μαλακίες ή/και

β)μας τα 'πανε πολλοί, πριν από αυτόν, είναι κοινοτοπίες, δεν μας είπε και τίποτα σπουδαίο, οπότε δεν αξίζει να τα μεταφέρουμε αυτούσια, παρά μόνο σε περίληψη ή/και

γ) είναι υποκρισία και ο Γιωργάκης είναι μέγιστος υποκριτής, καικαλάς ή/και

δ) ήταν κάπως πιο περίπλοκα από αυτά που εμείς μεταφέρουμε, αλλά το νόημα είναι αλλού και δεν αξίζει τώρα να είμαστε ακριβείς, πάρε μία γενική ιδέα, για να καταλάβεις και να προχωρήσουμε στο σημαντικό ή/και

ε) θέλουμε να πούμε συγχρόνως και πολύ απλά ότι ο Γιωργάκης είναι μαλάκας,

-τότε χρησιμοποιούμε εκφράσεις όπως αυτή του λήμματος. Με λίγα λόγια μεταφέρουμε πολύ περιληπτικά αυτό που ειπώθηκε και συγχρόνως το βάρος πέφτει στην ακαριαία απαξίωση αυτού που ειπώθηκε και αυτού που το ξεστόμισε.

Είναι ο σλανγκικός πλάγιος λόγος.

Σχετικές εκφράσεις :

(ότι) και καλά, κι έτσι, τάχαμου, ή διπλό τάχαμου-τάχαμου: δηλώνουν υποκρισία αυτού που μίλησε και του οποίου μεταφέρουμε τα λόγια.

σούπα - μούπες: υπεκφυγές και αοριστίες.

και τα ρέστα: μας λένε τις ίδιες γνωστές μαλακίες, μπλέξαμε με σπασαρχίδη.

σε στυλ, σε φάση, ντεμέκ, μα- μου, ή ακόμα πιο ελλειπτικά: α - ου, κουλουπού κουλουπού.

Και τέτοια. Αλλά κάποιος για όλα αυτά μπορεί κάλλιστα να πει και στα τέτοια μας.

  1. — Τι είπανε στο Υπουργικό Συμβούλιο;;;;
    — Ε, τα γνωστά του Γιωργάκη, πράσινη ανάπτυξη, προστασία του πολίτη και τέτοια (εδώ ο Γιωργάκης δεν είναι τυχαίο όνομα).

  2. Δεν μας φτάνανε τα μαρτύρια που περνούσαμε είχαμε και την ηλίθια καθοδήγα να μας ζαλίζει ότι ο σωστός κομμουνιστής δεν αυτοκτονεί, ότι πρέπει να τρώμε όλο το φαγητό μας και τα ρέστα. (Χρόνης Μίσσιος).

  3. Σενιάρω το ωραίο μου λήμμα και πετάγεται ο τύπος σε στυλ σλανγκαρχίδη και με αρχίζει ότι και καλά σεσινεπασλάνγκ κι έτσι. Μα αφού το έχω ακούσει το γαμολήμμα, δεν το έβγαλα από το νου μου.

  4. Είναι ψυχούλα σου λέω. Με πιάνει στη σκοπιά να κοιμάμαι και μ' αρχίζει α - ου, ετοιμότητα κι έτσι, αλλά δεν με έβγαλε στο τάκο, μου τη χάρισε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίκαιρη έκφραση, λόγω οικονομικής κρίσης. Καμία σχέση με το σπάσιμο των επιταγών.

Μία επιταγή σκάει, όταν έρθει η ημερομηνία πληρωμής της, και δεν υπάρχουν στην τράπεζα τα διαθέσιμα κεφάλαια για να πληρωθεί αυτή, οπότε η επιταγή αποδεικνύεται ακάλυπτη, ή αλλιώς πέτσινη. Με το σκάσιμο της επιταγής, ο κάτοχος της την σφραγίζει και αρχίζει να κυνηγάει τον εκδότη της επιταγής για το φέσι που του φόρεσε.

Προφ, η φράση γεννήθηκε επειδή το να σκάσει μία επιταγή είναι γεγονός πολύ αρνητικό για μία επιχείρηση ή έναν έμπορο, ισοδύναμο με την έκρηξη βόμβας. Τις περισσότερες φορές, εάν αρχίσουν να σκάνε οι επιταγές, η επιχείρηση σε λίγο χρονικό διάστημα βαράει κανόνι.

Για το χρονικό διάστημα λίγο πριν το σκάσιμο των επιταγών, λένε ότι οι επιταγές βρίσκονται στο κόκκινο.

Σήμερα σχεδόν κανείς δεν πληρώνει μετρητά, η αγορά κινείται με επιταγές που έχουν μακρινή ημερομηνία λήξεως (οι λεγόμενες μεταχρονολογημένες). Ως αποτέλεσμα, ο κάτοχος της επιταγής αγωνιά για το εάν πληρωθεί η επιταγή ώστε να μπορέσει να καλύψει με την σειρά του τις δικές του υποχρεώσεις, ενώ ο εκδότης της επιταγής αγωνιά να βρει λεφτά για να την πληρώσει. Κανείς από τους δυο δεν κοιμάται ήσυχος.

Επιταγές λαμβάνουν και οι τοκογλύφοι, οι οποίοι δανείζουν κάποιο ποσό και λαμβάνουν ως κάλυψη επιταγή πολύ μεγαλύτερου ποσού, στο οποίο περιλαμβάνονται και οι τοκογλυφικοί τόκοι.

Τά 'μαθες;; Άρχισαν να σκάνε οι επιταγές του Κακομοίρογλου.

Ωχ, γάμησέ τα, μας έχει δώσει και μας μία τριχίλιαρη, δεν πρόκειται να δούμε προκοπή από δαύτη, δες πως θα τα καλύψουμε.

χα χα χα χα  (από ο αυτοκτονημενος, 18/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιοι μεγαλοπαράγοντες που είναι μέσα στα πράγματα έχουν βαλθεί να μας πείσουν ότι ζούμε κοσμοϊστορικές εποχές, ότι πολλά πράγματα που ξέραμε έχουν δήθεν ήδη αλλάξει και πρέπει λέει να τα ξεχάσουμε και να προσαρμοστούμε στα νέα δεδομένα.

Έτσι επιμένουν ότι πλέον το να δουλεύεις δεν σημαίνει απαραίτητα και ότι θα πληρώνεσαι, υπάρχει δήθεν και καλά και τάχαμου τάχαμου και η εκδοχή να δουλεύεις στο τζαμπέ και πάλι ευχαριστημένος πρέπει να είσαι, αφού δεν θα θεωρείσαι άνεργος. Και δεν πα να λέει η ρημάδα η απλή λογική ότι χίλιες φορές καλύτερα άνεργος παρά απλήρωτος εργαζόμενος.

Η φράση του λήμματος λοιπόν λέγεται σε αντιδιαστολή με την υπό καθιέρωση ύποπτη έννοια της εργασίας χωρίς μισθό. Αποτελεί ευνοϊκό υποτίθεται ξεκαθάρισμα των εργασιακών όρων μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου, αφού ο τελευταίος θα έχει το ειδικό προνόμιο !!!! να πληρώνεται για την εργασία του.

Ακούγεται και ως δουλειά πληρωμένη, σε αντιδιαστολή με την απλήρωτη.

Από όποιον και αν το ακούσετε, η δέουσα αντιμετώπιση είναι αυτή του παραδείγματος.

- Έχω έξι μήνες απλήρωτος. Φεύγω, δεν πάει άλλο. Ξέρεις για καμιά δουλειά;

- Δουλειά με λεφτά; Γιατί χωρίς λεφτά ξέρω πολλές.

- Ναι ρε τρόμπα, με λεφτά, με λεφτά, και σάλτα και γαμήσου και φέρε μου τα ρέστα στην τελική.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Επιδίδομαι σε ταπεινωτική εργασία, χαμαλοδουλειά, χαμαλίκι, αγγαρεία, κοπιαστική δουλειά μικρής σημασίας.

Απαντάται στην υποτιμητική έκφραση: άντε να ξύνεις πατσές, (βλ. παράδειγμα 1).

  1. Τεμπελιάζω (βλ. παράδειγμα 2).

1α. Πατσές είναι οι κοιλιές. Για να μαγειρευτούν οι κοιλιές, πρέπει πρώτα να καθαριστούν από τα σκατά, που τα ξύνουν με μαχαίρι, μία κοπιαστική και όχι και τόσο ευχάριστη διαδικασία, η αλήθεια είναι.

Το άτομο στο οποίο αναφερόμαστε δεν είναι άξιο για τίποτα καλύτερο να κάνει στην ζωή του.

Αυτή είναι η αρχική και ορθή χρήση της φράσης.

2α. Η δεύτερη καθιερωμένη πλέον σημασία της (τεμπελιάζω), προέκυψε από την χρήση της φράσης χωρίς την γνώση της πρωταρχικής μαγειρικής προέλευσής της. Στην περίπτωση αυτή αναφερόμαστε σε άτομο το οποίο ξύνει τις ίδιες τις δικές του πατσές, δηλαδή κάτι ανάλογο με το ξύνω τ΄αρχίδια μου.

Απαντάται στην φράση «ξύνει τις πατσές του μέχρι να λειώσουνε τα ξύγκια», με την έννοια ότι ο εν λόγω κωλοβαράει ασύστολα.

  1. «Αν το θέλω με πίτα ζητάω πίτα με σουβλάκι. Αν αυτός που το πουλάει δεν ξέρει ότι σουβλάκι=μικρή σούβλα, άρα σουβλάκι=το κρέας περασμένο σε «καλαμάκι» ας αλλάξει επάγγελμα, ας ξύνει πατσές πχ :p» .

(καλά το καταλάβατε, είναι από φόρουμ για την αιώνια διαμάχη, σουβλάκι, μπουγάτσα, λεμονίτα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, να ζει κανείς ή να μη ζει κτλ).

  1. «Το μοναδικό νταραβέρι που έχει η Super League είναι με τον ΟΠΑΠ. Αν δεν υπήρχαν τα κρατικά λεφτά, το μαγαζί θα είχε χρεοκοπήσει. Από την ελεύθερη αγορά δεν παίρνουν ούτε σέντζι. Και με πουλημένα τα τηλεοπτικά δικαιώματα για τα επόμενα τρία χρόνια τι έχει να κάνει η Super League για τα επόμενα τρία χρόνια μέχρι το 2012; Για τέτοιες περιπτώσεις λέγεται ότι «ξύνουν πατσές». (σχόλιο αθλητικογράφου)

(από spydel, 09/11/09)Patsa (από allivegp, 09/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμπορικός υπάλληλος υπεύθυνος για την είσπραξη δόσεων, γνωστός και ως δοσατζής. Επισκέπτεται κατ’ οίκον όσους έχουν αγοράσει με δόσεις διάφορα εμπορικά προϊόντα και καθυστερούν να τις εξοφλήσουν.

Η εξαφανισμένη αυτή επαγγελματική τάξη σκιαγραφείται γλαφυρά και με συμπάθεια στις ελληνικές ταινίες «Περάστε την πρώτη του μηνός» με τον Σταύρο Ξενίδη και την Άννα Φόνσου και το «Έξυπνο πουλί», με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Βλ. και παλαιότερη ελληνικά ταινία με τους πλανόδιους έμπορους Πασπάτη – Καλαφάτη (Βέγγος και Σταυρίδης) και το άσμα : «όχι με δόσεις, όχι με δόσεις, ό,τι θα πάρεις, θα το πληρώσεις». Σχετική η φράση, η «βάζω γραμμάτια» που πατεράδες λένε στα παιδιά τους εν είδει κατήχησης («όταν παντρεύτηκα την μάνα σου, βάλαμε γραμμάτια μέχρι και για τα πιρούνια»).

Από τους συμπαθείς αυτούς υπαλληλίσκους περάσαμε στις εισπρακτικές εταιρείες που τηλεφωνούν καθημερινά τους (συχνά άξιων της μοίρας τους) οφειλέτες καταναλωτικών δανείων, αφήνοντας μηνύματα στην δουλειά τους ή στην γειτονιά τους για να τους ξεφτιλίσουν.

Όταν ο οφειλέτης δεν έχει κάτι να δώσει, αλλά ούτε και κάποιο περιουσιακό στοιχείο για να κατασχεθεί, η ψυχολογική αυτή βία είναι απαραίτητη προκειμένου η τράπεζα να βγάλει τα κέρδη της, εκφοβίζοντας και εξαναγκάζοντας τον οφειλέτη να εξοφλήσει μέσω νέου δανειοδανείου, αφού ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος.

Το «ζόρι βγάνει λάδι», που λέει και ένας επαγγελματίας του είδους. Πιο άμεσες και μπρουτάλ μεθόδους χρησιμοποιούν οι τοκογλύφοι, βλ. ενδεικτικά την «Ψυχή στο στόμα» του Οικονομίδη.

Κλείνουμε με το αντίστοιχο δίστιχο της εποχής : «δεν θα ξοφλήσουμε ποτέ, κουφάλα τραπεζίτη».

- Πάρε τηλέφωνο τον Κακομοίρογλου, χρωστάει 3 δόσεις από το διακοποδάνειο.

- Ρε γαμώτο, φαϊνάνσιαλ μάνατζερ είμαι εγώ ή δοσάς;

(από GATZMAN, 12/10/09)Πασπάτης-Καλαφάτης (Βεγγος-Σταυρίδης) βλ. β παρ/φο (από GATZMAN, 12/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Oχιά διμούτσουνη να σε φάει!: Λέγεται με οργή από κάποιον που μόλις απορρίφθηκε ηχηρά μία πρότασή του προς αυτόν που την απέρριψε. Λέγεται αμέσως μετά το όχι, για να λειτουργεί η παρήχηση και η ένταση της στιγμής.

- Αγάπη μου, κάνε μου μία πιπούλα.
- Άει στο διάολο ρε ληγμένο κουνάβι, που έχεις να κάνεις μπάνιο τρεις μέρες και θες και πιπούλα.
- Έλα μωρό μου, σε παρακαλώ, να κοίτα, θα του βάλω γύρω-γύρω λίγο αποσμητικό (φς, φσσσσσς). Να έλα, μύρισε, άρωμα.
- Παράτα μας ρε σιχαμένε, δεν καταλαβαίνεις ότι βρωμάς και ζέχνεις;;;. Δεν παίζει με την καμία, νόου, νιχτ, νιετ, νάιν, νο, όχι.
- Οχιά διμούτσουνη να σε φάει, μωρή μαλακισμένη, μας τα 'χεις κάνει τσουρέκια! στο τέλος-τέλος. Πάω να δω τηλεόραση.
(Αληθής στο περίπου στιχομυθία)

(από Khan, 02/09/09)(από Vrastaman, 03/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάζεψέ τα. Δεν βρίσκω άλλη ερμηνεία παρά να προέρχεται από συντόμευση του «μάζεψέ τα». Γνωστό το τραγούδι του Τσιτσάνη, «τα λερωμένα, τ' άπλυτα, τα παραπεταμένα, μάσ' τα και φύγε φίλε μου, δεν κάνεις πια για μένα». Φυσικά συντάσσεται και με άλλους τρόπους, «μασ' το, το 'μασα» κλπ. Λίγο ξεπερασμένο, αλλά νομίζω κλασικό και χρησιμοποιείται και σήμερα.

Μάσ' τα πράγματά σου και άδειασέ μου την γωνιά.

(από electron, 02/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified