Ἀρκοῦδα λέγεται καὶ τὸ πίλημα ἰνῶν, ἰδίως ὅταν δὲν εἶναι σφικτό (εἶναι δηλ. ἀφρᾶτο καὶ χνουδᾶτο), ὅπως πχ συμβαίνει κάτω ἀπὸ ἔπιπλα, ὅταν δὲν καθαρίζεται συχνὰ ὁ χῶρος.

Ἡ ἐτυμολογία τῆς ἐννοίας αὐτῆς εἶναι διττή:

  • Ἀπὸ τὴν καθ' ὑπερβολήν ἔκφρασι: «Δὲν σκουπίζετε καθόλου, ἀρκοῦδες πιάσαμε ἐδῶ μέσα». Ἡ φρᾶσι αὐτὴ θέλει νὰ δηλώσῃ ὅτι εἴμαστε «τερατωδῶς» ἀσκούπιστοι, ἀλλὰ στὸ μυαλό μας κυριολεκτικοποιεῖται.
  • Ἀπὸ τὴν τριχωτὴ ἐμφάνισι τῆς μπαλίτσας τοῦ χνουδιοῦ, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ παρομοιασθῇ μὲ ἀρκοῦδα.

Βλ. καὶ μπάμπαλο. Σὲ ἰατρικὸ πλαίσιο ἡ ἔκφρασι χρησιμοποιεῖται κατὰ τὴ διάρκεια ἐπεμβάσεων μὲ χρῆσι μικροσκοπίου, ὁπότε ἡ παραμικρὴ ἴνα (βαμβακιοῦ ἢ ἀπὸ τὸν ἱματισμό), πιασμένη σ' ἕνα μικροεργαλεῖο, φαίνεται στὸ μικροσκόπιο μεγάλη, κι ἂς μήν εἶναι πίλημα.

  1. Δὲν σκουπίζετε καθόλου, ἀρκοῦδες πιάσαμε ἐδῶ μέσα.

  2. [Σὲ ὠτοχειρουργικὴ ἐπέμβασι]
    Αἴας: Δεσποινίς, τὸ ἐργαλεῖο ποὺ μοῦ δώσατε ἔχει ἀρκοῦδα.
    Ἐργαλειοδότις: Ἄχ, συγγνώμιν, δῶστε μου νὰ τὸ καθαρίσω...

Ἀρκοῦδι (από aias.ath, 14/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαλοῦπα λέγεται τὸ συσσωμάτωμα ἰνῶν, τὸ τριχοπίλημα, ἰδίως ἂν ἔχῃ κάποιο μέγεθος, ποὺ νὰ διακαιολογῇ τὴν χορταστικὴ «κατάληξι» -οῦπα. Βλ. καὶ σχόλιο στὸ λῆμμα μπάμπαλο.

Ἐπίσης, μαλοῦπα λέγoνται τὰ φύκη, ποὺ μαζεύονται στὰ ὕφαλα τῶν πλοίων καὶ προκαλοῦν ἐλάττωσι τῆς ταχύτητος. Αὐτὴ ἡ μαλοῦπα λέγεται καὶ στρειδῶνα, διότι τὰ φύκη συνυπάρχουν μὲ διάφορα μικρὰ ὄστρεα (καμμιά φορὰ μύδια, ὄχι στρείδια πάντως).

Ἐνίοτε, παραστατικὴ ὑποκατάστατη λέξι γιὰ τὸ τριχωτὸν τοῦ ἐφηβαίου, ὑφ' ὡρισμένας εὐνοήτους προϋποθέσεις.

Ἡ ἐτυμολόγησις εἶναι ἀπὸ τὸν συμφυρμὸ τῶν λέξεων μαλλὶ καὶ τουλοῦπα. Τουλοῦπα < τολύπη, ποσότης ἀκατεργάστου μαλλιοῦ ἐπάνω σὲ ρόκα. Προφανῶς ἡ τουλοῦπα δὲν ἔχει σχέσι μὲ τὸ χασικλίδικο γλυκάκι, τὴν τουλοῦμπα. Δεδομένης τῆς ἐτυμολογήσεως αὐτῆς, ἡ μαλοῦπα πρέπει νὰ γράφεται μὲ διπλὸ λ, ἔχει ὅμως ἐπικρατήσει μὲ ἕνα.

  1. - Μαλοῦπα πιάσατε, ἀνοικοκύρευτες, κάτ' ἀπ' τὰ κρεββάτια! Κάντε καὶ κανὰ σκούπισμα...

  2. - Γιακουμή, τὸ καΐκι ἔπιασε μαλοῦπα (στρειδῶνα), κι ἔχουμε ταξείδι. Νὰ τὸ βάλουμε στὸ ποτάμι, κανέ.

  3. - Καὶ βγάζει τὸ βρακί της, μεγάλε, ἡ Μάρω, καὶ βλέπω μιὰ μαλοῦπα, παλτὸ ὁλάκερο, δικέ μου.

Μαλοῦπα (από aias.ath, 14/12/09)Μαλοῦπα imitation (από aias.ath, 14/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται γιὰ λεξιπλασία, τὴν ὁποίαν προτείνω ὡς χαρακτηρισμὸ γιὰ ἀξιόλογα λήμματα, βαθμολογημένα μὲ πολλὰ ἀστέρια, τὰ ὁποῖα ὅμως «ἐκλάσθησαν» σὲ ἐπίπεδο σχολίων, διότι οἱ σχολιασταὶ προτίμησαν νὰ τὸ γυρίσουν σὲ λογοπαιξίες, ἀναγραμματισμούς, σὲ μοτοσυκλετιστικά, μπασκετικά, ποδοσφαιρικὰ κλπ, ἄσχετα μὲ τὸ λήμμα, θέματα.

Τὸ «κλάνεται μετὰ πολλῶν ἀστέρων» εἶναι ἕνα εἶδος ἀντιφατικοῦ χειρισμοῦ, κάτι σὰν τὸ «ἀπορρίπτεται μετὰ πολλὠν ἐπαίνων», ἢ «πολὺ ὡραῖο τὸ Μεταξᾶ 5**, ἀλλὰ θὰ πιῶ *Κουρτάκη μὲ Κόκα Κόλα».

Ἐτυμολόγησις: κλαστερᾶτο < κλασ-μένο + ἀστερᾶτο.

Βλ. λῆμμα γαμίδι, ἀπὸ τὸ ὁποῖο προέρχεται καὶ ἡ ἔμπνευσις.

Ἐπίσης, τὰ ἡμέτερα τουτού, σαραμπαμπίτς καὶ πολλὰ ἄλλα, πολὺ ἀξιολογότερα.

Ἀστερᾶτο (από aias.ath, 16/12/09)Κλασ- (από aias.ath, 16/12/09)(από Vrastaman, 17/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἡ ἔμμηνος ρῦσις στὰ καλιαρντά.

Στὴν παραστατικότατη αὐτὴ λέξι ἀνακατεύεται παρετυμολογικῶς ὁ κο(υ)μμουνισμός, τὸ μουνὶ καὶ τὰ σκέλη! Πρβλ. καὶ ξενικὲς συσχετίσεις κομμουνισμοῦ καὶ ἐμμήνων στὶς ἐκφράσεις «the russians are coming» ἢ «the reds are here».

Ἄλλες λέξεις τοῦ λουμποταραφίου γιὰ τὰ ἔμμηνα εἶναι: Τὸ ἐπίσης παραστατικότατο μουνόπασχαμουτζόπασχα, προφανοῦς ἐτύμου, ρουζόσκελη ἢ ρουτζόσκελο (ἀπὸ τὸ γαλλικὸν rouge καὶ σκέλη, πρβλ. ἔκφρασι «she has the red flag») καὶ ἡ καραφροδιτόστασι (στάσι τῆς καραφροδίτης: παῦσι τῶν σεξουαλικῶν σχέσεων τῆς πόρνης, λόγῳ τῶν ἐμμήνων).

Οἱ λέξεις αὐτὲς ἀναφέρονται ὑπὸ τῶν κιναίδων πάντοτε μὲ ἀηδία καὶ μόνο χαμηλοφώνως, σὲ κατ' ἰδίαν σχολιαστικὲς συζητήσεις. Δὲν ὑπῆρξαν ποτὲ τοῦ συρμοῦ καὶ τοῦ δρόμου, οὔτε ἔχουν χρησιμοποιηθῆ ποτὲ γιὰ κράξιμο, διότι ἁπλῶς οἱ λέξεις αὐτὲς δὲν τοὺς ἀφοροῦν, ἢ ἄντε νὰ ἀφοροῦν κανένα μπινέ (βλ. σχόλιό μου ἐκεῖ).

- Τὸ ἡρακλομουτζάκι τῆς τζασπροβιαραζοῦς τῆς ἀδερφῆς σου κόζα τchά, μωρή;
- Ἄς τα, χρυσή μου, μπούτ ταραγμάν τὸ τεκνιτσάκι μου, ἄβελε πρίμα βόλτα κουμμουνόσκελη στὸ τεκνόστουντο καὶ φτάσαν τὰ μπλάντια στὶς νισεστέ! Τό 'τζασε σόπιτο ἡ τεκνοζαλίστρα!

Τουτέστιν:

- Τὸ κοριτσάκι τῆς ξυρισμένης τῆς ἀδερφῆς σου τί κάνει μωρή;
- Ἄς τα, χρυσή μου, μεγάλη ταραχὴ τὸ κοριτσάκι μου, τῆς ἦρθε πρώτη φορὰ περίοδος στὸ σχολεῖο καὶ φτάσαν τὰ αἵματα μέχρι τὶς κάλτσες! Τὸ 'διωξε ἄρον ἄρον ἡ δασκάλα.

"Επισκεφτείτε την Σοβιετική Ένωση πριν σάς επισκεφτεί εκείνη" λέγαμε κάποτε... (από Vrastaman, 17/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκύλος στὰ καλιαρντά.

Σὲ πολλὲς περιπτώσεις γιὰ τὴν ἴδια βασικὴ ἔννοια χρησιμοποιοῦνται στὰ καλιαρντὰ διαφορετικὲς λέξεις, ἀναλόγως μὲ κάποια ἰδιαιτερότητα. Ἐν προκειμένῳ λυσσαγμάν λέγεται ὁ σκύλος ποὺ γαυγίζει, ὁ λυσσάρης (καὶ ὄχι ὁ λυσσασμένος) σκύλος.

Προέρχεται ἀπὸ τὴ λύσσα μὲ τὴν ψευτογαλλικὴ κατάληξι –μαν (< -ment).

Ἄλλες ὀνομασίες εἶναι:

  • Γουγουλφάκης, κατὰ χαϊδευτικὴν παρομοίωσιν μὲ τὸν γλυκούλη λύκο, σύμφωνα μὲ τὸ σχῆμα wolf > γούλφης > γουγούλφης > γουγουλφάκης. Γούλφης σημαίνει λύκος (οὐδέτερα, ὡς ζωϊκὸ εἶδος), μὲ ἀναδιπλασιασμὸ καθίσταται προσωποποιημένος λύκος τοῦ παραμυθιοῦ, ἐνῷ μὲ τὴν καλιαρντὴ κατάληξι –άκης μεταλλάσσεται σὲ σκύλο.
  • Ἀγριογουγούλφης λέγεται ὁ ἀγριόσκυλος.
  • Φιντέλης, μὲ ἔμφασι στὴ σχέσι ἀδιαπραγμάτευτης πίστεως τοῦ σκύλου πρὸς τὸ ἀφεντικό του. Ἀπὸ τὸ φιντέλης > φιντελάκης > -λάκης > Λάκης αἰτιολογεῖται καὶ τὸ παλαιότερα συνηθιζόμενο ὄνομα, ποὺ ἔδιναν οἱ ἀδελφὲς τῆς «καλῆς κοινωνίας» στὰ κανίς, πούντλ, πομεράνιαν, τσιουάουα κλπ ἀνθυποράτσες σκύλου ποὺ ἔσερναν κοντά τους. Στὸ κράξιμο ποὺ ἔπεφτε ἀπὸ τὴ μαρίδα στὸ σοκάκι εἶχε μέρισμα καὶ ὁ παντέρμος ὁ σκύλος, διότι τὸν ἀποκαλοῦσε ὁ ἔνας Ψοφίξ, ὁ ἄλλος Λυσσάξ, ἐνῷ κάποιος τοῦ ‘ριχνε καὶ κανὰ κλωτσίδι.
  • Γουγούμης, ποὺ εἶναι κατὰ πᾶσα πιθανότητα ἠχομιμητικὸ γιὰ μιὰ ἐκδοχὴ τῆς σκυλίσιας φωνῆς (γούου-γούου), μιᾶς καὶ τὸ γαβγάβης θὰ ἦταν κακόηχο καὶ ὑπὲρ τὸ δέον νατουραλιστικό.

Καὶ μιὰ πουτάνα φέραμε, τὸ γάβγισμα λέγεται γουλφομπεναβία < γουλφομπενάβω, κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ μαντὰμ μπεναβία (βλ. παράδειγμα λήμματος σὶκ ρανζὲ ὀριεντάλ).

  1. - Βουέλω βιζιτασιὸν κουραβὲλ στὸ ἐμάντες τσαρδὶ τῆς καμπανίας. Ἀβέλω πάρτυ γιὰ ὀχτὼ καθιστούς, κι ἡ μαμὰ θὰ μαγειρέψῃ φακές.
    - Ἄχατα, ἄχατα, ἀλλὰ τὸ λοιμόρο τὸ λυσσαγμάν, τὸν ἀγριογουγουλφάκη νὰ τὸν τζάσῃς, γιατὶ θὰ τοῦ ἀβέλω τζαστιραχοσεκέρι.
    Τουτέστιν:
    - Θέλω νὰ μ’ ἐπισκεφθῆτε γιὰ γαμήσια στὸ ἐξοχικό μου. Θὰ κάνω πάρτυ γιὰ ὀχτὼ καθιστούς, κι ἡ μαμὰ θὰ μαγειρέψῃ fuckιές (παραπλανητικὲς πουστοκουβέντες κενὲς ἀκριβοῦς περιεχομένου, μεστὲς ὅμως νοήματος)
    - Σύντομα, σύντομα, ἀλλὰ τὸν ἀπεχθῆ λυσσάρη σκύλο νὰ τὸν διώξῃς, γιατὶ θὰ τοῦ ρίξω φόλα.
  2. (Λέει ἡ Γκρέτα δυνατὰ στὸ μισοριξιὰΨοφίξ)
    - Λάκη, γάβγισε τὸν κύριο (ἐννοοῦσε τὸν Ἀλβανό, ποὺ δὲ μάσαγε), νὰ πιάσουμε παρτίδες!

Τσου ρε φιντελάκη! (από Khan, 27/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται ἴσως διὰ τὸ γνωστότερον καὶ παλαιότερον κράξιμον, εἰδικῶς διὰ κιναίδους, τὸ ὁποῖο δὲν ἀκούεται πλέον, μιᾶς καὶ τὰ πράγματα ἤλλαξαν πρὸς τὸ πουστότερον. Ἡ κανονικὴ ἐκφορά του εἶναι ἀρχικῶς μακρόσυρτος, μὲ αὔξουσαν ἔντασιν καὶ ὄξυνσιν τῆς ποιότητος τῆς πρώτης συλλαβῆς, παρὰ τὴν περισπωμένην, ἥτις ἐδῶ τυπικῶς μόνον τίθεται: «Συυυυυυυυυῦκα!!!!! Καλὲ συυυυυυυυυῦκα!!!!!». Συναφὴς καὶ ἡ ὀλιγότερον εὔχρηστος ἐκφώνησις: «Τσαπέέέέλες!!!!!». Παραλλαγὴ εἰς τύπον μιλητοῦ κραξίματος μεγαλοφώνως, διὰ κάρφωμα: «Πάρε μιὰ συκιά ἐκεῖ, ρέ! Σὰ δὲ ντρεπόμαστε λέω ‘γώ· συυυῦκα, μωρή! »

Παρά τὰς μακροχρονίους ἐρεύνας μου, ὁ τρόπος συσχετίσεως τοῦ σύκου καὶ τῆς συκέας μὲ τὸν κίναιδον παραμένει ἄδηλος. Συμφώνως πρὸς ἐξεζητημένην τινα ἐκδοχήν, τὴν ὁποίαν θέτω εἰς τὴν κρίσιν τοῦ σλαγκεπωνύμου πληρώματος ἐλλείψει ἄλλης καλλιτέρας, τὸ ὥριμον καὶ μελίρρυτον σῦκον, τοῦ ὁποίου ὁ ἰξώδης χυμὸς προβάλλει αἰδημόνως ἀπὸ τὴν μικρὰν ὀπὴν εἰς τὸ κάτω μέρος τοῦ καρποῦ, παρομοιάζεται μὲ τὸν κίναιδον, τοῦ ὁποίου ἔχει κατέβει ἡ γλύκα πίσω εἰς τὴν ροδέλαν καὶ ὑπερχειλίζει. Ἡ ἔρευνα συνεχίζεται.

Τὸ παραδοσιακὸν κράξιμον ὑπῆρξε μεγάλη ἀτραξιὸν κατὰ τὸ παρελθόν. Ὑπὸ τὴν ἤδη ἐκτεθείσαν μορφήν του ἦτο καλόηθες καὶ ἀναμενόμενον ὑφ’ ὅλων τῶν δεδηλωμένων ἀδελφῶν ψυχῶν. Εἶναι σφᾶλμα νὰ πιστεύεται ὅτι ἡ κραζομένη κροτάλω, λουμπίνα, ἐτροῦσκα, τζαζκαραμπαζοῦ κλπ δυσηρεστεῖτο ἢ ἀλλέως πῶς ἔφερε τοῦτο βαρέως. Τοὐναντίον μάλιστα, ὑπέφερε μέχρι καταθλίψεως, μετὰ συναισθημάτων ἀναξιότητος καὶ μηδενισμοῦ, ἂν δὲν ἐκράζετο ἐπαρκῶς, ἢ ἐκράζετο ἀποκλειστικῶς ὑπὸ τῆς μαρίδας: Τοῦτο ἐσήμαινε ὅτι διήρχετο ἀπαρατήρητος. Μπορεῖ νὰ λεχθῇ μὲ μεγάλην ἀσφάλειαν ὅτι ὁ συνήθης κίναιδος τοῦ δρόμου ἔζη διὰ τὸ κράξιμον. Κατὰ συγγνωστὴν παράφρασιν τῆς Καρτεσιανῆς ρήσεως θὰ ἠδύνατο νὰ λεχθῇ «Κράζομαι, ἄρα ὑπάρχω (καὶ διεγείρω τὰ πάθη καὶ τοὺς (ὁμο)φόβους τοῦ ὁμοφύλου πλήθους)». Μόνον αἱ κρυφαὶ δὲν ἔτεινον εὐήκοον οὖς εἰς τὰ κραξίματα, συνεσταλμέναι γάρ, ἐνίοτε δὲ καὶ βιρτζινόλουμπαι, ἄλλαι δὲ ἔτι ἐντὸς τοῦ φοριαμοῦ διατελοῦσαι (ἑλληνιστὶ in the closet). Εἴς τινας βεβαίως περιπτώσεις, ἐμπνευσμένον τι κράξιμον εἶναι βέβαιον ὅτι θὰ ὤθησε κρυφάς τινας νὰ ἐξέλθωσι τοῦ ἀσφυκτικοῦ καὶ πνιγηροῦ φοριαμοῦ των καὶ νὰ εἰσέλθωσι εἰς τὸ ταράφιον, καθιστάμεναι βαθμηδὸν γκρὰν ταραφόλουμπαι.

Τὸ κράξιμον βεβαίως ἠδύνατο νὰ λάβῃ πολλὰς ἄλλας μορφάς, ἄλλας κλιμακηδὸν καὶ ἄλλας ἐξ ἀρχῆς ὑψηλῆς ἐντάσεως. Μία ἀρκούντως συνήθης κλιμάκωσις ἐπήρχετο κυρίως μετὰ τὴν ἀπάντησιν τοῦ κιναίδου διὰ σκώματός τινος ποικίλης δηκτικότητος, ἐνίοτε δὲ ὑψηλῆς αἰσθητικῆς. Ἡ ἀπάντησις συνωδεύετο ὑπὸ ἐπιτάσεως τῶν κουνημάτων καὶ τοῦ φιλαρέσκου ἀκκισμοῦ, πρὸς ἄφατον τέρψιν τοῦ φιλοθεάμονος κοινοῦ, τὸ ὁποῖον ἔκραζε:
«Σκωτῶστε την μὲ λουκουμόσκονη» ἢ «Πνίχτε την μὲ...» ἢ «Πνίχτε την στὴ....». Μέχρις ἐκεῖ τὰ πράγματα ἔβαιναν ὁμαλῶς καὶ ὅλοι ἀπελάμβαναν τὸ μερίδιόν των ἐκ τοῦ συμβάματος (ἑλληνιστὶ happening).

Ἄλλο κράξιμον, ἰδιαιτέρως ἀξιομνημόνευτον, ἤρχιζε σταθερῶς μὲ τὸ «Ἀλάργα μωρὴ ....» καὶ προσετίθεντο κατὰ τὸ δοκοῦν καὶ τὴν περίστασιν τὰ «σκατόπουστα», «καραλούμπω», «λουμπινίστρα» (< λουμπίνα + κουνίστρα), «ξεκωλιάρα πριγήπισσα» καὶ ἄλλαι παρόμοιαι κακοήθειαι. Εἰς περίπτωσιν δὲ προκλητικῆς ἀπαντήσεως, ὑπερβαινούσης τὰ ἐσκαμμένα καὶ δηλούσης διάθεσιν ἀντιπαραθέσεως πρὸς τὸ κοινόν, ἐνίοτε, ἐλλείψει προχείρου λουκουμοκόνεως, ἤρχιζεν ὁ ἐσφενδονισμὸς ὀπωροκηπευτικῶν καὶ δή ὑπερωρίμων ἢ ἤδη σεσηπότων, ἐξ οὗ καὶ ἡ κλασσικὴ ἔκφρασις «μᾶς πήρανε μὲ τὰ σάπια». Ἡ παρέμβασις τῆς ρούνας (ἀστυνομίας) κατέληγε συνήθως τὴν ἐποχὴν ἐκείνην εἰς μᾶλλον αὐθαίρετον σύλληψιν τοῦ κιναίδου διὰ διέγερσιν τοῦ πλήθους, διὰ προσβολὴν δημοσίας αἰδοῦς, ἀλλὰ καὶ διὰ προστασίαν τῆς πέτρας τοῦ σκανδάλου, ὁπότε καὶ ἐτζάζετο εἰς τὸ ρουνάδικο διὰ ρεβύ [< (γαλ.) revue = ἐπιθεώρησις, ἐξακρίβωσις στοιχείων εἰς τὸ τμήμα). Ὑπῆρξε βεβαίως καὶ μία ἀρκούντως μαύρη ἐποχή (1959-1983), κατὰ τὴν ὁποίαν ἴσχυσε ὁ περιβόητος νόμος 4000, περὶ τεντυμποϊσμοῦ, ὁπότε ἦτο δυνατὸν νὰ συλληφθοῦν καὶ οἱ λόγῳ καὶ κυρίως ἔργῳ κράζοντες.

  1. Συυυυυυυυυῦκα!!!!! Καλὲ συυυυυυυυυῦκα!!!!!

  2. Τσαπέέέέλες!!!!!

  3. Πάρε μιὰ συκιά ἐκεῖ, ρέ! Σὰ δὲ ντρεπόμαστε λέω ‘γώ· συυυῦκα, μωρή!

προφάνουσλυ (από dryhammer, 14/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται γιὰ τὸ εἶδος ἐκεῖνο τεμπέλη καὶ κοπρίτη, ποὺ ἔχει ὡς χαρακτηριστικό, ὅτι τὸ καλοκαῖρι πιάνει τοὺς ἴσκιους καὶ ἀρέσκεται ἰδίως στὶς δροσερὲς πεζοῦλες, ἀπὸ τὶς ὁποῖες βρίθουν οἱ πλατεῖες τῶν χωριῶν μας, τὰ σοκάκια καὶ τὰ ξάγναντα τῆς ἑλληνικῆς ὑπαίθρου. Δὲν ἁρμόζει ὡς ἀστικὸς χαρακτηρισμός. Εἶναι τύπος συμπληρωματικὸς τοῦ λιακαδόρου, μὲ τὸν ὁποῖον μπορεῖ νὰ συναντηθῇ μόνον τυχαίως, διότι κυκλοφοροῦν σὲ ἄλλα στέκια, εὐδοκιμοῦν ἄλλη ἐποχή, καὶ ἔχουν διαφορετικὴ θερμορύθμισι.

Τὸ ἔτυμον προφανές, ἀπὸ τὸ «δροσερὴ πεζοῦλα», καὶ ὁ ἀγαπῶν αὐτήν, δροσοπεζούλας. Τεχνικά, θὰ μποροῦσε νὰ ἐκφρασθῇ καὶ σὲ πιό vulgaire ὗφος, μὲ ἀναβιβασμὸ τοῦ τόνου, ἀλλὰ δὲν τὸ ἔχω ποτὲ ἀκούσει.

Ὁ χαρακτηρισμὸς δὲν χρησιμοποιεῖται ποτὲ γιὰ τεμπέλες γυναῖκες, διότι παραδοσιακῶς αὐτὲς εἶναι περισσότερο περιορισμένες στὸ σπίτι καὶ στὸν ἄμεσο περίγυρο, καὶ δὲν συνηθίζεται νὰ δροσίζουν τὰ ὀπίσθιά των εἰς τὶς πεζοῦλες. Ἐπίσης, εἶναι ἀρκετὰ λιγότερο πιθανὸ νὰ βρεθῇ τεμπέλα γυναῖκα στὸ χωριό, σὲ σύγκρισι μὲ τοὺς πανταχοῦ παρόντες κηφῆνες, ἐξ ὧν ἐτυμολογεῖται καὶ τὸ κηφηνεῖον (καφενεῖον). Ἂν βρεθῇ καὶ καμμία τεμπέλα, αὐτὴ θὰ χαρακτηρισθῇ περισσότερο ὡς ἀνεπρόκοπη καὶ μούχλα, καθὼς καὶ ἐκ τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς φυγοπονίας, πχ ἀμαγέρευτη, ἄπλυτη, ἀσκούπιστη (οἱ χαρακτηρισμοὶ αὐτοὶ εἶναι slang κατὰ τοῦτο, ὅτι δὲν ἰσχύουν κατὰ κυριολεξίαν· δηλ. ἄπλυτη σημαίνει αὐτὴ ποὺ δὲν ἔχει κάνει τὴ μπουγάδα της, καὶ ὄχι τὴν ἀτομική της καθαριότητα).

Ὀπτικῶς, ὁ δροσοπεζούλας παραπέμπει σταθερὰ σὲ φαρδόκωλο ἄνδρα, διότι ἀλλέως πέως, πῶς θὰ ἀπελάμβανε τὴν δρόσον τῆς πεζούλας, μὲ μικρὴ ἐπιφάνεια ἐπαφῆς (;) Εἶναι ἐπίσης σύνηθες, νὰ φέρῃ κλαδάκι βασιλικοῦ ἢ ματζουράνας ἢ ἀρμπαρόρριζας πάνω ἀπὸ τ' αὐτί, διότι ἔχουν κι αὐτὰ δροσιά, μυρίζουν καὶ ὡραῖα, καὶ ὁ δροσοπεζούλας εἶναι ρέκτης καὶ φιλήδονος τύπος.

Ἐπίσης, ρέπει ὁ δροσοπεζούλας εἰς τὴν θυμοσοφίαν, τὴν θεωρητικολογίαν τὴν τερατολογίαν καὶ τὸν ξερολισμόν, διότι σπανίως βρίσκεται μόνος του, καὶ οἱ ἐν συνόδῳ δροσοπεζοῦλες κάτι πρέπει νὰ λένε μεταξύ τους, ἄσε ποὺ ἐμφανίζεται ἐνίοτε καὶ ἀνταγωνισμός. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ μερικὰ πράγματα, γιὰ τὰ ὁποῖα εἶναι δύσκολο νὰ κατηγορηθῇ τὸ εἶδος αὐτὸ τεμπέλη: Ἡ χαρτοπαιξία, ἡ οὐζο-κονιακο-ρακοποσία καὶ ἡ ἀκατάσχετος πολιτικολογία εἶναι μερικὰ ἀπὸ αὐτά, τὰ ὁποῖα εὐδοκιμοῦν περισσότερο στὸ περιβάλλον τοῦ κηφηνείου.

Ὁ χαρακτηριστικὸς δροσοπεζούλας ἔχει ἐργασθῆ ἀπὸ ἐλάχιστα ἕως καθόλου, ἀναπολεῖ δὲ τὰ «χρόνια» τοῦ μόχθου μὲ νοσταλγία, καὶ συχνὰ ἀναφέρεται σ' αὐτά, πῶς πχ πλένανε στοίβες πιάτων στὴν Ἀμερική, πῶς διεκπεραιώνανε τόνους ἐγγράφων στὸ Δημόσιο, μέχρι ποὺ βγῆκε στὴ σύνταξι μὲ κάποιο εὐεργετικὸ νόμο ἢ εὐεργετικὴ κομπίνα.

Σύγκρισις λιακαδόρου καὶ δροσοπεζούλα, ἀντιστοίχως (φυσικά, ὑπάρχουν καὶ ἐξαιρέσεις):

  • Ψυχρόαιμος : Θερμόαιμος
  • Νωχελής : Ζωτικός, κινητικός
  • Δὲν δείχνει ἐνδιαφέρον, βαρυέται : Ἐνδιαφέρεται γιὰ ὅλα, δὲν βαρυέται καθόλου
  • Ἀπρόθυμος γιὰ ὁμιλία : Ὁμιλητικότατος
  • Ἐσωστρεφής : Ἐξωστρεφής
  • Ἀπαντᾶται στὶς λιακάδες, κατὰ τὶς ψυχρότερες ἐποχὲς τοῦ ἔτους : Ἀπαντᾶται στοὺς παχειοὺς ἴσκιους καὶ στὶς πεζοῦλες, κατὰ τὶς θερμότερες ἐποχὲς τοῦ ἔτους.

- Μῆτσο, ἔχουμε ρὲ καναγκαλὸν ἡλεκτρολόγο;
- Ναί, ἀμέ, τὸν Ἀρίστο.
- Ἄσε ρὲ τὴ ντρέλα σου, μ' αὐτὸν τὸ δροσοπεζούλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τὸ παρὸν νὰ ἀναγνωσθῇ ἀφοῦ προηγουμένως ἔχετε μελετήσει τὸ λῆμμα χεσοκαβάντζα.

Ὡς ναρκοπέδιο χαρακτηρίζεται περιοχὴ ἐλευθέρου κάμπιγκ τόσο πυκνοχεσμένη, ποὺ δὲν μπορεῖ κανεὶς πλέον ὄχι σκηνὴ νὰ στήσῃ, ἀλλὰ οὔτε κἄν νὰ προσεγγίσῃ.

Ἡ μόνη δικαιολογία ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχῃ κάποιος γιὰ νὰ πάῃ ἐκεῖ νὰ κατασκηνώσῃ, εἶναι νὰ εἶναι κοπρολάγνος ἢ νὰ ἀνήκῃ στὸν Ὅμιλο Ἀνωμάλων Μυριστῶν.

- Ἐδῶ κύριοι εἶναι ἡ παραλία τῆς Βλαχιᾶς (Β. Εὔβοια, Αἰγαῖο μεριά). Μέχρι τὸ `82 ἐχόμαστε μὲ τὰ μουλάρια ἀπ' τὸν Ἄϊ Γιάννη τὸ Ρῶσσο. Τώρα ὁ δρόμος εἶναι μεγάλη εὐκολία. Κατασκηνῶστε.
- Ποῦ ρὲ θεῖο; Ἐδῶ εἶναι ναρκοπέδιο!

βλ. και νάρκες, τούρτα, κουρατζίνα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξενέρωτη καὶ γελοία αμερικλανιά, συνιστῶσα παρ' ἡμῖν ἰατρονοσηλευτικὸ slang.

Σημαίνει ὅτι κάποιος ἀσθενὴς ἀτυχεῖ βαρέως καὶ πρέπει νὰ σπεύσῃ ἐπὶ τόπου ἡ ἤδη προκαθωρισμένη ἰατρονοσηλευτικὴ ὁμάδα CPR, δλδ Καρδιο-αναπνευστικῆς ἀνανήψεως. Ὅλα παγώνουν ἐκείνη τὴν ὥρα. Παγώνουν καὶ ὅσοι γνωρίζουν τί σημαίνει ἡ ἐκφώνησι ἀπὸ τὰ μεγάφωνα «Προσοχὴ παρακαλῶ! Κωδικὸς μπλέ στὸν 4ο Α» (μὲ ἐπανάληψι).

Ἀποτελεῖ κατὰ λέξιν μετάφρασι τῆς ἐκφράσεως «Code blue», δῆθεν γιὰ νὰ μὴν καταλαβαίνουν καὶ ἀνησυχοῦν οἱ «ἄσχετοι» (lay persons). Ἀρκετά παλαιότερα θυμᾶμαι ὅτι στὴν Ἀμερική λεγόταν «Code red», τὸ ἄλλαξαν ὅμως, προφανῶς για ξεκάρφωμα, ἴσως καὶ γιὰ νὰ μή μπερδεύονται μὲ τὴν ἔκφρασι «Red tape», ποὺ χαρακτηρίζει τὴν ἐκεῖ γραφειοκρατικὴ καθυστέρησι.

Σὲ περίπτωσι ποὺ ὁ κωδικὸς μπλὲ ἀποδειχθῇ πούτσες μπλέ, ὑπάρχει σαφὴς διοικητικὴ ἀπαγόρευσι γιὰ ἐρωτήσεις ποὺ θὰ φέρουν σὲ δύσκολη θέσι αὐτὸν ποὺ τὸν «χτύπησε» (= σήμανε). Παρὰ ταῦτα οἱ καλοὶ συνάδελφοι τοῦ ρίχνουν τὸ σχετικὸ «κωλοδάχτυλο», μὲ ὅλη τους τὴ συμπάθεια κι εγώ σ' αγαπώ.

Ἀπὸ τὰ μεγάγωνα τοῦ νοσοκομείου:
«Προσοχὴ παρακαλῶ! Κωδικὸς μπλέ στὸν 4ο Α. Ἐπαναλαμβάνω: Κωδικὸς μπλέ στὸν 4ο Α»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκικὴ γραφὴ ἀντὶ τοῦ ἐπιρρήματος «εὐρέως».

Φαντάζομαι πὼς εἶναι Ἑβραῖος γνωστὸν ὅτι ὁ πούστης καθέτου εἶναι ἀρχίδια τὴν γεωμετρίαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified