Μικρὸ πέος στὴν καλιαρντή.

Ἡ καλιαρντὴ διαθέτει γιὰ τὴν περιγραφὴ αὐτοῦ τοῦ «ἀποτροπαίου καὶ θλιβεροῦ θεάματος» τὰ ἑξῆς συνώνυμα: φιστίκι, σφαίρα, μπάμια, μπάμια Μπογιατίου (Μπογιάτι=Ἁγ. Στέφανος Ἀττικῆς).

Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξῃ βεβαιότης περὶ τοῦ ἐτύμου, πιστεύω ὅμως ὅτι προέρχεται ἀπὸ «ἐξευγενισμένη» (μεσίκ) καὶ παραπλανητικὴ καλιαρντοεκφορὰ τῆς κοινῆς λέξεως τσουτσού < τσουτσούνα (καὶ τσουτσούνι), τῆς ὁποίας τὸ παράγωγον «ξετσουτσουνεύω» δὲν εἶναι δόκιμον ὡς «ξετουτουνεύω».

Τσάμπα ὁ μπερχαμὰς γιὰ τὸ τεκνό, μωρὴ Κοῦλα! Τουτού ἄβελε στὸ πακέτο!

Τοὐτέστιν: Ἄδικα ὁ καυγὰς γιὰ τὸν ἐπιβήτορα, ἀφοῦ τὸ φούσκωμα τοῦ παντελονιοῦ στὴν περιοχὴ τῶν γεννητικῶν ὀργάνων (προφανῶς μὲ βάτες) ἔκρυβε ἕνα μικρὸ καὶ ἀνάξιο λόγου πέος.

(από Khan, 07/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τὸ ἐξόγκωμα τοῦ παντελονιοῦ στὴν περιοχὴ τῶν γεννητικῶν ὀργάνων στὰ καλιαρντά.

Ὡς γνωστὸν πολλοὶ κίναιδοι φοροῦν ὑπερβολικὰ κολλητὰ παντελόνια προκειμένου νὰ ἀναδεικνύεται τὸ «εὐμέγεθες» πέος των. Πολλοὶ ἄλλοι χρησιμοποιοῦν καὶ γεμίσματα (βάτες).

Συνώνυμα: μπαγκάζι, φωτογένεια. Τὸ τελευταῖο ἔχω ἀκούσει μόνο ἀπὸ ἐκλεπτυσμένους καὶ ὑψηλῆς αἰσθητικῆς ὁμοφυλοφίλους.

Μουσαντὸ πακέτο ἄβελε τὸ λατσότεκνο.

Τοὐτέστιν: Τὸ ὑπὸ τὰ ἐνδύματα διαφαινόμενο μέγεθος τῶν γεννητικῶν ὀργάνων ἦταν ψεύτικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ὁ ψηφίζων σαβουροϋποψήφιο, πάντοτε κατὰ τὴν ὑποκειμενικὴν γνῶμιν τοῦ σχολιάζοντος.

Ἡ ἀναλογία μὲ τὸ σαβουρογάμης εἶναι πιστεύω προφανής.

- Ποιός τὸ ψηφίζει αὐτὸ τὰ σούργελο, ρέ;
- Καὶ ὅμως φίλτατε, ὑπάρχουν πολλοὶ σαβουροψήφηδες.

(Στιχομυθία γενομένη παρουσίᾳ μου, τὸ βράδυ τῆς 4/10/09, ἐπὶ τῇ θέᾳ τῶν ὀπισθίων ἀτυχεστάτης γνωστῆς Εὐρωβουλευτοῦ καὶ πρώην ὑπουργοῦ, εὑρεθείσης παρὰ τῷ (τῇ στιγμῇ ἐκείνῃ ἀκόμη) Πρωθυπουργῷ, εἰς τὸ Ζάππειον).

Σαβουρουποψήφιος (από GATZMAN, 07/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἀκρωνύμιο τῶν λέξεων Γαμᾶμε ,τι Βροῦμε κτὸς Πούστηδων.

Στὴ δεκαετία τοῦ ᾿60 στὸ Κολλέγιο Ἀθηνῶν ὑπῆρξε σύλλογος (ἄτυπος φυσικά) μαθητῶν μὲ τὸν τίτλο αὐτόν. Ὁ ΓΟΒΕΠ ὑπῆρξε ἀντίπαλος τοῦ ἄλλου «συλλόγου» τοῦ ἰδίου σχολείου, μὲ τίτλο ΓΟΒ (ἡ ἑρμηνεία περιττεύει). Ὁ ΓΟΒΕΠ ἦταν ἐξ ὅσων γνωρίζω πολυπληθέστερος τοῦ ΓΟΒ.

Πρβλ. καὶ σαβουρογάμης

- Μαλάκες, μετὰ τὸ φαγητὸ θὰ συνεδριάσῃ ὁ ΓΟΒΕΠ. Ἔχουμε νέο μέλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύντμησις (μὲ μετατροπὴ) τοῦ μουνόπανο, ὅταν αὐτὸ χρησιμοποιεῖται ὡς ὑβριστικὸς-ὑποτιμητικὸς χαρακτηρισμὸς προσώπου.

Πρόκειται γιὰ Πατρινὸ ἰδιωματισμό, τὸν ὁποῖον ἔμαθα ἐπὶ τόπου τὴν δεκαετία τοῦ ὀγδόντα, καὶ ὁ ὁποῖος ἐπιβεβαιώθηκε ἐν συνεχείᾳ στὴν καθ' ἡμέραν πρᾶξι ἀπὸ δύο εἰδικευομένους ποὺ εἶχα, μέχρι τὸ 1995.

Ἐπιμελητής: Παναγιώτη, εἶπε ὁ Σόλων (συνειδικευόμενος γιατρὸς μὲ τὸν Παναγιώτη) νὰ κατέβῃς ἐσύ στὰ ἐξωτερικὰ ἰατρεῖα, διότι τὸν θέλει ὁ διευθυντής.
Παναγιώτης: Τὸν θέλει ὁ διευθυντής, τὸ πανί, νὰ μὴ τοῦ γ... τὴν Π..., τὸ σκατόγλειφτα... ...Δὲν πάω πουθενά νὰ τοῦ πῇς. Σιγὰ μὴν κάτσω ἐγὼ νὰ γ...μαι κι αὐτὸς νὰ μινάρῃ. (Μετὰ ἀπὸ λίγο προσθέτει:) Καλὰ ρέ, θἄρθω νὰ σὲ βοηθήσω... (προσθέτει δὲ μουρμουρίζοντας:) Τὸ μουνόπανο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παιδεραστής, στὸ Πατρινὸ ἰδίωμα.

Ἡ ἐτυμολογία προέρχεται κατὰ τὴ γνώμη μου ἀπὸ σύγχυσι: Αὐτὸς ποὺ «τρίβει» ἢ «τρίβεται» μὲ τὰ παιδιά, ἐνῷ κανονικὰ εἶναι αὐτὸς «παρὰ τῷ ὁποίῳ διατρίβουσιν οἱ παῖδες», δηλαδὴ ὁ παιδαγωγός.

Ὁ Πανίτσας ἀπ' τὰ Ταμπάχανα (πλατεία λαϊκῆς συνοικίας τῶν Πατρῶν) ἐνδιεφέρετο γιὰ τὴν θέσι τοῦ ἐπιστάτου στὸ σχολεῖο. Σχολιάζει λοιπὸν κάποιος:

- Μὰ μπίτι μινάρηδες εἴστενε μωρέ! Αὐτὸς εἶναι παιδοτρίβης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πυροσωλήν, ὁ ὁποῖος παλαιότερα ἐχρησιμοποιεῖτο γιὰ τὴν ἐκκίνησι πετρελαιομηχανῶν θαλάσσης, τύπου Μαλκότση (Πέραμα), Παπαθανάση (Βόλος) κλπ.

Ὁ κύλινδρος τῆς μηχανῆς εἶχε σὲ κάποιο σημεῖο μία τρύπα μὲ βόλτες. Ἐκεῖ βιδωνόταν ἡ μαλαστούπα, δηλ. ὁ μεταλλικὸς πυροσωλήν, ἀφοῦ εἶχε προηγουμένως πυρακτωθῆ σὲ ἀνοικτὴ φλόγα ἢ θράκα. Κατόπιν γύριζαν τὸν στρόφαλο (βολάν ἢ βολάνι) μὲ τὸ χέρι ἢ μὲ μανιβέλα, γινόταν συμπίεσι, ἀνάφλεξι καὶ ἡ πρώτη ἔκκρηξι. Μετὰ ὁ κύκλος ἐπαναλαμβανόταν μὲ τὴ βοήθεια τῆς στροφορμῆς τοῦ στροφάλου.

Ἀθάνατα μηχανήματα καὶ φοβερὰ μεγαλεῖα τῆς τότε ἀνθούσης Ἑλληνικῆς βιομηχανίας. Ὅλοι οἱ ἀνωτέρω χρεωκόπησαν στὴ δεκαετία τοῦ ἑβδομῆντα.

Δὲν ἔχω λεκτικὸ παράδειγμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

κίναιδος. Καλιαρντὴ λέξις, διεισδύσασα καὶ στὴν κοινὴ νεοελληνική.

Πιθανὴ ἐτυμολογία ἀπὸ τὸ «κολομπίνα», διὰ παραφθορᾶς. Ὡς γνωστόν, στὰ καρναβάλια, γαϊτανάκια κτλ εἶχαν οἱ κίναιδοι πρωτοκαθεδρία, τοὐλάχιστον πρὸ τῆς «θεσμοθετήσεως» τῶν πουστοπαρελάσεων.

Μερικοὶ νεώτεροι παραπλανητικοὶ τύποι:

  • Λοῦμπα, κατ' ἀναλογίαν τοῦ κουφάλα > κόφα τῆς κουτσαβακικῆς.
  • Λούμπω, παρομοίως, ἀλλὰ μὲ ἐναλλακτικὴ θηλικὴ κατάληξι κατάληξι, κατὰ τὸ Μάρω κλπ.
  • Λουμπέσκω, μὲ ψευδορουμανικὴ κατάληξι.
  • Λουμπουνιά, ἐπὶ τὸ χονδροειδέστερον. Νὰ μή συγχέεται μὲ τὸ
  • λουμπινιά = πουστιά, κυρίως μεταφορικῶς.

Λουμπινίστικα καὶ Φραγκολουμπινίστικα εἶναι τὰ καλιαρντά.

Σημ. Οἱ λέξεις λοῦγκρα, λουγκρέτα, λουκρητία κλπ, ἐνῷ ἔχουν ἴδιο νόημα καὶ ἐπίσης ἀρχίζουν μὲ λου, δὲν φαίνεται νὰ συνδέονται ἐτυμολογικῶς. Τὸ λουκία (μὲ μικρὸ λ) εἶναι ἄσχετο καὶ σημαίνει γυναῖκα ἐλαστικῶν ἠθῶν.

Κυριότερη χρῆσις εἶναι σὲ ἀγοραῖα κραξίματα τοῦ τύπου:

«Ἀλάργα μωρὴ λουμπίνα (λοῦμπα κλπ)»

Τὸν τύπο «λουμπέσκω» ἔχω ἀκούσει μόνο σὲ ἀφηγηματικὸ λόγο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγαλοπρεπής, μεγαλοπρέπεια, λόγιος, λογιωτατισμός, ἀναλόγως τῶν συμφραζομένων.
Πρόκειται γιὰ ἀσυνήθως χρησιμοποιουμένη λέξι, λόγῳ τοῦ ὅτι ἡ καλιαρντὴ ἔχει ἐν γένει τὸ κέντρο ἐνδιαφέροντός της σὲ διαφορετικὴ θεματολογία. Ἐξ αὐτοῦ τοῦ λόγου, σὲ τέτοιες περιπτώσεις, τὸ νόημα ὁρίζεται μὲ ἀκρίβεια ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα.
Τὸ ἔτυμον ἀβέβαιον: Συμπλέκονται μὲ ἀσαφῆ τρόπο οἱ ἔννοιες σίκ (βλ. λ.), ρανζέ (γαλλιστὶ rang=τάξις, κοινωνικὴ θέσις, rangé=τακτοποιημένος, εὐγενής, κόσμιος), ὀριεντὰλ=ἀνατολίτης (ἴσως καὶ μὲ λίγο ἀέρα express orient στὴν ἀτμόσφαιρα;).
Ἡ λέξις ρανζὲ (ἐνίοτε καὶ ρανσὲ ἀπὸ ὀλιγογραμμάτους κιναίδους, βλ καὶ Πετρόπουλο) δίδει τὸ στάτους, ἡ λέξις ὀριεντὰλ τὸ ὗφος, καὶ τὸ σὶκ προσδίδει τὸ λοῦστρο, στὴ σύμπλοκη αὐτὴ ἔννοια τῆς λιάρντας.

Πρβλ καὶ τὸ σὶκ σαλόν=ἁβρότης, εὐγένεια τρόπων, ἀλλὰ καὶ κυριολεκτικῶς, κομψοπρεπὲς σαλόνι.

Πρὰνς πουλοβιδώθηκε ὁ πουρόπουρος τῆς Λουλοῦς· ἐβούελε μαντὰμ μπεναβία μὲ τὴ λουμπέσκω τὴν ἄλλη, ποὺ τὸν σουκροντίκελε. Σταπίκολα μᾶς μπέναψε καὶ ποεζίες. Μποὺτ λατσὸς καὶ σὶκ ρανζὲ ὀριεντὰλ ὁ σκελοσάλιαγκας.

Τουτέστιν:
Παραδίπλα κάθησε ὁ παποῦς τῆς Λουλοῦς· γούσταρε κουβεντοῦλα μὲ τὴν ἄλλη τὴν πούστρα, ποὺ τὸν γλυκοκοίταζε. Μετὰ μᾶς ἀπήγγειλε καὶ ποιήματα. Πολὺ ὡραῖος καὶ λόγιος (διαβασμένος) ὁ γέροντας.

Got a better definition? Add it!

Published

Ταυτόσημον τοῦ γαλλικοῦ chic («κομψός, κομψῶς»).

Ὁ Πετρόπουλος ἀναφέρει ὅτι τὸ σὶκ ἀπαντᾷ μόνον ἐν συνθέσει. Κάτι τέτοιο, παρ’ ὅτι εἶναι συχνό, δὲν εἶναι ἀπόλυτο, καὶ μάλιστα λόγῳ τῆς ἰδιαιτέρας κομψοπρεπείας ὡρισμένης κιναιδομερίδος, καὶ δὴ αὐτῆς ἡ ὁποία ρέπει εἰς τὴν χρῆσι τοῦ ἡδυσμένου λόγου τῆς καλιαρντῆς.

Συχνοτέρα σύνθεσις τὸ μεσίκ («εὐγενικά»), μὲ τὸ μαλακό, μὲ τὸ καλό κττ. Ὑπενθυμίζω ὅτι δὲν ἔχει σχέσι μὲ τὴν διαβάθμισι μεγέθους τῶν πεῶν, ὅπως ἐσφαλμένως ἔχει ἀναφερθῆ εἰς τὸ ἀντίστοιχο λῆμμα.

Κόντρα πασιόζα τζόρνα βιζιτάραμε τάχαμ - δῆθεν λατσαβελὲ τὴν Παλόμα τὴ χειρουργημένη, ποὺ ἄβελε ριτόρνο ἀποκατὲ ἀπὸ Καζαμπλάνκα. Κουλὰ δηλαδή, γιὰ ρεβὺ βιζιτάραμε, ἀλλὰ ἄντε τώρα... Νὰ ντὶκ βουτρὰ ἡ ντάνα, καὶ κατσικανόδεσμο ντεζιντερέ, τρὲ σίκ σοῦ μπενά καὶ λατσοκουλικέ.

Τουτέστιν:
Προχθὲς κάναμε δῆθεν ἐπίσκεψι καλωσορίσματος στὴν Παλόμα τὴ χειρουργημένη, ποὺ ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν Καζαμπλάνκα. Σκατὰ δηλαδή, γιὰ νὰ δοῦμε τί ἔγινε πήγαμε, ἀλλὰ ἄντε τώρα... Νὰ δῇς βυζιὰ ἡ πουστροῦ, καὶ στηθόδεσμο καυλωτικὸ (δηλ. μὲ τρῦπες στὶς θηλές), πολὺ κομψὴ σοῦ λέω καὶ ὡραῖα ψιμυθιωμένη (μακιγιαρισμένη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified