Σημαίνει το σούπερ ντούπερ, το άπιαστο, το τέλειο. Ο όρος καθιερώθηκε μάλλον από τον Νίκο Αλέφαντο, αλλά χρησιμοποιείται και εκτός αγωνιστικού χώρου, π.χ. «το ραλί του Άγγελου είναι πύραυλος, μάνα καημένη».

- Παίκτης σαν τον Ροναλντίνιο δεν υπάρχει άλλος αυτή τη στιγμή στον πλανήτη. Ο άνθρωπος είναι μάνα καημένη, ασύλληπτος!

- Καλά, μια Χαγιαμπούσαμας έπαιζε φώτα στα 220! Μας πέρασε σαν να ήμαστε σταματημένοι. Απίστευτο εργαλείο, μάνα καημένη, σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έλεγχος ή διασταύρωση ανεπιβεβαίωτης πληροφορίας.

Προέρχεται από το αγγλικό «check» που σημαίνει, ακριβώς, «ελέγχω», «διασταυρώνω». Ο όρος διαδόθηκε στο ευρύ κοινό κατά τη δεκαετία των ογδόνταζ, μέσω των σατιρικών εκπομπών της Μαλβίνας Κάραλη («Malvina Hostess»), που αποτέλεσαν πρόδρομο παρόμοιων εκπομπών («Αλ Τσαντήρι», «Ελληνοφρένεια» κλπ).

Ενίοτε, ο όρος χρησιμοποιείται και για αναξιόπιστα πρόσωπα, π.χ. «θα σε τσεκάρω», ή «θα την καρατσεκάρω» κλπ.

  1. - Μου είπαν ότι στο σλανγκρ κυκλοφορεί λαθραία τσόντα. Δες το λήμμα «μουνί καλλιγραφίας».
    - Τι μου λες; Θα το καρατσεκάρω πάραυτα!

  2. - Η Μαίρη πήγε για δουλειά στην Αθήνα.
    - Πήγε για δουλειά ή για «δουλειά»;
    - Λες; Θα την τσεκάρω!

Malvina Hostess (από panos1962, 12/11/09)

Βλ. επίσης καρατσεκαρισμένο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά σημαίνει την επερχόμενη βύθιση, το ναυάγιο όσον αφορά κυρίως στο οικονομικό.

Χρησιμοποιείται, βέβαια, και στον αισθηματικό τομέα, π.χ. όταν μια σχέση ή ένας γάμος οδεύει ολοταχώς προς διάλυση. Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιείται κατά κόρον και στα δημοσιονομικά της Ελλάδας.

  1. Ο Χατζημήτσος βάρεσε κανόνι. Τα λεφτά που μας χρωστάει θα τα πάρουμε του αγίου πούτσου. Πάμε για φούντο!

  2. - Τα 'μαθες; Ο Απόστολος και η Γεωργία πάνε για φούντο.
    - Ε, τι περίμενες; Αυτός είναι πουτσοκέφαλος κι αυτή τον παίρνει απ' όλες τις μπάντες. Πώς θα κάναν προκοπή;

  3. - Πάλι μας βάλαν στην επιτήρηση οι Αλμούνηδες.
    - Τι περίμενες, αφού πάμε για φούντο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία που σημαίνει ακριβώς το αντίθετο από το «διασταυρώνω», «διασταύρωση». Δηλώνει το μαγείρεμα των στοιχείων, ή τη χάλκευση της πληροφορίας γενικότερα.

  1. Πάλι μου ζήτησε ο γενικός να διαστραβώσω τον ισολογισμό. Στο τέλος θα με κλείσουν μέσα.

  2. - Η κατάσταση που μου έφερες δείχνει ότι έχουμε έσοδα, ενώ εγώ βλέπω ότι πάμε για φούντο.
    - Άσε την κατάσταση. Είναι διαστραβωμένη...

  3. Το ρεπορτάζ λέει άλλα κι ο «μεγάλος» θέλει άλλα. Μάλλον θα γίνει διαστράβωση.

Μετά την αποκάλυψη της διαστράβωσης του ισολογισμού. (από panos1962, 12/11/09) Διαστράβωση στοιχείων (από panos1962, 15/11/09)Διαστράβωση στοιχείων (από panos1962, 15/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φοβερή ατάκα του Νίκου Αλέφαντου. Σημαίνει «κάν' τη δουλειά σου», «συμμαζέψου». Λέγεται σε περιπτώσεις που κάποιος υπερβαίνει τα εσκαμμένα, που παίρνει παραπάνω αέρα απ' όσο του δώσαμε.

  1. - Ρε συ, μεγάλε, την τραβάς κανα πούτσο τη Δεσποινούλα;
    - Φσσστ, μάθε μπαλίτσαα, μάθε μπαλίτσαα...

  2. - Θα πας να κάνεις αυτά τα χαρτιά φωτοτυπίες;
    - Γιατί εγώ; Πες τη Μαίρη.
    - Κάτσε καλά ρε, μάθε μπαλίτσα ρε, μάθε μπαλίτσα. Χθεσινό σκατό, άντε μάθε μπαλίτσα...

Νίκος Αλέφαντος (στο 00:30) (από panos1962, 12/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται το πολύ δύσκολο εγχείρημα, το δυσκολέτο. Από το τουρκικό civi = καρφί. Στην κυριολεξία σημαίνει το αγροτικό εργαλείο με το οποίο ανοίγουμε τρύπες στο χώμα για τοποθέτηση του σπόρου. Παραθέτουμε λίστα με τις συνήθεις χρήσεις του όρου:

  • Στη μαθητική διάλεκτο σημαίνει το πολύ δύσκολο θέμα.
  • Στην οικονομία σημαίνει το υπέρογκο χρέος, ή το φέσι.
  • Στον εργασιακό τομέα σημαίνει το πολύ δύσκολο έργο.
  • Στο στρατό έχει την έννοια της δύσκολης άσκησης, αλλά και της επίπονης αγγαρείας. Σημαίνει ακόμη και το γερμανικό νούμερο σε σκοπιά ή περίπολο.
  1. — Πώς ήταν τα θέματα;
    — Βατά, σε γενικές γραμμές. Στην τεχνολογική όμως τους έβαλαν κάτι τσιβιά...

  2. — Θα βγεις απόψε;
    — Τι να βγω, ρε μαλάκα; Μ' έβαλε ένα τσιβί ο ανθύπας! 2-6 στην βόρεια πύλη και καπάκι συντήρηση στον όρχο οχημάτων.

  3. Μ' ήρθε ένα τσιβί από την εφορία! 32.000€ ΦΠΑ οικοπεδούχων. Είμαι για φούντο!

Φάγαμε ένα τσιβί, να, τέτοιο! (από panos1962, 14/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που σπάνια χρησιμοποιείται στο πρώτο ενικό, καθώς εκδηλώνει αγανάκτηση απέναντι σε ανθρώπους που μας φέρνουν εκτός ορίων, που εξήντλησαν τα όρια της υπομονής μας, π.χ. ο δάσκαλος μπορεί να πει σε μαθητή που «δεν τα παίρνει»: «Αμάν, βρε παιδάκι μου, εσύ σκας γάιδαρο!», που σημαίνει, «αμάν μ' έσκασες», ή «δεν ξέρω τι άλλο να κάνω με σένα, βρίσκομαι σε απόγνωση» κλπ.

Η φράση έχει να κάνει, προφανώς, με την τεράστια αντοχή και υπομονή του γαϊδάρου. Αν λοιπόν κάποιος καταφέρνει να ζορίσει τόσο πολύ ένα γαϊδούρι ώστε να το «σκάσει», σημαίνει ότι το βγάζει εκτός ορίων, πράγμα που είναι δηλωτικό της φοβερής πίεσης που ασκεί, εφόσον ούτε καν ο γάιδαρος με την παροιμιώδη υπομονή του δεν μπορεί να αντέξει.

  1. - Ο Γιώργος πλακώθηκε χθες με τη Γιωργία. Πάλι τον έπρηξε με τις κουρτίνες που θέλει να αλλάξει.
    - Ε, μα, κι αυτή σκάει γάιδαρο. Αφού ξέρει ότι αυτή την περίοδο γίνεται ο χαμός.

  2. - Μπορείς να μου το ξαναδείξεις πώς μπαίνω στο σλανγκρ;
    - Α, εσύ σκας γάιδαρο!

  3. - Δεσποινάκι, θες να βγούμε απόψε;
    - Α, εσύ σκας γάιδαρο! Αφού σου είπα εκατό φορές. Δε γουστάρω να βγούμε. Μη με ξαναρωτήσεις.

Μ\' έσκασες! (από panos1962, 15/11/09)Άσχετο... (από panos1962, 15/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με πήρε η μπάλα, μας πήρε η μπάλα, θα σε πάρει η μπάλα κλπ.

Σημαίνει ότι θα βρούμε κι εμείς μπελά, ότι η οργή κάποιου θα συμπεριλάβει και την αφεντιά μας, ή γενικότερα ότι θα εμπλακούμε άθελά μας σε άσχημη ή απευκταία κατάσταση.

Ετυμολογείται μάλλον από την καταστροφική πορεία μεγάλης μπάλας, π.χ. χιονοστιβάδας, που κυλάει και παρασέρνει τα πάντα στο πέρασμά της. Υπάρχει, πάντως, και η ποδοσφαιρική εκδοχή, κατά την οποία κάποιος τραυματίζεται καθώς, ατυχώς, βρίσκεται στην πορεία πολύ δυνατού σουτ. Όπως και να 'χει, σημαίνει ότι εμπλεκόμαστε σε δυσάρεστη κατάσταση χωρίς να ευθυνόμαστε άμεσα, από σπόντα.

  1. - Τα 'μαθες; Αυξάνονται τα όρια ηλικίας στις γυναίκες.
    - Μη γελάς καθόλου. Θα μας πάρει κι εμάς η μπάλα.

  2. - Χθες χακέψαν το δίσκο του γενικού. Θα γίνει της πουτάνας.
    - Ωχ, θα μας πάρει κι εμάς η μπάλα.

  3. Απολύονται τα STAGE. Λες να πάρει η μπάλα και τις συμβάσεις έργου;

Μας πήρε η μπάλα! (από panos1962, 15/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενική και ασαφής απειλή όπου δεί. Μάλλον ετυμολογείται από θυελλώδες ξέσπασμα το οποίο, δίκην χιονοστιβάδας, ή ανεμοστροβίλου, μας παρασέρνει και μας σηκώνει.

  1. Μη διανοηθεί να βγάλει κανείς σκονάκι, σας πήρε και σας σήκωσε, κωλόπαιδα!

  2. Αν την πέσεις στην Ελένη, σε πήρε και σε σήκωσε. Εξηγούμαι για να μην παρεξηγούμαι. Γκέγκε;

  3. Ήρθε ο Μάνος από τις Βρυξέλλες και τους βρήκε να καπνίζουν χόρτο μέσα στο γραφείο. Άσε, έγινε της πουτάνας· τους πήρε και τους σήκωσε!

(από panos1962, 15/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά πούστικη συμπεριφορά, ανάρμοστο σεξουαλικό τσαλίμι, κραυγαλέα εκδήλωση ομοφυλοφιλίας. Συναντάται και μεταφορικά, ως ύπουλη ενέργεια, π.χ. «Κοίτα μη μου κάνεις κανένα πουστριλίκι, σε γάμησα», ή ακόμη και ως άγριο μπινελίκωμα: «Μ' άρχισε στα πουστριλίκια».

  1. Ήρθε κι ο Φιλήμωνας. Καλά, μιλάμε, να δεις πουστριλίκι η δικιά σου!

  2. -Γιατί δε ζητάς ένα ρεπό;
    -Τι λες, ρε συ, προχθές του ζήτησα μια ωρίτσα να πάω τη μάνα μου στο σταθμό και μ' άρχισε στα πουστριλίκια!

  3. Αν μου κάνεις πουστριλίκι, σε πήρε και σε σήκωσε!

Την άρχισε στα πουστριλίκια. (από panos1962, 15/11/09)Πουστριλίκια (από panos1962, 15/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified