Ισπανόφωνο επιφώνημα έκπληξης (βλ. Ay, caramba).

Πολύ διαδεδομένο κατά τα εξήνταζ και εβδομήνταζ, μέσω κόμικς της εποχής: Λούκι Λουκ, Όμπραξ, κλπ.

  1. - Καράμπα! Ξέχασα το CD!
    - Καραμαλάκας είσαι! Τι κάνουμε τώρα;

  2. - Ανοίγω το συρτάρι, και καράμπα! Ένας δονήταρος, να, με το συμπάθιο.

(από panos1962, 30/10/09)(από panos1962, 30/10/09)viva Mejico cabrones! (από BuBis, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στέκομαι κλαρίνο. Σημαίνει στέκομαι όρθιος, ευθυτενής σαν κλαρίνο όρθιο (βλ. και στέκομαι σούζα). Να μην συγχέεται με το κλαρίνο/τσιμπούκι, καθώς δεν έχει καμία σχέση ο ένας ορισμός με τον άλλο.

Ο όρος προέρχεται από το μουσικό όργανο κλαρίνο ή, πιο ορθά, κλαρινέτο, το οποίο είναι πνευστό που ανήκει στα λεγόμενα «ξύλινα» πνευστά μαζί με το όμποε (οξύαυλος, κοινώς πίπιζα), αγγλικό κόρνο (μεγάλο όμποε), φαγκότο (βαρύαυλος), κόντρα φαγκότο, φλάουτο (πλαγίαυλος), σαξόφωνο κλπ. Προφανώς ο όρος «ξύλινα» δεν αναφέρεται τόσο στο υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα τα όργανα αυτά, αλλά πιο πολύ στον τρόπο παραγωγής του ήχου: όσα πνευστά παράγουν ήχο με «μπουκίνο» (μεταλλικό «ποτηράκι» στο οποίο εφαρμόζουν τα χείλια) ονομάζονται «χάλκινα» (τρομπέτα, τρόμπα - καμία σχέση με την τρόμπα μαρίνα, η οποία είναι έγχορδο αναγεννησιακό όργανο), τρομπόνι, κόρνο, τούμπα κλπ), ενώ τα υπόλοιπα που παράγουν ήχο με καλάμι (διπλό ή μονό), είτε με άλλο τρόπο, ανήκουν στα «ξύλινα» πνευστά.

Ο επίσημος όρος για το κλαρίνο είναι ευθύαυλος, αλλά είναι παρεξηγήσιμο να πει κανείς «παίζω ευθύαυλο», αντί του ορθού «παίζω κλαρίνο» ή «παίζω το κλαρίνο».

  1. Βγήκε ο στρατηγός και στάθηκα κλαρίνο!

  2. Τους είχε σαν στρατιωτάκια. Να φανταστείς, μόλις έμπαινε στην αίθουσα, στεκόταν όλοι κλαρίνα!

κλαρινέτο (από panos1962, 30/10/09)Μπουκίνο, τσι-μπουκίνο ἢ σκέτο μποκίνο; (από aias.ath, 30/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει «Εύρηκα!», διάνα, επιτυχία γενικότερα.

Ο όρος έλκει την καταγωγή του από το παιχνίδι Bingo, που παίζεται με κάρτες που περιέχουν νούμερα (κάτι σαν το Λότο) και ήταν πολύ διαδεδομένο στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία. Παρόμοια παιχνίδια παίζονται και σε άλλα μέρη του κόσμου, π.χ. ΗΠΑ, Καναδάς κλπ.

Στην Ελλάδα το Bingo δεν είναι καθόλου διαδεδομένο. Κατά τα εβδομήνταζ ο Νίκος Μαστοράκης προσπάθησε να το φέρει στα μέρη μας, αλλά απέτυχε και έφυγε στην Αμερική σαν κυνηγημένος. Αργότερα, όπως είναι γνωστό, επανήλθε με άλλες παπαριές τις οποίες εφήρμοσε και εδραίωσε, με μεγάλη επιτυχία είναι η αλήθεια, στο ελληνικό τηλεοπτικό γίγνεσθαι.

  1. Μπίνγκο, μαλάκα! Βρήκα αυτό το τραγούδι που έψαχνες τρεις βδομάδες.

  2. - Πώς πάει;
    - Μπίνγκο! Με την πρώτη το πέτυχα το πουστροsite!

Νίκος Μαστοράκης (από panos1962, 30/10/09)Bingo Game (από panos1962, 30/10/09)Μαστοράκης μετά το Πολυτεχνείο (από poniroskylo, 04/11/09)Μαστοράκης Μπίνγκο (από poniroskylo, 04/11/09)

Βλ. και τόμπολα! - σχετικά: μπρισίμι, κελεπούρι, φιλέτο, one-off.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την «Africa Twin» της HONDA. Ο αναβάτης της λέγεται αφρικάνος. Πολύ πετυχημένο μοντέλο, κρατάει επί σειρά ετών τα σκήπτρα στις μηχανές εντός και εκτός δρόμου.

  1. Βρήκα αφρικάνα τρίτο χέρι, αλλά τζαμένια! Λέω να την πάρω.

  2. Πήγαμε με το παπί και γίναμε ρεντικότες. Όλο αφρικάνοι και Vstromάδες. Γελούσαν όλοι μαζί μας.

Africa Twin, HONDA (από panos1962, 30/10/09)Αφρικανός (από panos1962, 30/10/09)έλα να κάνουμε κονέ... (από BuBis, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει «κάτσε καλά», αλλά χρησιμοποιείται κύρια ως επιθετικός προσδιορισμός πραγμάτων, προσώπων και καταστάσεων. Βλέπε και γαμάτο, τζαμάτο, μερακλαντάν κλπ.

  1. - Καλή η αφρικάνα;
    -Κατσεκαλάν! Δεν παίζεται.

  2. Τη Μαριώ δεν την πιάνει το μάτι σου, αλλά μου 'κανε κάτι κατσεκαλάν κλαρίνα, μου 'φυγε το κλαπέτο!

  3. Πήγαμε τριήμερο Ζαγοροχώρια, κατσεκαλάν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση των πενήνταζ και εξήνταζ, άγνωστης προέλευσης. Λέγεται όταν θέλουμε να πούμε κάτι στα αγγλικά, αλλά δεν ξέρουμε να πούμε ούτε λέξη. Συνηθιζόταν κατά την έξοδο από τα σινεμά της εποχής, οπότε γινόταν αναπαράσταση σκηνών, κυρίως γουέστερν, π.χ. «Τραβάει τα πιστόλια και του λέει κατάμουτρα: Τρικ μαϊ φόρτ

Λέγεται συνήθως με την έννοια του άριστου, του μέγκλα, κυρίως για ρούχα, παπούτσια ή άλλα είδη ένδυσης και υπόδησης.

- Πήρα παπουτσάκι τρικ μαϊ φόρτ! 80€, γουστάρεις;

- Πώ ρε καμπαρντινιά ο Λάκης; Τρικ μαϊ φορτ!

Βλ. επίσης τρικ μάι φορ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τον υπερβολικό φόβο, το μεγάλο χουνέρι.

Αλλιώς χέστηκα πάνω μου, ή τα 'κανα πάνω μου, ή κατουρήθηκα απ' το φόβο μου.

  1. - Πήγα συνοδηγός με τον Κύρκο στο «Ακρόπολις» και άλλαξα πάνες!

  2. - Μας πήγανε σε κάτι σκοτάδια, πίσω από τα μπουρδέλα. Είχε κάτι φάτσες, άλλαξα πάνες!

  3. - Αφήνω το βλήμα στον 82mm και ακούω: Ντούπ! Αφλογιστία, μαλάκα μου, αλλάξαμε πάνες σου λέω!

Άλλαξα Πάνες (από panos1962, 30/10/09)Τα κάνω πάνω μου (από panos1962, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ των χύσαμε και όλοι. Ηχοποίητη λέξη με προφανές σεξουαλικό περιεχόμενο.

Σημαίνει συνήθως εδέσματα ή ποτά άθλιας ποιότητας.

- Χθες βράδυ μας είχε τραπέζι η Γεωργία.
- Τι σας τάισε;
- Χυσαμόλι! Τι να μας ταΐσει ρε μαλάκα αυτή; Την ξέρεις να μαγειρεύει;

- Μμμμ, πείνασα. Έχει τίποτα;
- Ναι, άνοιξ' το ψυγείο, έχει χυσαμόλι! Τι να 'χει μωρή μαλάκω, αφού δε μαγείρεψες τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται και κομμάτι κουράδας που «ξέφυγε» από λάθος εκτίμηση κλανιάς ή από ανάγκη.

  1. Ω, ρε μαλάκα, πήγα να κλάσω και νομίζω μου 'φυγε κοψίδι. Γαμώ τα σπανάκια μου!

  2. Δεν αντέχω άλλο, θα μου φύγει κανα κοψίδι!

Μάκης Κοψίδης (από allivegp, 30/10/09)Ράλλης Κοψίδης, ζωγράφος και αγιογράφος που μαθήτευσε στον Κόντογλου. Ο Khan λογικά θα τον ξέρει... (από johnblack, 31/10/09)

Β. επίσης εχεκλάνω, χέκλασα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προφέρεται «λάσπους λίνγκουε» και σημαίνει τη λασπολογία. Ετυμολογείται εκ των λάσπη και linguae και «φέρνει» στο γνωστό lapsus linguae που σημαίνει στην κυριολεξία «γλίστρημα της γλώσσας» και το λέμε όποτε μας ξεφεύγει καμιά μαλακία και θέλουμε να την πάρουμε πίσω. Ο όρος είναι αδόκιμος, αλλά νομίζω ότι αξίζει να τον δοκιμάσουμε.

  1. - Καλά ρε συ, πολλή λημματολάσπη έπεσε στο Χίλι Μπίλι!
    - Τρελάθηκαν στη laspus linguae τα κωλοπαίδια!

  2. - Γράφει πάλι η «Μεθαυριανή» μαλακίες ένα σωρό. Δε βαριέσαι, laspus linguae, παλιά μου τέχνη κόσκινο...

Laspus (Co)linguae (από panos1962, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified