Ο κερατάς. Προέρχεται από το λατινικό cornu (κέρατο) και σημαίνει αυτόν που η γυναίκα του τον απατά. Πώς συνδέεται το κέρατο με την εν λόγω απάτη δεν είναι γνωστό, πάντως εικάζεται ότι έχει να κάνει με τα ελάφια, καθώς οι ελαφίνες, όπως βέβαια και τα περισσότερα θηλαστικά, κατά την περίοδο του ζευγαρώματος «πάνε» με πολλούς συντρόφους.

Δεν υπάρχει αντίστοιχο λήμμα στο θηλυκό γένος, όπως εξάλλου δεν υπάρχει αντίστοιχο θηλυκό λήμμα για το «κερατάς». Συναντάται όμως το «κερατωμένη» που δηλώνει, εντούτοις, παρελθόντα χρόνο.

  1. - Είδα την Πόπη αγκαλιά με το Νίκο.
    -Τι μου λες; Κορνούτος δηλαδή ο Αλέκος;

  2. - Νομίζω ότι η Δέσποινα μου τα φοράει.
    - Κορνούτος; Γουέλκαμ του δε κλαμπ.

Τάρανδος (από panos1962, 01/11/09)Κερατάς ο Μεγαλοπρεπής. (από Khan, 02/11/09)Στο 2.28 και στο 4.30 χαρακτηριστικές χρήσεις. "Διαζύγιο αλά Ιταλικά" του Τζέρμι. (από Khan, 02/11/09)Καπέλο κορνούτου (από panos1962, 05/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για τις σιγανοπαπαδιές, αυτές που το παίζουν παρθένες, ενώ το φυσάνε το κλαρίνο.

Απαντάται και ως «οσία», «οσία Παρθένα», «Παναγία» κλπ. Ετυμολογείται όχι από το κύριο όνομα «Παρθενόπη», αλλά μάλλον από τα παρθένα και οπή, κοινώς παρθένα. Βλέπε και η παρθενιά της γυναίκας είναι από κώλο.

- Καλέ, πήγα στο Νίκο να μου δείξει τον Firefox και κάποια στιγμή μου πιάνει το μπούτι!
- Ναι, εσύ δεν ξέρεις απ' αυτά. Παρθενόπη...

- Φτου να μη γαμήσω κανέναν, πάλι βρώμισε το registry!
- Καλέ, πώς μιλάς έτσι;
- Ναι, εσύ παρθενόπη! Δεν ξέρεις απ' αυτά, πουλάκι μου.

Κα(β)λόγρια (από panos1962, 02/11/09)Κουρτ Βάλντχαϊμ (από panos1962, 02/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το «ο βήχας και τα λεφτά δεν κρύβονται». Υπάρχει και το «ο βήχας και ο έρωτας δεν κρύβονται». Το λέμε σε περιπτώσεις έκδηλης πουτανιάς, όχι τόσο κυριολεκτικά, αλλά κυρίως όσον αφορά στην εξωτερική εμφάνιση. Λέγεται ακόμη και για τις πολύ κοκέτες, πάντως σε καμία περίπτωση δεν απαντά σε αρσενικό γένος.

  1. - Σσστ, Μήτσο! Δες ένα ξέκωλο που μπήκε!
    - Ασ' τα, ο βήχας κι η πουτανιά δεν κρύβονται...

  2. - Δες, τι φοράει το Δεσποινάκι! Φαίνεται το μουνί της!
    - Ο βήχας κι η πουτανιά δεν κρύβονται.

Ξέκωλο (από panos1962, 03/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για να καυτηριάσουμε ακριβό αντρικό ντύσιμο σε όχι πολύ φανατικούς άντρες. Λέγεται και ως αυτοαναφορικό. Ετυμολογείται από τον Υβ Σαιν Λωράν ο οποίος υπήρξε γνωστή γκέισα· η σχέση του με τον Νουρέγιεφ ήταν θυελλώδης.

  1. Ω, με γεια το πουλόβερ! Ιβ Σεν Φλωράν είναι;

  2. Τι φοράει, ρε ο Ιβ Σεν Φλωράν;

  3. Πάρε τη γκέισα! Πού βρήκε λεφτά για Ιβ Σεν Φλωράν;

Yves Saint Laurent (από panos1962, 03/11/09)Αλέξανδρος Ιόλας (από panos1962, 03/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαβγατίζω, γαβγάτισμα.

Ακριβώς αντίθετο του «αβγατίζω», «αβγάτισμα». Σημαίνει τη διασπάθιση περιουσίας, την αλόγιστη σπατάλη, την παντελή έλλειψη πνεύματος οικονομίας. Όσον αφορά στην ετυμολογία της λέξης, φαίνεται να είναι παράγωγη του «αβγατίζω» με μια δόση γαβ που φέρνει σε σκυλάδικο, δηλαδή αλόγιστο ξόδεμα και σπατάλη σε νυχτερινό κέντρο αμφίβολης ποιότητας.

  1. Του άφησε ο γέρος του πολλά εκατομμύρια, αλλά μέσα σε δυο χρόνια τα γαβγάτισε, ο μαλάκας, και τώρα είναι πανί με πανί!

  2. - Πληρώθηκα σήμερα.
    - Πάμε να τα γαβγατίσουμε.

  3. Πήγαμε χθες στο καζίνο με τη Μαρία και γαβγατίσαμε 400€!

Γαβγάτισμα στο καζίνο (από panos1962, 03/11/09)Γαβγάτισμα στα μπουζούκια (από panos1962, 03/11/09)Γαβγάτισμα (από panos1962, 03/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικό υπονοούμενο για ύποπτη ή παράνομη ερωτική συνεύρεση. Εκφέρεται κυρίως με δηκτική διάθεση συνοδευόμενη από αρκετό φθόνο, και συνήθως αφορά σε άτομα του στενού φιλικού ή οικογενειακού περιβάλλοντος (σύζυγος, κόρη, γκόμενα κλπ).

  1. - Η Μαρία πήγε στη Ρώμη με το αφεντικό της για «δουλειές». Μου την έχει δώσει!
    - Μήπως είσαι παράξενος;
    - Στο ίδιο δωμάτιο μένουν ρε μαλάκα, τι λες εσύ, το βράδυ να παίζουν τις κουμπάρες;

  2. - Η Δέσποινα είναι κλειδωμένη στο δωμάτιό της με το Γιώργο δυο ώρες.
    - Λες να πηδιούνται;
    - Όχι, παίζουν τις κουμπάρες. Άιντε, σύνελθε!

Παίζουμε τις κουμπάρες; (από panos1962, 03/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει το πολύ χαμηλό επίπεδο, το επίπεδο που είναι κοντά στο δάπεδο. Βλέπε και σχετικό άι κιου ραδικιού.

  1. - Τους είπα να προσέχουν γιατί κυκλοφορεί ο H1N1 ευρέως και η Κατερίνα μου είπε: «Ποιος Εβραίος;». Άσε, μεγάλε, μιλάμε για επίπεδο-δάπεδο!

  2. - Βγήκα χθες με τη Γιωργία. Κάνει κλαρίνα special, αλλά μην ανοίξει το στόμα της να μιλήσει. Πετάει κάτι κοτσάνες...
    - Α, καλά, επίπεδο-δάπεδο!

καμιά φορά πέφτεις κι απ\' το δάπεδο (από Jonas, 03/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται ως απάντηση στην επιφώνηση «σκατά!» η οποία χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει σκατοκατάσταση.

Η ατάκα πρέπει να είναι άμεση και ευγενική· αν δεν προλάβετε να απαντήσετε άμεσα, μην το επιχειρείτε καθόλου, θα γελάσουν όλοι μαζί σας. Αφήστε το να περάσει και την επόμενη φορά να έχετε το νου σας!

  1. - Όχι, ρε πούστη μου, τρία λιμά σπαθιά σήκωσα. Σκατά!
    - Καλή όρεξη...

  2. - Πήγα να καθαρίσω το registry και μπερδεύτηκαν τα σώβρακα με τις φανέλες. Τα 'κανα σκατά!
    - Καλή όρεξη!

Καλή όρεξη! (από panos1962, 03/11/09)Γερμανικό λουκάνικο με αφρικανικό τυρί. (από panos1962, 21/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντιφώνηση σε αγενές ρέψιμο ή κλανιά κρότου-λάμψης. Λέγεται με ευγενική διάθεση και υποφώσκουσα ειρωνεία, με στόχο να κάνουμε τον «δράστη» να νιώσει άνετα. Υπάρχει και το εναλλακτικό «σαν στο σπίτι σου, ρε βόδι», που όμως δεν είναι τόσο ευγενικό και δείχνει επικριτική διάθεση ή ακόμη και μοχθηρία.

-[Γκράουουου (ρέψιμο)] Σόρι παιδιά.
-Δεν πειράζει, τη δροσιά του να 'χεις!

-[Μπρααααάτς! (κλανιά κρότου-λάμψης)]
-Στην υγειά σου αγόρι μου. Τη δροσιά της να 'χεις!

Τη δροσιά του να \'χεις! (από panos1962, 03/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικά το τερατώδες σούπερ ντούπερ σύστημα εθνικής ασφαλείας C4I (σι φορ άι), το οποίο εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα από τον αμερικανικό κολοσσό SAIC, με αφορμή την ασφάλεια των Ολυμπιακών αγώνων του 2004 και απεδείχθη «φούσκα» ολκής, καθώς όλα τα συστήματά του είναι ημιτελή και ατελέσφορα.

Ο όρος χρησιμοποιείται για όλα τα συστήματα που υπόσχονται πολλά και δεν παρέχουν τίποτα, καθώς στην πράξη αποδεικνύονται ημιτελή και αναξιόπιστα. Συνήθως πρόκειται για «hi tech» συστήματα ή gadgets που δεν λειτουργούν σωστά.

- Ρε συ, στο ΙΚΑ βάλανε καινούρια μηχανογράφηση και χάθηκαν τα ένσημά μου.
- Κατάλαβα, συμφοράι.

- Τα 'μαθες; Θα ξαναϋποβάλουμε τα Ε9 γιατί το TAXIS έγινε κουλουβάχατα.
- Νόμιζα ότι το TAXIS ήταν ενTAXIS.
- Μπα, συμφοράι!

Κεραία C4I τύπου "φέσι" (από panos1962, 04/11/09)Hi Tech C4I component (από panos1962, 04/11/09)(από Vrastaman, 04/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified