Παρόμοιο με το «μαλλί βαμβάκι, ψωλή φαρμάκι» ή το «μαλλί χιόνι, ψωλή κανόνι» κλπ. Σημαίνει τον μη μαρασμό του πέους (πούτσα) παρόλο που τα γένια ασπρίσαν. Πάντως είναι καλό να αποφεύγονται παρόμοιες εκφράσεις, καθώς μπορεί να μας εκθέσουν στην πράξη.

  1. - Ρε συ Μήτσο, πόσα χρόνια; Άσπρισε το μούσι σου, ρεεε!
    - Άσπρα γένια, πούτσα σιδερένια, ξάδερφε! Εσύ, πώς είσαι;

  2. - Αυτός είναι χούφταλο. Τι να σου κάνει;
    - Μην το λες. Άσπρα γένια, πούτσα σιδερένια!

Ράντοβαν Κάρατζιτς  (από panos1962, 31/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμφορά (απ' το συμφύρομαι) του «τάνκερ» και του «ντάνκε» που σημαίνει στω γερμανιστί. Είναι μαγκιά άνευ νοήματος και ιδιαίτερης σημασίας, καθώς το θεγκζ ή το στω υπερεπαρκούν.

-Πέρασε η Γιωργία και μου είπε να σου δώσω αυτη τη σακούλα.
-Ντάνκερ!

-Το βράδυ θα περάσω να στρώσουμε τη σελίδα.
-Ντάνκερ! Είμαι υπόχρεος από τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρεμάλι, το μούτρο, ο αληταράς. Λέμε και «χαμένο κορμί», αλλά το «ρούχο» ακούγεται αλλιώς.

  1. -Καλός είναι ο νέος γενικός;
    -Έχω ακούσει ότι είναι χαμένο ρούχο. Πρόσεχε!

  2. -Πήγα στην Εφορία, μπαίνοντας δεξιά, κι ούτε λίγο ούτε πολύ, μου ζήτησε λεφτά ο αρχίδας!
    -Τον ξέρω αυτόν, είναι χαμένο ρούχο.

Lost Bodies, Σωλήνες. (από patsis, 02/05/10)Σωκράτης Μάλαμας, Θανάσης Παπακωνσταντίνου, Χαμένο ρούχο. (από patsis, 02/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται κυρίως στο χαρτοπαίγνιο, αλλά όχι μόνο. Σημαίνει αυτόν που κάθεται άπραγος πολύ ώρα, όχι επειδή δεν έχει τι να κάνει, αλλά επειδή δεν βοηθάει το φύλλο, ή κάποιοι τον έχουν ξεχάσει στην αναμονή κλπ.

Η ετυμολογία της έκφρασης δεν είναι γνωστή, αλλά εικάζω ότι είναι η προφανής. Φυσικά το λέμε καθήμενοι, καθώς το να πεις περιμένοντας δυο ώρες στην ουρά στην πολεοδομία: «Εγώ φεύγω. Δυο ώρες τώρα ζεσταίνω καρέκλα» θα ερμηνευθεί από τους συμπάσχοντες ως φυρομυαλιά ή γενικότερη βλάβη.

  1. Τι θα γίνει ρε σεις, μοιράστε κανα κωλόφυλο, δυο ώρες ζεσταίνω καρέκλα!

  2. - Παίζεις άλλο;
    - Μπα, βαρέθηκα, σήμερα ζεσταίνω καρέκλα.

  3. - Πώς πήγε χθες στο μπριτζ;
    - Άσ' τα, καρέκλες ζεσταίναμε με τον Ηλία. Πέσαμε κατηγορία να φανταστείς!

(από panos1962, 31/10/09)Καρέκλα "θερμαινόμενη" (από panos1962, 31/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προφέρεται «λάσπους λίνγκουε» και σημαίνει τη λασπολογία. Ετυμολογείται εκ των λάσπη και linguae και «φέρνει» στο γνωστό lapsus linguae που σημαίνει στην κυριολεξία «γλίστρημα της γλώσσας» και το λέμε όποτε μας ξεφεύγει καμιά μαλακία και θέλουμε να την πάρουμε πίσω. Ο όρος είναι αδόκιμος, αλλά νομίζω ότι αξίζει να τον δοκιμάσουμε.

  1. - Καλά ρε συ, πολλή λημματολάσπη έπεσε στο Χίλι Μπίλι!
    - Τρελάθηκαν στη laspus linguae τα κωλοπαίδια!

  2. - Γράφει πάλι η «Μεθαυριανή» μαλακίες ένα σωρό. Δε βαριέσαι, laspus linguae, παλιά μου τέχνη κόσκινο...

Laspus (Co)linguae (από panos1962, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται και κομμάτι κουράδας που «ξέφυγε» από λάθος εκτίμηση κλανιάς ή από ανάγκη.

  1. Ω, ρε μαλάκα, πήγα να κλάσω και νομίζω μου 'φυγε κοψίδι. Γαμώ τα σπανάκια μου!

  2. Δεν αντέχω άλλο, θα μου φύγει κανα κοψίδι!

Μάκης Κοψίδης (από allivegp, 30/10/09)Ράλλης Κοψίδης, ζωγράφος και αγιογράφος που μαθήτευσε στον Κόντογλου. Ο Khan λογικά θα τον ξέρει... (από johnblack, 31/10/09)

Β. επίσης εχεκλάνω, χέκλασα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ των χύσαμε και όλοι. Ηχοποίητη λέξη με προφανές σεξουαλικό περιεχόμενο.

Σημαίνει συνήθως εδέσματα ή ποτά άθλιας ποιότητας.

- Χθες βράδυ μας είχε τραπέζι η Γεωργία.
- Τι σας τάισε;
- Χυσαμόλι! Τι να μας ταΐσει ρε μαλάκα αυτή; Την ξέρεις να μαγειρεύει;

- Μμμμ, πείνασα. Έχει τίποτα;
- Ναι, άνοιξ' το ψυγείο, έχει χυσαμόλι! Τι να 'χει μωρή μαλάκω, αφού δε μαγείρεψες τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τον υπερβολικό φόβο, το μεγάλο χουνέρι.

Αλλιώς χέστηκα πάνω μου, ή τα 'κανα πάνω μου, ή κατουρήθηκα απ' το φόβο μου.

  1. - Πήγα συνοδηγός με τον Κύρκο στο «Ακρόπολις» και άλλαξα πάνες!

  2. - Μας πήγανε σε κάτι σκοτάδια, πίσω από τα μπουρδέλα. Είχε κάτι φάτσες, άλλαξα πάνες!

  3. - Αφήνω το βλήμα στον 82mm και ακούω: Ντούπ! Αφλογιστία, μαλάκα μου, αλλάξαμε πάνες σου λέω!

Άλλαξα Πάνες (από panos1962, 30/10/09)Τα κάνω πάνω μου (από panos1962, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση των πενήνταζ και εξήνταζ, άγνωστης προέλευσης. Λέγεται όταν θέλουμε να πούμε κάτι στα αγγλικά, αλλά δεν ξέρουμε να πούμε ούτε λέξη. Συνηθιζόταν κατά την έξοδο από τα σινεμά της εποχής, οπότε γινόταν αναπαράσταση σκηνών, κυρίως γουέστερν, π.χ. «Τραβάει τα πιστόλια και του λέει κατάμουτρα: Τρικ μαϊ φόρτ

Λέγεται συνήθως με την έννοια του άριστου, του μέγκλα, κυρίως για ρούχα, παπούτσια ή άλλα είδη ένδυσης και υπόδησης.

- Πήρα παπουτσάκι τρικ μαϊ φόρτ! 80€, γουστάρεις;

- Πώ ρε καμπαρντινιά ο Λάκης; Τρικ μαϊ φορτ!

Βλ. επίσης τρικ μάι φορ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει «κάτσε καλά», αλλά χρησιμοποιείται κύρια ως επιθετικός προσδιορισμός πραγμάτων, προσώπων και καταστάσεων. Βλέπε και γαμάτο, τζαμάτο, μερακλαντάν κλπ.

  1. - Καλή η αφρικάνα;
    -Κατσεκαλάν! Δεν παίζεται.

  2. Τη Μαριώ δεν την πιάνει το μάτι σου, αλλά μου 'κανε κάτι κατσεκαλάν κλαρίνα, μου 'φυγε το κλαπέτο!

  3. Πήγαμε τριήμερο Ζαγοροχώρια, κατσεκαλάν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified