Κυριολεκτικώς πρόκειται για τον ευνουχισμό ανδρός ή ζώου (ο όρος κυρίως επικρατεί στον ευνουχισμό των αλόγων του ιπποδρόμου, με μια όχι και πολύ ευχάριστη διαδικασία).

Μεταφορικώς η λέξη σημαίνει «κόβω τα φτερά» κάποιου, ή κόβω την μαγκιά / τον αέρα κάποιου. Το ρήμα που προκύπτει από την λέξη είναι το μπουρντίζω.

  1. - Ρε συ, στην αρχαία Αίγυπτο αυτοί που φυλούσανε την Κλεοπάτρα, πώς και δεν της ρίξανε κανένα πούτσο;
    - Γιατί τους κάνανε μπούρντισμα, κι έτσι δεν είχαν περιθώρια για πολλά-πολλά.

  2. - Ρε μαλάκα, σταμάτα να παίζεις όλη μέρα με αυτό το κώλο-όργανο, με έχεις σπάσει τα νεύρα.
    - Αμάν ρε συ, εγώ θέλω να διευρύνω τους μουσικούς μου ορίζοντες και εσύ με μπουρντίζεις..

  3. - Αυτός ο βλάκας όλη μέρα φορτωμένος μες τη μαγκιά είναι, δεν τον αντέχω άλλο.
    - Μέχρι να τον ρίξει κανένας κάνα μπούρντισμα είναι, και μετά θα σου πω εγώ, αρνάκι θα γίνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για μια «ιδιαίτερη» σεξουαλική στάση κατά την οποία ο ένας χμμμ... ποπός ακουμπήσει (και φιλάει) στενότατα στον άλλον (και προφανώς όχι γιατί έχουν καιρό να ειδωθούν) κυρίως χρησιμοποιούμενο από τους ομοφυλόφιλους. Η αντίστοιχη στάση στο λεσβιακό σεξ είναι ο λεγόμενος τριβαδισμός, κοινώς το πλακομούνι.

- Πως τον βλέπεις τον κωλαρά μος; Τελικά πρέπει να είναι μεγάλη αδερφάρα ο τύπος έτσι;
- Ωωω μόνο; Στα πλακοκώλια έχει master!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαφανίζομαι, κοινώς γίνομαι καπνός / μπουχός.

- Πού είναι, ρε συ, ο Σάββας;
- Όταν ξεκίνησε ο καυγάς, φοβήθηκε και σκόνιασε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τον Ζώη Καπλάνη (βιοπαλαιστής). Η έκφραση δηλώνει φυγή από κάποιον/κάτι λόγω φόβου ή βιασύνης.

Παιδιά η ώρα πέρασε, εγώ γίνομαι καπλάνης.

Mah main negro, Ζώης Καπλάνης (από Vrastaman, 09/01/10)...είδε "καπλάνι" κι έγινε καπλάνης? (από Vrastaman, 09/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται για να περιγράψει ότι κάτι μυρίζει τόσο άσχημα που η μυρωδιά είναι ανυπόφορη (π.χ. ένα δωμάτιο), όπως θα μύριζε και μια ψόφια γάτα.

- Ρε συ πόσο καιρό έχεις να καθαρίσεις το σπίτι σου;
- Γιατί ρε, τι έχει;
- Τι έχει; Ψόφια γάτα μυρίζει ρε, πως ζεις σε αυτό το αχούρι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται κοινώς για τα μπαρ όπου συχνάζουν ομοφυλόφιλοι, περισσότερο γνωστά ως γκέι μπαρ. Η λέξη προκύπτει από τον συνδυασμό της λέξης κωλομπαράς και κωλόμπαρο, ενα μπαρ με κωλομπαράδες δηλαδή.

- Ρε συ άνοιξε ένα μπαρ εκεί κοντά στη γειτονιά μου, θες να πάμε αύριο να πιούμε κανά ποτάκι;
- Το μπαρ που άνοιξε στη γειτονιά σου, φιλαράκι, είναι κωλομπαρόμπαρο, ούτε να το διανοηθείς.
- Πω πω ρε συ, σοβαρά; Ιδέα δεν είχα.
- Τώρα έχεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για άτομο που κάθεται σε σκαμπό του μπαρ και έχει βγει το μισοκώλι του απ'έξω (με λίγα λόγια φαίνεται η χωρίστρα του).

(Προσφώνηση:)

- Χωρίστρααας!!!!!!!!!!
- Δηλαδή;
- Είναι το μισοκώλι του απ'έξω, ρίξε ένα ευρώ μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για άτομο που θέλει να κάνει τα πάντα τσάμπα, χωρίς να δίνει ούτε ένα λεπτό του ευρώ, όπως π.χ. τσαμπέ είσοδοι, κούτρα τσιγάρα και άλλα τέτοια. Αξιόλογα συνώνυμα αποτελούν το καβατζόπουστας και το τζαμπατζής.

- Ρε συ, τι θα γίνει μ' αυτόν το μαλάκα τον Σάκη; Καλόμαθε να τον κερνάω όταν βγαίνουμε.
- Ε αφού το ξέρεις ότι είναι κουτρατζής ρε, εσύ γιατί τον κερνάς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για άτομο που είναι μεγάλος τσιγκούνης, που η τσιγκουνιά του μπορεί να σκοτώσει και άνθρωπο, που δεν δίνει ούτε cent ακόμα και σε άτομα που πραγματικά χρειάζονται βοήθεια και κοιτάει πώς θα γεμίσει το πορτοφόλι του με όσο το δυνατόν περισσότερα.

Συνώνυμα: φιλάργυρος, σπαγγόραμα / σπαγγοραμένος.

- Ρε τον ματζιρόπουστα τον Άκη, του ζήτησα να μου δανείσει 1 ευρώ να πάρω τσιγάρα, και έκανε σαν υστερικός.
- Έτσι είναι φίλε, δεν είναι όλοι ανοιχτοχέρηδες σαν εμάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά πρόκειται για εργαλειομηχανή κατεργασίας μετάλλων το οποίο διαμορφώνει μέταλλα αφαιρώντας τμήματα αυτών έτσι ώστε να πάρει την επιθυμητή μορφή, πλάτος και σχήμα, ή δημιουργεί σπειρώματα (πάσα) σε μια σιδηρόβεργα (συναντάται και ως μπόρινκ).

Μεταφορικώς πρόκειται για ένα τεράστιο πέος το οποίο χρησιμοποιείται για την κατεργασία ακατέργαστων τρυπών, έτσι ώστε να πάρουν την επιθυμητή μορφή, πλάτος και διάμετρο.

Και στις δύο περιπτώσεις ο χειριστής ονομάζεται τορναδόρος, ενώ η κύρια διαφορά ανάμεσα στα δύο είναι ότι στην δεύτερη περίπτωση, ο τόρνος αυτός δεν φέρει ούτε τσοκ, ούτε σαπόρτι και λειτουργεί χωρίς περιστροφή (και φυσικά χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα).

— Πω πω μανάρι μου, τι 'σαι συ; Έλα να σε ανεβάσω στον τόρνο μου, να δεις τι πάει να πει άντρας.
— Άντε να χαθείς, κρετίνε.

Δουλεύεις τον τόρνο, γιαυτό έχεις τόσο λαξεμένο κορμί. (από Galadriel, 27/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified