Πρόκειται για άτομο που θέλει να κάνει τα πάντα τσάμπα, χωρίς να δίνει ούτε ένα λεπτό του ευρώ, όπως π.χ. τσαμπέ είσοδοι, κούτρα τσιγάρα και άλλα τέτοια. Αξιόλογα συνώνυμα αποτελούν το καβατζόπουστας και το τζαμπατζής.

- Ρε συ, τι θα γίνει μ' αυτόν το μαλάκα τον Σάκη; Καλόμαθε να τον κερνάω όταν βγαίνουμε.
- Ε αφού το ξέρεις ότι είναι κουτρατζής ρε, εσύ γιατί τον κερνάς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται κοινώς για τα μπαρ όπου συχνάζουν ομοφυλόφιλοι, περισσότερο γνωστά ως γκέι μπαρ. Η λέξη προκύπτει από τον συνδυασμό της λέξης κωλομπαράς και κωλόμπαρο, ενα μπαρ με κωλομπαράδες δηλαδή.

- Ρε συ άνοιξε ένα μπαρ εκεί κοντά στη γειτονιά μου, θες να πάμε αύριο να πιούμε κανά ποτάκι;
- Το μπαρ που άνοιξε στη γειτονιά σου, φιλαράκι, είναι κωλομπαρόμπαρο, ούτε να το διανοηθείς.
- Πω πω ρε συ, σοβαρά; Ιδέα δεν είχα.
- Τώρα έχεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εκφραση αυτή περιγράφει έναν άνθρωπο που στις φωνές, στις μαγκιές και στα λόγια τα πάει περίφημα αλλά, αν σκύψει, βλέπει κανείς την σκληρή πραγματικότητα, έναν κώλο ανοιχτό σαν χουνί. Με άλλα λόγια ο δήθεν μάγκας, ο κουράδας. Αξιόλογο συνώνυμο αποτελεί το μαγκιά, κλανιά και κώλο φινιστρίνι.

- Πάλι φασαρίες έκανε ο Βασίλης στο γραφείο του προϊσταμένου.
- Άστον ρε τον βλάκα, μαγκιά φωνή και κώλο χουνί είναι, αν κάνεις πως τον πλησιάζεις χέζεται πάνω του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για άτομο που είναι μεγάλος τσιγκούνης, που η τσιγκουνιά του μπορεί να σκοτώσει και άνθρωπο, που δεν δίνει ούτε cent ακόμα και σε άτομα που πραγματικά χρειάζονται βοήθεια και κοιτάει πώς θα γεμίσει το πορτοφόλι του με όσο το δυνατόν περισσότερα.

Συνώνυμα: φιλάργυρος, σπαγγόραμα / σπαγγοραμένος.

- Ρε τον ματζιρόπουστα τον Άκη, του ζήτησα να μου δανείσει 1 ευρώ να πάρω τσιγάρα, και έκανε σαν υστερικός.
- Έτσι είναι φίλε, δεν είναι όλοι ανοιχτοχέρηδες σαν εμάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικώς πρόκειται για τον ευνουχισμό ανδρός ή ζώου (ο όρος κυρίως επικρατεί στον ευνουχισμό των αλόγων του ιπποδρόμου, με μια όχι και πολύ ευχάριστη διαδικασία).

Μεταφορικώς η λέξη σημαίνει «κόβω τα φτερά» κάποιου, ή κόβω την μαγκιά / τον αέρα κάποιου. Το ρήμα που προκύπτει από την λέξη είναι το μπουρντίζω.

  1. - Ρε συ, στην αρχαία Αίγυπτο αυτοί που φυλούσανε την Κλεοπάτρα, πώς και δεν της ρίξανε κανένα πούτσο;
    - Γιατί τους κάνανε μπούρντισμα, κι έτσι δεν είχαν περιθώρια για πολλά-πολλά.

  2. - Ρε μαλάκα, σταμάτα να παίζεις όλη μέρα με αυτό το κώλο-όργανο, με έχεις σπάσει τα νεύρα.
    - Αμάν ρε συ, εγώ θέλω να διευρύνω τους μουσικούς μου ορίζοντες και εσύ με μπουρντίζεις..

  3. - Αυτός ο βλάκας όλη μέρα φορτωμένος μες τη μαγκιά είναι, δεν τον αντέχω άλλο.
    - Μέχρι να τον ρίξει κανένας κάνα μπούρντισμα είναι, και μετά θα σου πω εγώ, αρνάκι θα γίνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται κοινώς για την κολόνια ή το άρωμα ή γενικώς ό,τι χρησιμοποιείται στον αρωματισμό του σώματος (ή και στόματος) με σκοπό την εξουδετέρωση της κακοσμίας / δυσοσμίας / μπόχας.

- Ρε συ οι μασχάλες σου μυρίζουν σαν παστουρμάς, πώς θα βγεις έξω;
- Α μην σε απασχολεί, θα βάλω λίγη ξεβρωμίστρα και τελείωσε η υπόθεση.

Βλ. και γαλλικό ντους

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για μια «ιδιαίτερη» σεξουαλική στάση κατά την οποία ο ένας χμμμ... ποπός ακουμπήσει (και φιλάει) στενότατα στον άλλον (και προφανώς όχι γιατί έχουν καιρό να ειδωθούν) κυρίως χρησιμοποιούμενο από τους ομοφυλόφιλους. Η αντίστοιχη στάση στο λεσβιακό σεξ είναι ο λεγόμενος τριβαδισμός, κοινώς το πλακομούνι.

- Πως τον βλέπεις τον κωλαρά μος; Τελικά πρέπει να είναι μεγάλη αδερφάρα ο τύπος έτσι;
- Ωωω μόνο; Στα πλακοκώλια έχει master!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσβλητική φράση που περιγράφει με άσχημο τρόπο έναν χαφιέ - σπιούνο - ρουφιάνο - καταδότη.

- Ρε συ, πώς έμαθε το αφεντικό ότι χτες την κοπάνησα;
- Θα του το είπε ο τάδε. Μεγάλο ρουφιανόβγαλμα ο τύπος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικώς, πρόκειται για εξάρτημα πυροβόλου όπλου το οποίο χρησιμοποιείται για ελαχιστοποίηση/καταστολή του ήχου και της λάμψης που προκύπτουν από την πυροδότηση αυτού, γνωστός και ως καταστολέας ήχου/λάμψης (σουπρέσσορ αγγλιστί).

Μεταφορικώς όταν χρησιμοποιείται, αναφέρεται στο προφυλακτικό, εξάρτημα του πέους που χρησιμοποιείται για την ελαχιστοποίηση/καταστολή της τριβής και του φλοκίου που προκύπτουν από την πυροδότηση αυτού, γνωστό και ως καταστολέας τριβής/σπέρματος (ντίκ σάιλενσερ αγγλιστί)

Μπαμπάς: - «Που πας παλικάρι μου, θα βγεις;»
Γιός: - «Ναι πατέρα, θα βγω με την Δανάη, την κοπέλα μου»
Μπαμπάς: - «Μπράβο παλικάρι μου, μην ξεχάσεις να βάλεις σιγαστήρα όμως, έτσι;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαφανίζομαι, κοινώς γίνομαι καπνός / μπουχός.

- Πού είναι, ρε συ, ο Σάββας;
- Όταν ξεκίνησε ο καυγάς, φοβήθηκε και σκόνιασε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified