Τέτοιο κρύο έξω, σε σημείο που ο πούτσος μένει κάγκελο, ξερός, εξαφανισμένος, σε απόλυτη σμίκρυνση (διαγραφή) από το κρύο.
Ρε Κώστα, πού γυρνάς έξω τέτοια ώρα; Έχει πουτσόκρυο!
Τέτοιο κρύο έξω, σε σημείο που ο πούτσος μένει κάγκελο, ξερός, εξαφανισμένος, σε απόλυτη σμίκρυνση (διαγραφή) από το κρύο.
Ρε Κώστα, πού γυρνάς έξω τέτοια ώρα; Έχει πουτσόκρυο!
Κι άλλα για πολύ κρύο: γίνομαι αρχαίος, δάγκωσα τ' αρχίδια μου, δάγκωσα το καβλί μου, δαγκώσει, τον / την έχω, κάνει κρύο, καιρός για τρίο, Λος Ψόφος, μπιλοζίρια, ξυλιάζω, τσόκρυο, τα αρχίδια μου έχουν γίνει φακές, τουρτουρίζω, τσάφι, ψόφος, ψωλόκρυο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η κυρία που μπουκώνεται με ψωλές διαφόρων μεγεθών. Βλέπε τσιμπουκλού.
Α!!!! η καινούργια της τάξης .... μεγααααααλο ψωλομπούκανο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το μικρής ηλικίας πουτανάκι που μπορεί να σε στείλει φυλακή. Ντύνεται προκλητικότατα και η ηλικία του ξεκινά από 12 έως 15 ετών.
Συνώνυμο: Νυμφίδιο.
Κοίτα πώς ξεπετάχτηκε το κοριτσάκι της κας Μαρίας... σαν πορνίδιο ντύνεται.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αναφέρεται στην χειρότερη κατάσταση στην οποία θα μπορούσε να πέσει ένας άνδρας.
Άσ' τα να πάνε φίλε μου, με διώξανε απ' τη δουλειά, η σπιτονυκοκυρά μου μού έκανε έξωση, οι λογαριαμοί τρέχουν... Το μουνί και το μπουκάλι μ' έφεραν σ' αυτό το χάλι...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ώσπερ = σαν.
Κύναιδως (κυν = σκύλος + αιδώς = ντροπή) = Σκυλοντροπή.
Κίναιδος = ξεκωλιάρης, πούστης. Συναντάται σε κωμωδία του Αριστοφάνη, που ως είναι γνωστό ήταν ο μεγαλυτερος βρωμόστομος συγγραφέας της αρχαιότητας.
Καπνίζω... σαν αράπης, σαν πούστης, ώσπερ κίναιδος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Βολίστρι είναι ο βολοκόπος ή σβαρνιστήρα, το εργαλείο που μετά το όργωμα με το αλέτρι σπάει τους βόλους στο χωράφι.
Έκφραση αγανάκτησης σε κάποιον που συνεχώς κάνει τον έξυπνο. Αναφέρεται στο αιδοίο της γυναίκας.
Βλέπε: της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο.
Οδηγός νευριασμένος προς άλλον οδηγό που πέρασε με κόκκινο κάνοντας τον έξυπνο:
Της γειτόνισάς σου το βολίστρι ρε!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο χαζός, το βόδι, αυτός που περπατάει και παραπαίει, ο τεραστίων διαστάσεων χαζός άνδρας.
Τι βουβούτσος ρε παιδί μου, αυτός ο Γιάννης, δεν ξέρει τι του γίνεται.
Δες επίσης και βους, βόιδαγλας και παιδοβούβαλος
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Δαυλός στον κώλο του: Το λέμε για να δείξουμε ότι δεν με ενδιαφέρει για το τι κάνουν οι άλλοι. Δεν μας ενδιαφέρει, π.χ. για το αν κάποιος μας αγαπά ή όχι.
- Ό Γιάννης παντρεύτηκε.
- Δαυλός στον κώλο του.
Όποιος δεν μας αγαπά δαυλός στον κώλο του.
Κάποτε λέγανε στον Μανώλη:
- Μανώλη, πέθανε ο Γιώργης.
- Δαυλός στον κώλο του.
Μετά από πολύ καιρό:
- Μανώλη, πέθανε ο Γιάννης.
- Δαυλός στον κώλο του.
Περασαν τα χρόνια ήρθε και η σειρά του Μανώλη.
- Ρε Μανώλη, τι λες τώρα που πεθαίνεις εσύ;
- Δαυλός στον κώλο αυτών που θα πομείνουνε (μείνουν ζωντανοί).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ένα μεγάλο ποτήρι κρασί.
Ο Κουρκουμπάτσος ήτανε και παρατσούκλι ανθρώπου που έπινε πολλά ποτήρια κρασί.
Παιδιά, έρχεται ο Γιάννης, κοίτα πώς είναι, τάπα τσι μεθιάς (δαυλί, κουρούμπελο), πρέπει να 'χει κατεβάσει πολλές κουρκουμπάτσες.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified