Σκανδιναβικής προελεύσεως ξανθός, τερατώδης, φοβιστικός, άρειος νεανίας ανω των 150 kgr, ύψους 2m και άνω, με μύες Σβαρτσενέγκερ και IQ 0,3 και κάτω!!!

  1. Την έπεσα σε μια σουηδέζα, αλλά είχε μαζί και ένα ούργκεν που με κυνηγούσε να με πλακώσει!!

  2. Πάω γυμναστήριο για να γίνω ούργκεν!!

  3. Φάε ενα ούργκεν!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψευδοϊσπανοειδές συνώνυμο του στόκου, ήτοι του εντελώς-παντελώς ηλιθίου, του εγκεφαλικώς νεκρού.

Ετυμ.: στόκος (ελληνοποιημένη λέξη) + -αδόρ (-ador, ισπανική κατάληξη ουσιαστικοποιημένου επιθέτου) +ελ (el=άρθρο) !!!!

σ.σ.: ελ στοκάρε: ψευδοϊταλοειδής παραλλαγή της ως άνω λέξεως!!!

  1. - Τήρα να ιδείς τι έκαμε ο ελ στοκάρε!!
  1. - Τι ψάχνεις να βρεις, αφού το άτομο είναι ελ στοκαδόρ!

  2. - Άμα είσαι ελ στοκαδόρ, τι να τα κάνεις τα λεφτά!!!

  3. - Φάε έναν ελ στοκάρε!!!

Βλ. και στοκαμπίλιτι, Στόκεμον

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Επίθετο) Ο,τιδήποτε προχειρότατο, χαζό, ή βλακωδώς κατασκευασμένο-επισκευασμένο.

Επίσης ο,τιδήποτε λειτουργικό μεν, αλλά βλακώδους εξωτερικής εμφανίσεως δε!! Γενικώς, η προχειρότητα!!

Επίσης και το τραμπακουλ(ο)-, λίαν χρήσιμο ως πρώτο συνθετικό, με ή χωρίς διαχωριστικό, πχ. τραμπακουλόγερος ή τραμπακουλο-γέρος, τραμπακουλάμαξο ή τραμπακουλο-αμάξι, τραμπακουλόβλακας, κ.ο.κ.!

  1. Κρεμόταν ένα καλώδιο στον πίνακα και το στερέωσα τραμπακουλικά, αλλά βραχυκύκλωσε και έκαψα ασφάλειες!!
  1. Κοίτα τραμπακουλική κεραία, ούτε μέχρι το δέντρο απέναντι δεν πιάνει!

  2. Το τραμπακουλοβίντεο μου μάσησε τρεις κασέτες!!!

  3. Έβαψα το ντάτσουν, αλλά πολύ τραμπακουλική δουλειά ρε παιδί μου, έσκασε η μπογιά στο φτερό!!!

Το τελευταίο προστέθηκε εδώ

Δες επίσης και Τραμπάκουλας, τραμπάκουλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέθανε, τα τίναξε, τα κακάρωσε, έγινε λίπασμα, κλπ ευχάριστα...

  1. Τά 'μαθες; Ο Μήτσος τράκαρε το TDM με διακόσια σ' ένα περίπτερο, τη γλίτωσε χωρίς γραντζουνιά, αλλά ο περιπτεράς έκαμε ορθή γωνία με το κυπαρίσσι!!

  2. Μετά τα ενενήντα, από μέρα σε μέρα να την περιμένεις την ορθή γωνία με το κυπαρίσσι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Προφέρεται στουρτσ-κάμπφ-φλουγκ-τσοϊγκ)

  1. Τεταραγμένη πτήση-εφιάλτης, από τις αναταράξεις της οποίας ο ατυχής επιβάτης γλιτώνει κατ'ελάχιστον με κατάγματα η/και εγκαύματα (από καυτούς καφέδες που εισέπραξε στην μούρη) ή/και μεγάλο ψυχολογικό τραμπάκουλο εξαιτίας του οποίου (τραμπάκουλου) κάμει τον σταυρόν του 33.333 φορές και ορκίζεται εις πάντες τους αγίους ποτέ μα ποτέ-ποτέ-ποτέ να μην ξαναματαπατήσει 30 χλμ. κοντα σε αεροπλάνο.

  2. Αεροπλάνο (συνηθέστατα παλαιάς σοβιετικής κοπής) που προσφέρει τις ως άνω περιγραφείσες συγκινήσεις!!!!

(Ετυμολογία: Sturzkampfflugzeug, γερμ., κατ'ακριβή μετάφραση: Αεροσκάφος καθέτου εφορμήσεως, με κατ'εξοχήν παράδειγμα τα ναζιστικής κατασκευής Στούκας!!!)

  1. - Πήγα Μόσχα με Αεροφλότ και η πτήση μου βγήκε στουρτζκάμπφλουγκτσοϊγκ!! Οι μισοί επιβάτες χέστηκαν απάνω τους!!!

  2. -Φίλε, μπήκα στο αεροπλανάκι από Ρόδο-Καστελόριζο με μποφόρια, πολύ στουρτζκάμπφλουγκτσοϊγκ αυτά τα Ντορνιέ άμα φυσάει!!!!

(από ΑΟΥΓΚΑ, 16/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Παραλλαγή του ζμπούτσαμ.

  2. Ανύπαρκτο θρασοχεβιμέταλ συγκρότημα!!

  1. - Ρε, το μηχανάκι βγάζει καπνό, ρε!
    - Ζμπότσομ, ρεεε, δεν είναι δικό μου!

  2. - Εσύ, ρε μέταλλο, τι μουσική ακούς; - Τα πρωινά, Maiden, μεσημέρι Sodom, αλλά το βραδάκι με την γκόμενα μόνο ζμπότσομ!! Φανατικά!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πούτσα!

Γλείψ' την μπατανόβουρτσα!

(από ΑΟΥΓΚΑ, 16/03/10)Τουτσι... Πότε Βούδας, πότε Κούδας...  (από GATZMAN, 26/07/10)

Δες και μπαντανάς, μπατανόπιασμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας! Παραλλαγή: ουγκαγκαμπούμπιμπης.

Ετυμ.: από παλαιό χαρρυκλύνικο τραγουδάκι που σιγοτραγουδήσαμε την δεκαετία του 80: «Ουγκαγκα-μπούμ μπι-μπι, γκαμπα-γκούμ μπιρι-μπι γκαγκα, αού μπι-μπι, αού μπι-μπι, γκαμπα-λάγκα μπουμ-γκαμπα»

  1. Είσαι τελείως (ου)γκαγκαμπούμπιμπης;;

  2. Τι (ου)γκαγκαμπούμπιμπης ηλεκτρολόγος είν' αυτός, ρε, αντί για φάση-ουδέτερο-γείωση μου έβαλε στην ίδια πρίζα τρεις φάσεις, έσκασε το λαμπατέρ μόλις τό' βαλα στην πρίζα!!!

(από vikar, 26/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πανύβλακας!

- Τήρα τον τραμπάκουλα πως οδηγεί!
ή - Τι τραμπάκουλας! Ξέχασε το τσιγάρο αναμμένο και έκαψε την μισή μοκέτα!

(από allivegp, 30/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρεμφερές με σχετικά λήμματα όπως «τσιμπούκια ο τίγρης» κλπ.

Κυρίως αφορά:

  1. Γλαφυρή περιγραφή δύσκολων καταστάσεων που πρέπει να υποστεί κάποιος, από τις οποίες δεν μπορεί επουδενί να ξεφύγει!!

  2. Γλαφυρή περιγραφή τραβεστί, η ψευδογυναικεία εμφάνιση της οποίας (μερικώς αποτυγχάνουσα να ξεγελάσει ακόμη και τον πιο αδαή-μύωπα) παραπέμπει στον περιπτερά της γειτονιάς / στον αγαπημένο ποδοσφαιριστή της εποχής, με το αντίστοιχο όνομα «Ντάνης»!

  3. Υποπερίπτωση-παραλλαγή της περιπτώσεως υπό (2) αποτελεί η κατάστασις κατά την οποία ο μύωψ πελάτης, ων επί το έργο, ρωτά το τραβέλιον «Το ονοματάκι σου δεσποινίς;» και η δίδα ανταπαντεί με περισσή χάρη «Ντάνης!».

  1. Δίκας σε Στρδο, ντάλα μεσημέρι κατακαλόκαιρο 70 βαθμοί: Σήμερα το πρόγραμμα έχει αποψίλωση!!
    Φαντάροι προς Δίκα: Μαστακιιειικιτά!
    Φαντάροι μονολογούντες βυζοτραβώμενοι: Τσιμπούκια ο Ντάνης, δεν ξέρεις τι χάνεις!

  2. Ρε φίλε, τι κινούμενη τσόντα είν' τούτη, σα τραβέλι μοιάζει αυτή!! Πολύ άσχημη, ρε, τσιμπούκια ο Ντάνης, δεν ξέρεις τι χάνεις!! Π'ασταδγιαλαποκειπέρα, μου χάλασε τη μέρα που την είδα, το παίζει και γκόμενα!

(από ΑΟΥΓΚΑ, 26/07/10)(από ΑΟΥΓΚΑ, 26/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified