(Επίθετο) Ο,τιδήποτε προχειρότατο, χαζό, ή βλακωδώς κατασκευασμένο-επισκευασμένο.
Επίσης ο,τιδήποτε λειτουργικό μεν, αλλά βλακώδους εξωτερικής εμφανίσεως δε!! Γενικώς, η προχειρότητα!!
Επίσης και το τραμπακουλ(ο)-, λίαν χρήσιμο ως πρώτο συνθετικό, με ή χωρίς διαχωριστικό, πχ. τραμπακουλόγερος ή τραμπακουλο-γέρος, τραμπακουλάμαξο ή τραμπακουλο-αμάξι, τραμπακουλόβλακας, κ.ο.κ.!
- Κρεμόταν ένα καλώδιο στον πίνακα και το στερέωσα τραμπακουλικά, αλλά βραχυκύκλωσε και έκαψα ασφάλειες!!
Κοίτα τραμπακουλική κεραία, ούτε μέχρι το δέντρο απέναντι δεν πιάνει!
Το τραμπακουλοβίντεο μου μάσησε τρεις κασέτες!!!
Έβαψα το ντάτσουν, αλλά πολύ τραμπακουλική δουλειά ρε παιδί μου, έσκασε η μπογιά στο φτερό!!!