Το πέσιμο, το γλίστρημα, η σαβούρδα. Την τρώμε και συνήθως προκαλούμε τον γέλωτα των γύρω...

Την είδα που με κοίταγε από τις εξέδρες και λέω μέσα μου «παιχταρά μου, τώρα πρέπει να κάνεις την κίνηση να την εντυπωσιάσεις». Και με το που πάω να σουτάρω το ανάποδο ψαλίδι, τρώω μια σούπα, όλη δική μου! Ε, κι άρχισε να γελάει με τις φίλες της και την έκανε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χρήση της φράσης σε παρακαλώ, όταν λέγεται πολλές φορές και γρήγορα, με σκοπό περισσότερο να σπάσει τ' αρχίδια του αποδέκτη, να τον κάνει να λυγίσει και να τον αναγκάσει, παρά να τον παρακαλέσει.

-Μπαμπά, θα με πάς στο Αλλού Φαν Παρκ;
-Το πάρκο εκεί θα είναι και την άλλη βδομάδα...
-Έτσι είχες πει και την προηγούμενη!
-Θα δούμε...
-Έλα ρε μπαμπά, όλο αυτό λες!
-Άσε με ρε παιδί μου να διαβάσω την εφημερίδα μου μια Κυριακή κι εγώ!
-Έλα ρε μπαμπά! Σπαλώ σπαλώ σπαλώ σπαλώ σπαλώ σπαλώ σπαλώ σπαλώ σπαλώ σπαλώ σπαλώ σπαλώ σπαλώ σπαλώ...
-ΕΝΤΑΞΕΙ! @#$%^&*
-Γιούχουυυ!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο σπασαρχίδας, αυτός που πρήζει τους πάντες με τη συμπεριφορά του, τις ερωτήσεις του, την επιμονή του κτλ.

- Πού πήγες χθες;
- Σε κλαμπάκι..
- Ποιο;
- Club47...
- Καλά ήταν;
- Ναι...
- Με ποιους πήγες;
- Τον Τάκη, το Σάκη και το Μάκη.
- Πουτσαρία δηλαδή ε;
- Όχι...
- Ε πώς όχι...;
- Βρήκαμε και τη Σούλα, τη Ρούλα και την Τούλα...
- Καλά γκομενάκια;
- Ναι...
- Από πού βγαίνει το Σούλα;
- Από το Τασούλα...
- Πώς είσαι σίγουρος; Την έχεις ρωτήσει;
- Είσαι και πολύ σπασοκλαμπάνιας ρε αδερφάκι μου!

Ναιιιι, με ακούτεεεεε;;; (από Cunning Linguist, 26/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν, που πετάγεται παντού και πάντα, ο αδιάκριτος.

Και πάμε που λες με το γκομενάκι στην κρεβατοκάμαρα και πάνω που πάει να γίνει το μουχαμπέτι, μπαίνει μέσα ο μαλάκας ο Σάκης σα σφηνόπουτσα και ρωτάει αν χωράει κι αυτός!

Βλέπε και στο ξεκαύλωτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται και σφιχτερμάνος, κατά το πολισμάνος. Ο σφίχτης, τούμπανος, μουσκουλάτος, φουσκωτός. Ο πολύ γυμνασμένος και συνήθως με λίγο μυαλό. Δουλεύει πόρτα στο μαγαζί της γειτονιάς για να πληρώνει τις κρεατίνες του.

Της την πέφτω και μετά από λίγο σκάει ο γκόμενός της, ένας σφίχτερμαν, και την κάνω με ελαφρά...

Βλ. και μπρατσορακέτας, σφίχτης, μπονταίος, πρησμένος, σβάρτσος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καρμιράκος, κακομοίρης, άτυχος, που ό,τι και να γίνει όλα θα του πάνε στραβά, που πρέπει να καταβάλλει τη μέγιστη προσπάθεια ακόμα και για τα πιο ασήμαντα και μικρά πράγματα.

- Πλημμύρισε το σπίτι του και δεν είχε τίποτα να βγάλει τα νερά παρά μόνο κουτάλια ο ταλαίπωρος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Coolέζικος όρος που χρησιμοποιείται όταν προτείνουμε σε κάποιον να χαλαρώσει, να μην πάρει κάτι βαριά, να ηρεμήσει.

Εκ του αγγλικού take it easy.

-Μαλάκα μου, αυτό ήταν! Της την πέφτει μπροστά μου, θα τον γαμήσω!
-Τεκερίζι δικέ μου, κάτι για το διαγώνισμα της φυσικής τη ρωτάει!

Got a better definition? Add it!

Published

John Fistikis, Τζον Φυστίκης

Ένας οποιοσδήποτε Ελληνοαμερικανός. Φοράει μεγάλο καουμπόικο καπέλο, μιλάει σπαστά «ελλήνικος» και έχει βγάλει πολλά «ντόλαρς» στο Αμέρικα.

Τζων Φιστίκης: «Εμείς στο Αμέρικα έχομε πιο μεγκάλο κάρο από Ελλάντα. Πολύ μεγκάλο κάρο, πολύ μεγκάλο, χο χο...»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ήττα, η τάπα, η νίλα, η στραβή, το πακέτο, η παπάρα. Τρώγεται.

Πήγαμε 4 η ώρα το βράδυ μέχρι το κέντρο να βρούμε λουκουμάδες και φάγαμε τόγκα. Όλα κλειστά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός που εκφράζει θυμό, τσαντίλα, αγανάκτηση.

- Μόλις μου είπε οτι με τα λεφτά για το νοίκι αγόρασε γούνα, έγινα Τούρκος!

Τούρκος γίνεται τούρκος σε ριάλιτι (από Khan, 11/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified