Κλασική ακραία απειλητική έκφραση του στυλ «θα σε κλάψει η μάνα σου στο μνήμα», η οποία προσβάλει καθαρά την ίδια τη ζωή του παραλήπτη. Αναφέρεται στον αριθμό (τέσσερις) των κορακιών κασοφόρων, των οποίων αποστολή είναι η μεταφορά του φέρετρου στην ύστατη κατοικία του.

Χρησιμοποιείται συνήθως από ακίνδυνους μαχαλόμαγκες - κουραδόμαγκες που πουλάνε μαγκιά από χόμπι, ενώ στην πραγματικότητα ποτέ δεν κάνουν πράξη τις απειλές τους, γιατί όπως ορίζει η λαϊκή σοφία: «σκυλί που γαβγίζει δε δαγκάνει» (και τούμπαλιν).

- Τι κοιτάς ρε; Την κοπέλα μου κοιτάς; Θα πεθάνεις ρε! Θα σε πάνε τέσσερις! Θα σου πιω το αίμα! Θα...θα...

κλπ, κλπ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απειλητική έκφραση. Μπορεί, εκ πρώτης όψεως, να ακούγεται γλυκειά και αθώα, αλλά είναι συνώνυμη και ισοδύναμη με άλλες εκφράσεις τύπου «θα σου γαμήσω τα πρέκια»΄ απλά, όταν χρησιμοποιούμε τη συγκεκριμένη χρυσώνουμε το χάπι, συνήθως για να δείξουμε ότι γαμάμε αλλά, παράλληλα, ότι δεν είμαστε και νταλικέρηδες, έχουμε δηλαδή αίσθηση του χιούμορ.

Λέγεται από εκπροσώπους και των δύο φύλων με στόχο εκπροσώπους επίσης των δύο φύλων. Το αν μπορεί το θύμα να καταστεί μητέρα βιολογικά ή όχι, δεν έχει καμία σημασία.

- Ιεροκλή, πέσε εκείνα τα είκοσι που μου χρωστάς κάτι μήνες γιατί θα σε κάνω μητέρα...
- Καλά, και μπορέλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απειλητική έκφραση γκανγκστερικής προέλευσης, με λίγο - πολύ προφανές περιεχόμενο: Οι κουμπότρυπες δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ευφημισμός για τα τραύματα εισόδου βλημάτων πυροβόλου όπλου.

Οι γνώμες για τις ρίζες της συγκεκριμένης φράσης διίστανται. Αρκετοί πάντως υποστηρίζουν πως, αρχικά, εντοπίζεται σε κάποιο Λούκυ Λουκ, αλλά τίποτα δεν έχει επιβεβαιωθεί σχετικά μέχρι σήμερα.

Σε ακραίες περιπτώσεις πρόκλησης μεγάλου πλήθους των εν λόγω τρυπών, παίζει και το «θα σε κάνω σουρωτήρι».

- Στάκαμαν ρε! Put the cot down slowly, γιατί θα σε γεμίσω κουμπότρυπες!
- Θα μου κλάσεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην πούτσα μου. Η μέγιστη δήλωση αδιαφορίας. Γίνεται χρήση συνήθως από παλαιούς φαντάρους που έχουν βαρύνει από τους μήνες...

- Ρε συ, πάλι σκοπιά;
- Ζμπούτζαμ. Δέκα και σήμερα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερθετικός βαθμός του έχω χάσει επεισόδια, ήτοι είμαι εκτός των πραγμάτων, χωρίς ενημέρωση, εδώ και πάρα, πάρα, πάρα πολύ καιρό.

Από το αγγλικό season (στην προκειμένη, κύκλος επεισοδίων τηλεοπτικής σειράς).

- Κολλητή τα μαθες; Η Λίτσα χώρισε!
- Καλά, έχεις χάσει σήζον μου φαίνεται. Τα 'φτιαξε με τον Μπάμπη τον σιδερά!
- Σοβαρά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική έκφραση δήλωσης απόλυτης άγνοιας. Με άλλα λόγια, είμαι ανίδεος, δεν καταλαβαίνω Χριστό, είμαι παντελώς άσχετος.

- Γιαγιά, τσέκαρε την καινούργια μου κινητούμπα... έχει camera 11.1 megapixel, GPS, MLRS, GTP, GTPK, RTFM και φκιάνει και φραπέ.... μιλάμε, δεν υπάρχει...
- Τι μου λες παιδάκι μου... αφού έχω μαύρα μεσάνυχτα από αυτά...

Got a better definition? Add it!

Published

Η RAM (Random Access Memory) είναι η προσωρινή μνήμη ενός Η/Υ, μέρος ζωτικότατο όσο και απολύτως απαραίτητο για την άρτια λειτουργία του. Όταν χρησιμοποιούμε μεταφορικά την έκφραση «ο τάδε έχει κάψει RAM», θέλουμε να δείξουμε ότι έχει πολύ αδύνατη μνήμη, δεν θυμάται Χριστό, βρίσκεται σε αρχή Αλτσχάιμερ.

- Ρε Μητσάρα, σου έδωκε τελικά ο Ιεροκλής εκείνα τα εκατό που σου χρώσταγε;
- Ποια εκατό ρε Τεό, είκοσι μου χρώσταγε...
- Καλά, έχεις κάψει RAM μου φαίνεται...

(από GATZMAN, 28/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία που προκύπτει από το ελληνικό ρήμα «έρπω» και την απαρεμφατική κατάληξη («γερούνδιο») της αγγλικής «-ing».

Υποδηλώνει το mode κίνησης «ένα-με-το-χώμα», όπου το υποκείμενο προχωρά μπρούμυτα έχοντας πλήρη επαφή με το έδαφος.

Συναντάται κατά κόρον στον ένδοξο Ε.Σ.

- Ε, εσείς οι τέσσερεις, φέρτε μου ένα Μάλμπουρο από το Κ.Ψ.Μ. Και που 'στε, να το κρατάτε από μια γωνία ο καθένας να μη σας πέσει.. Τι; Εννοείται με έρπινγκ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς η πολύ παλιά μπίχλα, η μάκα που από την πολυκαιρία έχει μετατραπεί σε αρχέγονη σούπα, γεγονός το οποίο οδήγησε στη δημιουργία μιας νέας μορφής ζωής.

Χρησιμοποιείται συνήθως με το ρήμα «πιάνω», κατά το «θα πιάσουμε / πιάσαμε μυρμήγκια», αλλά είναι σαφώς πιο έντονο, για ευνόητους λόγους.

- Ρε Τούλα τι θα γίνει με τα πιάτα; Μια βδομάδα στο νεροχύτη είναι, ελεφαντάκια θα πιάσουμε...

(από Jonas, 07/08/09)Ντάμπο, το ελεφαντάκι (από allivegp, 07/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανεγκέφαλη έκφραση - πλεονασμός, που υποδηλώνει απαξίωση ή/και (αυτο)σαρκασμό. Με άλλα λόγια, είμαστε επιεικώς απαράδεκτοι, για τα πανηγύρια ή απλά δε βλεπόμαστε, είμαστε ένα μάτσο χάλια.

Χρησιμοποιείται σε όλα τα πρόσωπα, ανάλογα με την περίσταση.

- Έλα ρε... Δε σ' ακούω καλά... Γήπεδο είσαι; Πόσο είναι;
- Άσε φίλε, είμαστε για να 'μαστε. Σέρνονται τα παλτά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified