Κοψοχολιάζω κάποιον: τρομάζω πολύ κάποιον. Χρησιμοποιείται συνήθως στην παθητική, όταν δηλαδή εμείς είμαστε οι παθόντες, οι αποδέκτες του τρομάγματος (ήτοι: «με κοψοχόλιασες»).

Συναντάται συχνά και ως «μου 'κοψες τη χολή».

Να μη συγχέεται με το «χολιάζω», το οποίο σημαίνει κακιώνω, βγάζω «χολή» (=κακία).

- Τσα!
- Ασταδιάλα ρε, με κοψοχόλιασες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπορεί να μη χωράνε δύο καρπούζια σε μία μασχάλη, αλλά από ένα σε κάθε μία για μερικούς, χωράει και περισσεύει. Χωρίς να έχει σχέση με την προαναφερόμενη λαϊκή σοφία, η συγκεκριμένη φράση χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου: του ψευτόμαγκα.

Προκύπτει από την στάση με την οποία συνήθως προχωράει, με ανοιχτά τα χέρια (θέλοντας να τονίσει προφανώς τις πλάτες του), σα να φέρει τα συγκεκριμένα ζαρζαβατικά υπό μάλης. Το γεγονός ότι, σε πολλές περιπτώσεις, ανήκει στη κατηγορία φτερού, δεν έχει καμία, μα καμία σημασία γι αυτόν.

Η φράση βρίσκει εφαρμογή και στη (συμπαθή κατά τα άλλα) συνομοταξία των μεταλλάδων. Απαραίτητα συνοδευτικά αξεσουάρ των καρπουζιών: χαίτη, καρφιά στα χέρια, μπλουζάκι με ανάλογο περιεχόμενο, μενταγιόν σε σχήμα πέλεκυ κ.α.

- Για έλα εδώ νέος... Πού νομίζεις ότι βρίσκεσαι και βολτάρεις με τα καρπούζια στις μασχάλες; Άιντε μη σε στείλω να σκοτώσεις το δράκο πρωινιάτικα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, το βαθύ μπλε, το χρώμα το πελαγίσιο, της ανοιχτής θάλασσας. Μεταφορικά, χρησιμοποιείται στη μορφή «κάνω κάποιον μπλε-μαρέ», εννοώντας πως τον σαπίζω στο ξύλο, τον κάνω αγνώριστο, ήτοι του προκαλώ τόσους μώλωπες από τα κλωτσομπουνίδια, που έχει αποκτήσει ολόκληρος μια μπλε-μαρέ απόχρωση.

- Λίτσα, μη με πρήζεις γιατί θα με πιάσουν τα διαόλια μου και θα σε κάνω μπλε-μαρέ από το ξύλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική ακραία απειλητική έκφραση του στυλ «θα σε κλάψει η μάνα σου στο μνήμα», η οποία προσβάλει καθαρά την ίδια τη ζωή του παραλήπτη. Αναφέρεται στον αριθμό (τέσσερις) των κορακιών κασοφόρων, των οποίων αποστολή είναι η μεταφορά του φέρετρου στην ύστατη κατοικία του.

Χρησιμοποιείται συνήθως από ακίνδυνους μαχαλόμαγκες - κουραδόμαγκες που πουλάνε μαγκιά από χόμπι, ενώ στην πραγματικότητα ποτέ δεν κάνουν πράξη τις απειλές τους, γιατί όπως ορίζει η λαϊκή σοφία: «σκυλί που γαβγίζει δε δαγκάνει» (και τούμπαλιν).

- Τι κοιτάς ρε; Την κοπέλα μου κοιτάς; Θα πεθάνεις ρε! Θα σε πάνε τέσσερις! Θα σου πιω το αίμα! Θα...θα...

κλπ, κλπ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας διαφορετικός, ολίγον μάγκικος τρόπος να πούμε σε κάποιον «μη με κοροϊδεύεις, αλλού αυτά».

Συνώνυμο της έκφρασης: «άσ' τα σάπια».

- ...αλήθεια ρε συ, μου έδωσε το τηλέφωνό της!
- Άσ' τα ψόφια είπαμεεε... τι δουλειά έχει η σούπερ λίγκα με το ερασιτεχνικό;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρακλάδι / μουσική σκηνή της εξ Αμερικής ανεξάρτητης μουσικής, το οποίο εμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας των 80, αλλά μεσουράνησε κυρίως στις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας των 90, σχεδόν ταυτόχρονα με την εμφάνιση του grunge (το οποίο όμως είχε μικρότερη διάρκεια ζωής) και όπως και εκείνο «λάνσαρε» ένα ιδιαίτερο τρόπο ζωής, παράλληλα με τους ξεχωριστούς ήχους που έφερε στο προσκήνιο.

Ετυμολογικά, προκύπτει από τις αγγλικές λέξεις «low fidelity» (χαμηλή πιστότητα, σε αντίθεση με το πολυφορεμένο «hi-fi» - high fidelity). Η μουσική (και οι μουσικοί) χαρακτηρίζονταν από ένα (ανεπιτήδευτο συνήθως) ατημέλητο στυλ, οι κιθάρες ήταν παράφωνες, ο ήχος ακατέργαστος (λιγότερο σκληρός και μελαγχολικός πάντως από το grunge), ενώ κοινός τόπος ήταν και οι κακής ποιότητας ηχογραφήσεις (εξ' ου και lo-fi).

Τα αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα πολλά: Pavement, Sebadoh, Dinosaur Jr., Yo La Tengo, Silver Jews, Guided by Voices, Grandaddy και Modest Mouse, μεταξύ άλλων.

Παρόλο που η σκηνή απέκτησε αρκετούς φανατικούς οπαδούς (ακόμα και στη χώρα μας), άρχισε να παρακμάζει μετά το 2000, κυρίως λόγω της διάλυσης πολλών εκ των αντιπροσωπευτικότερων συγκροτημάτων.

Η έννοια «lo-fi» μπορεί άνετα, πέρα από τη μουσική αναφορά της, να αποδώσει έναν χαρακτηρισμό σε ένα πρόσωπο ή κατάσταση, ότι δηλαδή είναι χαμηλής πιστότητας, είτε με τη καλή (εκκεντρικότητα, φρεσκάδα, πρωτοτυπία, κάτι πέρα από τα συνηθισμένα), είτε με την κακή έννοια (κυριολεκτικά). Επιβάλλεται ιδιαίτερη προσοχή στη χρήση, όσο και στη κατανόηση, η οποία πάντα πρέπει να βασίζεται και στα συμφραζόμενα.

  1. - ...και μετά το Μέγαρο, πήρα τηλέφωνο το Μαράκι και πήγαμε Decadence...
    - Σπεκ, Ιεροκλή είσαι και πολύ lo-fi τύπος μιλάμε...

  2. - Ρε θυμάσαι το παλιό στερεοφωνικό στο σπίτι των γονιών μου που ακούγαμε Floyd; Το δώσανε σε παλιατζή...
    - Καλά κάνανε στη τελική, μετά από τόσα χρόνια θα έβαζες πάνω βινύλιο και θα το χαράκωνε.... από hi-fi που ήταν κάποτε, κατάντησε lo-fi...
    - Χεχε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φτηνό κονιάκ πολύ χαμηλής ποιότητας, σαν αυτό που σερβίρουν συνήθως στα κοιμητήρια μετά τις κηδείες, με τον «καφέ της παρηγοριάς».

- Μήτσο, πάρε και κανά-δυο κονιακάκια νεκροταφείου να κάνουμε κεφάλι... δεν είμαστε για πολλά έξοδα...

...σερβίρεται κονιάκ μηδέν αστέρων! (από Vrastaman, 06/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία αποτελούμενη από τις λέξεις Χαϊλάντερ και ντίρλα.

Περιγράφει άτομο το οποίο βρίσκεται συνεχώς σε κατάσταση μέθης και που παρ' όλα αυτά συνεχίζει να πίνει χωρίς να χαλιέται ποτέ. Επιπλέον δεν υπάρχουν μαρτυρίες ή ντοκουμέντα ότι έχει γίνει λιώμα στο παρελθόν, σε βαθμό που τίθεται θέμα μυθοποίησής του.

Με άλλα λόγια, είναι ο ντούρασελ κρασοπατέρας, απρόσβλητος από το αλκοόλ (όπως κι ο μυθικός Σκωτσέζος από τα δεινά εν γένει), ο «άνθρωπος σφουγγάρι» που απορροφά τα ποτά χωρίς φόβο και πάθος.

- Πάμε να πιούμε κανα κρασνιάκ;
- Κανα τι;;;
- Κρασνιάκ... κρασί με κονιάκ... δεν έχεις πιει ποτέ;
- Κοίτα... εσύ μπορεί να είσαι ο Χαϊντιρλάντερ ο ίδιος, αλλά εγώ δεν έχω καμία όρεξη να τρέχω για πλύσεις στομάχου μετά...

Heidi - lander (από Vrastaman, 26/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκετά casual προσφώνηση σε κάποιο πολύ κοντινό και αγαπητό σε εμάς πρόσωπο (σχετ. αγγλ. my man). «Φορέθηκε» πολύ στα 80's, αλλά σήμερα η χρήση του παρουσιάζει κάμψη, αφού η νεολαία προτιμά άλλες προσφωνήσεις σε αντικατάσταση αυτού. Παρ' όλα αυτά παραμένει κλασικό, αφού γαλούχησε μια ολόκληρη γενιά.

Συναντάται σπανιότερα και στη πιο «μάγκικη» μορφή: «δικένε μου»

Πού 'σαι δικέ μου; Δε σε είδαμε στη ντίσκο χτες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αγαπούλα, το ζετεμάκι, που μας παιδεύει και μας στεναχωρεί πολλές φορές, αλλά εμείς του έχουμε αδυναμία και το αγαπάμε.

Απ' την τόση παραζάλη, πονεί το κεφαλάκι μου! Πάρε με στην αγκαλιά σου, πάρε με, βασανάκι μου! Πάρε με στην αγκαλιά σου, πάρε με, πάρε με, βασανάκι μου!

Το γιατρό και το σπετσιέρη, δε ζητώ μανάκι μου! Πάρε με στην αγκαλιά σου, πάρε με, βασανάκι μου! Πάρε με στην αγκαλιά σου, πάρε με, πάρε με, βασανάκι μου!

Συ που μ' έχεις αρρωστήσει, διώξε το φαρμάκι μου! Πάρε με στην αγκαλιά σου, πάρε με, βασανάκι μου! Πάρε με στην αγκαλιά σου, πάρε με, πάρε με, βασανάκι μου!

Παλιό ρεμπέτικο. Στίχοι: Χαράλαμπος Βασιλειάδης Μουσική: Απόστολος Χατζηχρήστος
Πηγή: Rebetiko_wiki

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified