Τα κολπικά υγρά. Σύνθετος όρος από το «μουνί» και «φτύμα» < «φτύνω», ο οποίος χρησιμοποιείται κυρίως (αλλά όχι αποκλειστικά) στην ανατολική και βόρεια Πελοπόννησο.

- Πού πας βρε Δήμητρα; Πάνω στο κα(υ)λύτερο το κόβεις...
- Τι πού πάω, ρε Γιωργία; Τη φάτσα μου πάω να πλύνω, έχω γεμίσει όλη μουνόφτυμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υγρό που βγάζει το μουνί και αντιστοιχεί (τυπικά, τουλάχιστον) στο χύσι του πούτσου. Σύνθετος όρος από το «μουνί» και «χύσι». Χρησιμοποιείται και στον ενικό, «μουνοχύσι», αλλά ο πληθυντικός είναι πολύ πιο συνηθισμένος.

Συνώνυμο: μουνόφτυμα

- Θα μου κάνεις γλειφομούνι, Γιάννη μου;
- Αφού σιχαίνομαι τα μουνοχύσια, το 'χουμε πει εκατό φορές! Θες μήπως ένα μπούτσο;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξελίσσομαι, προχωράω, βαίνω καλώς.

Σε αυτή τη σημασία, το ρήμα χρησιμοποιείται κυρίως στο γ΄ ενικό («τσουλάει») και διαδόθηκε ιδίως μετά το Λαβ Σόρρυ, όπου ο Σάκης ο Υδραυλικός (ναι, το είδος Saces hydraulicus brutalis) έλεγε τη γνωστή φράση: «άσ' το, τσουλάει», τ.έ. ας μην τα χαλάσουμε τώρα, αφού η σχέση μας προχωράει προς το θετικό. Χρησιμοποιείται συχνά στα πλάισια της ευρύτερης έκφρασης «τσουλάει το πράμα», με όμοια σημασία.

- Τελικά, πώς τα πας με τη Ρίκα;
- Δεν έχω παράπονο, τσουλάει (το πράμα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ψωμάκια που σχηματίζονται σε κάθε πλευρά του γυναικείου σώματος, κατεβαίνοντας από τη μέση προς τα κωλομέρια (της γυναικός εκ του πλαγίου θεωμένης, ασφαλώς) και τα οποία, όταν η κοπελίτσα φοράει παντελόνι, ξεχυλίζουν πάνω από το ένδυμα. Χρησιμεύουν αποκλειστικά και μόνο για να κρατιέσαι όταν κάνεις έρωτα, σεξ, σεχ, σεξάκι, σεξάκοι κ.τ.ό. Και όταν γαμάς δεν είναι άσκημα, να εξηγούμαστε!

Βλ. και γαμοχέρουλα.

-Τι σ' αρέσει στην Κλεοπάτρα ρε ψηλέ; Αφού είναι χοντρή.
-Δεν είναι χοντρή ρε άσχετε! Απλώς έχει πλούσιες χειρολαβές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που σου αρέσει πολύ, ο φοβερός και γαμιστερός μαζί.

  2. Αυτός που σε κάνει να φοβάσαι, ο τρομακτικός (κυριολεκτικά).

Και στις δύο σημασίες του, πρόκειται για σλανγκίζοντα όρο που χρησιμοποιείται κυρίως από κοπέλες, σχηματισμένος από το «φοβίζω», κατά το πρότυπο του «γαμιστερός» (<«γαμίζω», όπως λεγόταν κάποτε το γαμάω).

  1. Είδα ένα θριλεράκι πολύ φοβιστερό.

  2. Καλά, αυτό το φορεματάκι είναι φοβιστερό, φιλενάδα! Πού το ψώνισες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγάλη ανυπομονησία, το ξαφνικό άγχος να φύγει κανείς από κάπου.

Από το «κώλος», το «κάψα» (< καίω) και το -ίς/-ίδος. Χρησιμοποιείται κυρίως με την μορφή «με πιάνει κωλοκαψίδα» ή «έχω κωλοκαψίδα». Πρόκειται ίσως για τοπικό ιδιωματισμό, το έχω ακούσει στα Επτάνησα, αλλά και στην Πελοπόννησο.

- Πάμε, Γιώργο μου, έχει πάει 1 η ώρα!
- Αμάν πια! Θα φύγουμε, κάτσε λίγο ακόμα. Κωλοκαψίδα σ' έπιασε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που βαράει προσοχές, ο τσανακογλείφτης, αυτός που λέει ναι σε ό,τι προστάζει τ' αφεντικό, χωρίς να εξετάζει την ορθότητα της προσταγής. Από το αγγλικό yes man (yes= ναι, man = άνθρωπος).

Συνώνυμα: τσανακογλείφτης, αυλοκόλακας, (ενίοτε και) μαντρόσκυλο.

- Χαιρέτα, ρε! Περνάει ο καθηγητής σου.
- Σιγά μη γίνω γιέσμαν του μαλάκα, εγώ. Να χαιρετήσει αυτός πρώτος.

yes, Aλάριχος! (από MXΣ, 15/05/10)(από Khan, 15/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άσπρο σμηγματοειδές έκκριμα του κόλπου όταν πάσχει από μυκητιασική, βακτηριακή κ.τ.λ. κολπίτιδα. Η λευκόρροια. Ανάλογα με το είδος της λοίμωξης, η μουνόκρεμα μπορεί να είναι από εντελώς άοσμη και άσπρη έως φρικτά βρωμερή και κιτρινοπράσινη. Είπα τίποτα που δεν είναι politically correct, μήπως;

- Τελικά το κάνατε με τη Βαρβάρα;
- Ε, όχι ακριβώς... Πήγαμε να το κάνουμε, αλλά μόλις έβγαλε το βρακί της είδα απάνω τη μουνόκρεμα και την έκανα με ελαφρά.
- Μπλιάχ!

Η Α.Μ. μαστιγοφόρος τροφοζωίτης τριχομονάδα. (από allivegp, 18/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φιλόλογος της κακιάς ώρας, που το μόνο που ξέρει είναι να λέει και να γράφει ανοησίες, αλλά ωστόσο επιπλέει, ωσάν φελλός. Τυπικά παραδείγματα: Άδ. Γ., Άν. Τζ.-Ευστ. και κάμποσοι άλλοι... Ο όρος αποτελεί λεξιπλασία από τα «φελλός» και «φιλόλογος».

Ρε, αφού το «κιμονό» βγαίνει από το «χειμώνας». Το άκουσα σε πατριωτική εκμπομπή.
— Ποιος ξέρει ποιος φελλόλογος είπε πάλι τη μαλακία του, κι εσύ την έχαψες!

Δες και φελλο-.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιστεύω αβίαστα κάτι που μου λένε, χωρίς να επαληθεύω μέσω πηγών ή επιχειρημάτων. Είμαι ευκολόπιστος.

Ο όρος αποτελεί κλασική, παλαιά σλανγκ, που χρησιμοποιείται συνήθως με την αντωνυμία «το» (το 'χαψα).

- Αλήθεια σου λέω. Μου είπε ότι αγόρασε σκάφος.
- Άντε ρε, μια μαλακία σου είπε για να σε δουλέψει και εσύ το 'χαψες!

Χαφ\'τον! (από Vrastaman, 15/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified