Η πλαστική, καφέ, φθηνή σαγιονάρα που συνηθιζόταν ιδίως στα σέβεντις ('70s) του 20ού αιώνα. Το σχέδιό της ήταν απλό, με δύο σταυρωτά τμήματα πάνω από τον κουτουπιέ. Ο όρος ίσως προέρχεται από κάποια παλιά μάρκα (;)

Έβγαλε τη μαστρομπάκα και με κυνήγησε άγρια, ο καρατζόβας!

παντούφλα (από alamo, 12/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που σημαίνει «ο πάσα ένας», «ο τάδε», «ο δεν-ξέρω-κι-εγώ ποιος».

Ήρθε εκεί ένας Παπατζάλας και μου είπε πως θέλει τα λεφτά.

Βλέπε και σκορδομπούτσογλου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κακαράντζα, το μικρό, σφαιρικό, κυβικό ή πολύεδρο κόπρανο συμπαγούς υφής (στο κεφαλληνιακό ιδίωμα).

- Έχεσες τίποτες ωρέ Παντελή;
- Τι να χέσω; Μόνο κάτι βερβελιές έβγαλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πούτσα. Μάλλον από το κλαρί σε μεγεθυντικό τύπο, ή σύντμηση του καραπουτσακλάρα.

Στην κλάρα μας ρε τι θα πει τ΄αφεντικό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ινδοσκυλάδικο (βλ. Ζαγοραίος, Περπινιάδης, Τσετίνης κ.ά.), είδος και καλά λαϊκού τραγουδιού που εισήχθη από το Subcontinent με μια πατίνα φθηνού λάτιν και οριεντάλ.

Έχει ως χαρακτηριστικά τα έντονα αναφιλητά, τους εντελώς ηλίθιους στίχους (π.χ. πάρτε κύριε λαχεία, μπαμπά πεινάω, γκουντ μπάι μάι ντάρλιγκ κ.τ.ό.) και το μπουζούκι με ενισχυτή της κακιάς ώρας.

Η λέξη προέρχεται από το τουρκικό söz(= «λέξη») και κάποια κατάληξη -em. Ήταν εν χρήσει στους μουσικούς κύκλους των δεκαετιών '50-'60 (του 20ού αιώνα, βεβαίως-βεβαίως).

Καλό ταβερνάκι, αλλά έπαιζε όλο σοζέμια. Μιζέρια, γαμώτο!

Πάρτε κύριε λαχεία! (από Sasa, 13/04/10)Καθαρόαιμο σοζέμι  (από Sasa, 13/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει τα μαλλιά του καρέ, κούρεμα που συνηθιζόταν στους άντρες κατά τα τέλη της δεκαετίας των έιτιζ ('80s) και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας των νάιντιζ ('90s), του 20ού αιώνα (να μην τα ξαναλέμε!).

Υπήρχαν ποικίλα είδη καρέ, που κυμαίνονταν από το κάπως πιο μακρύ «καπελάκι» (γκοφρέ ή κοφτό), μέχρι το ίσιο μακρύ μαλλί που κάλυπτε όλο το σβέρκο και περίσσευε ελαφρά κάτω από τη γνάθο. Συχνά άφηναν να μακρύνουν μόνο οι τρίχες που ξεκίναγαν από το πάνω μέρος του κεφαλιού, με τις εσωτερικές να είναι ξυρισμένες με την ψιλή. Έτσι, όταν έπιανες κότσο το μαλλί, αναδυόταν περήφανα το κατά το ήμισυ ξυρισμένο κρανίο σου.

Τα κουρέματα τύπου καρέ συνήθιζαν κυρίως οι καστανοί και ξανθοί άντρες, υπήρχαν όμως και σε μελαχρινή βερσιόν.

Αν και εκ πρώτης όψεως πούστικο ως κούρεμα, εκείνη την εποχή χαρακτήριζε τους τύπους που θεωρούνταν ταυτόχρονα τρέντυ και ποθητοί γκόμενοι.

Συνώνυμο: καρές, (πληθ.) καρέδες

Τον βλέπεις εκείνο τον καρεδάκια; Έχει ένα γκομενάκι σκέτη καύλα, αλλά άκουσα ότι της ρίχνει πολύ ξύλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνδρας με λεπτούς τρόπους, ελαφρώς αδερφίζων, αλλά ταυτόχρονα επιθυμητός από τα γκομενάκια (τέτοια μυαλά που έχουν!!!). Από το βαφτιστικό «Λευτέρης».

- Δεν σου είπα, αγαπητέ μου... Η Ευσταθία είναι καψούρα μαζί μου!
- Σιγά το νέο, ρε νούμερο! Όλο με κάτι Λεπτέρηδες τη βρίσκει αυτή η πατόζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καραγκιόζης, ο γελοίος, ο περίγελως. Λέγεται και για αρσενικούς και για θηλυκές, και χρησιμοποιείται τουλάχιστον 50 χρόνια (σήμερον: 2010).

- Μαλάκα, πάμε Τζέμελλι το βράδυ;
- Σιγά μην πάω πάλι στην κωλότρυπα. Είσαι τελείως νούμερο;

(από Khan, 16/02/15)(από Khan, 25/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Καραγκιόζης, αλλά με ακόμη πιο σκωπτική διάθεση. Τον όρο χρησιμοποιούσε ήδη ο Σιορ-Διονύσιος στο Θέατρο Σκιών.

— Πού πα' ρε, δε βλέπεις το STOP;
Ά' γαμήσου ρε καριόλη!
— Σε ποιον είπες «ά' γαμήσου» ρε καραγκιόζο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απόλυτα Μεσανατολίτης και / ή Καυκάσιος στη μάπα (και στην ψυχή). Ο Homo neanderthalensis. Όταν πρόκειται για γυναίκα, είναι η απόλυτη φρίκη.

Και ένα σχετικό ρωσικό ανέκδοτο: «- Τι κάνουν δώρο οι Γεωργιανοί στις κόρες και στις γυναίκες τους, όταν αυτές έχουν γενέθλια; - Ένα κουτί ζιλέτ!»

Συγγενική είναι και η έκφραση «καρφώνει μπιφτέκι».

- Γιατί δε σ' αρέσει ρε η Περιστέρα; Μια χαρά κοριτσάκι είναι: μαγειρεύει, πλένει, σκουπίζει, είναι παρθένα, είναι ηθική...
- Άσε ρε Τζίμη. «Αρμενάκι είμαι κυρά μου» είναι το άτομο!

Αρμενιστής (αργκό: Αρμένι) = Ειδικότητα στο Πολεμικό Ναυτικό, ο "τα κάνω όλα" του πλοίου, αγγλ. boatswain (από HODJAS, 14/04/10)Argumentum a contrario (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 14/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified